«Την Τρίτη, 15 Φλεβάρη 1966, στη διάρκεια μιας συμπλοκής με αντάρτες, μια μονάδα της Πέμπτης Ταξιαρχίας σκότωσε πέντε ενόπλους. Ένα από τα πτώματα πιστοποιήθηκε ότι ήταν το πτώμα του Καμίλο Τόρρες Ρεστρέπο». Στρατιωτικό ανακοινωθέν

Ένας ακόμη μάρτυρας και άγιος των αγώνων για Ελευθερία, των τόσων εξεγέρσεων της Λατινικής Αμερικής. Ο Καμίλο Τόρρες Ρεστρέπο, ο Πρόδρομος της Θεολογίας της Απελευθέρωσης, δολοφονήθηκε στην πρώτη του μάχη. Δεν είχε προλάβει να σκοτώσει κανέναν, κι ας είχε το όπλο, πια, στα χέρια. Ήταν το δώρο του Θεού που πίστευε στον ευλογημένο ιερέα και αντάρτη, τον θεμέλιο λίθο της Θεολογίας της Απελευθέρωσης.

«Ήξερα πως θα τον σκοτώνανε. Κάθε τόσο τον ρωτούσα: “Δε βλέπεις που θα σε δολοφονήσουν, Καμίλο;”. Και κείνος: “Ναι, μανούλα, θα με δολοφονήσουν. Μα πριν με σκοτώσουν, θα προλάβω να κάνω κάτι καλό για τους αδελφούς μου”. Ήταν σίγουρος πως θα τον σκοτώσουν, όπως κι εγώ, που υποτάχτηκα σιγά σιγά σε αυτή την ιδέα. “Θα σε σκοτώσουν, γιατί είσαι ένας πρόδρομος”. Γελούσε. “Όπως και να χει, μανούλα, θα με βγάλουν απ’ τη μέση”. […] Για τούτο, όταν πηγαίναμε σε αγροτικές περιοχές, στα χωριά, για κήρυγμα, κι οι φίλοι του του προσφέρανε πιοτό ή φαγητό, με τρόπο τραβούσα το ποτήρι ή το πιάτο και τα δοκίμαζα πρώτη: φοβόμουν πως θα τον δηλητηριάσουν».

Επισήμως, η θεολογία της Απελευθέρωσης γεννιέται δύο χρόνια μετά τη δολοφονία του Καμίλο. Γενέθλιο έτος, θεωρείται το 1968, και τόπος το Μεντεγίν της Κολομβίας, όπου διεξήχθη η ιστορική Δεύτερη Σύνοδος των Λατινοαμερικανών ρωμαιοκαθολικών επισκόπων. Όταν οι εργασίες ολοκληρώθηκαν, στην ανακοίνωση που εξεδόθη, τα βιομηχανικά κράτη του «Πρώτου Κόσμου», καταδικάζοντας ως υπεύθυνα για την καταλήστευση του «Τρίτου Κόσμου». Για την αδικία, τη φτώχεια, τις αρρώστειες, την αγραμματοσύνη. Το τελικό κείμενο, έφερε τον τίτλο που από κει και πέρα θα όριζε το νέο μαρξιστικό θρησκευτικό ρεύμα: Teologia de la liberacion, η Θεολογία της Απελευθέρωσης. Και, είχε συνταχθεί από τον Περουβιανό θεολόγο και ιερέα Γουσταύο Γκουτιέρρες.

Επισήμως, όπως τουλάχιστον ορίζει ο χρόνος, ο Καμίλο Τόρρες Ρεστρέπο δεν ανήκει σε αυτό το ρεύμα. Όπως ο Ιωάννης ο Πρόδρομος δεν ανήκει στους βαπτισθέντες αγίους. Ανεπισήμως, και το κυριότερο, στη συνείδηση του λαού του, ο Καμίλο είναι ο πρωτομάρτυρας του αγώνα των πιστών της Λατινικής Αμερικής, για την απελευθέρωση των καταπιεσμένων και την ανακατανομή του πλούτου.

Το θεολογικό κίνημα της Απελευθέρωσης πάντρεψε τον ρωμαιοκαθολικισμό με την πολιτική δράση κι έφερε πολλούς καρπούς. Η «εξέγερση των ιερέων και των θεολόγων» έδωσε νέα δύναμη στους καταπιεσμένους λαούς της Λατινικής Αμερικής , προσέφερε στη δημιουργία νέων κινημάτων (μεταξύ των οποίων και αυτό των Ζαπατίστας), έφτασε κι έδωσε καρπούς μέχρι την Παλαιστίνη, και, το κυριότερο, υπενθύμισε και ανέδειξε και πάλι την επαναστατική ρίζα της Χριστιανοσύνης, ξαναβάζοντας τη λαϊκή πίστη στο επαναστατικό οπλοστάσιο.

Για τη Θεολογία της Απελευθέρωσης, η δράση των χριστιανών όφειλε να είναι πολιτική και να αφορά στην κατάργηση της φτώχειας μέσα από την καταστροφή των δομών που την προκαλούν και την αποτίναξη του όποιου ζυγού. Το «φωνή λαού, οργή Θεού» είναι κυριολεκτικό για τους θεολόγους της Απελευθέρωσης. Ο Θεός «μιλάει» μέσω των αδυνάτων, εκεί πρέπει να τον αναζητεί κανείς, στον «ελάχιστο των αδελφών», και οι αγωνιζόμενοι χριστιανοί οφείλουν να τείνουν ευήκοον ους. Στις περιοχές που ενέδωσαν στη νέα λατινοαμερικανική θεολογία, η οργάνωση των κοινοτήτων (communidades), που θυμίζει πολύ τις πρώτες χριστιανικές κοινότητες, είχε σα στόχο να απαντά και στις πνευματικές αλλά και στις υλικές ανάγκες των κομμουνάριων. Με άλλα λόγια, η Θεολογία της Απελευθέρωσης έδινε σώμα σε όσα αυθόρμητα είχε πιστέψει, πει και δημιουργήσει ο παπα-Καμίλο.

«Αν ζούσε σήμερα ο Χριστός, θα ήταν αντάρτης στα βουνά» Καμίλο Τόρρες

Ο Χόρχε Καμίλο Τόρρες Ρεστρέπο γεννήθηκε στην Μπογκοτά το 1929, γόνος μίας από τις γνωστότερες και πλουσιότερες οικογένειες του τόπου. Έζησε τα παιδικά του χρόνια στην Ισπανία, το Βέλγιο και την Κολομβία. Σπούδασε νομικά, θεολογία και κοινωνιολογία. Πίστεψε σε μεγάλη ηλικία και αποφάσισε να χειροτονηθεί ιερέας μετά την επαφή του με τον Αββά Πιέρ και την οργάνωσή του, «Σύντροφοι των Εμμαών», που ήδη δρούσε βοηθώντας τους αδυνάτους στο Παρίσι.

Η απόφαση της ιεροσύνης δεν ήταν αποδεκτή από την οικογένειά του. Όπως θα εξομολογηθεί η μητέρα του, Ισαβέλλα Ρεστρέπο – Γκαβιρία*, ήταν η ίδια που προσπάθησε να τον μεταπείσει. «Δέστε, εγώ είμαι πάντα μια επαναστάτρια κι αντικληρική. Πάνου απ’ όλα αντικληρική. Ποτέ δε θέλησα να γίνει ο γιος μου παπάς. Για πολύ καιρό πίστευα ότι η ιεροσύνη ήταν λάθος για κείνον, για τον ανθρωπισμό του, για τις ευγενικές, γενναίες φιλοδοξίες του. Όμως, πολύ αργότερα, που το ξανασκέφτηκα λόγω της σύντομης ζωής του Καμίλο, καταστάλαξα πως, αν δεν αφιερωνόταν με τόση αγάπη στην ιεροσύνη, δεν θα είχε κατανοήσει σε βάθος τα προβλήματα του φτωχού λαού μας, δε θα είχε δοθεί στον πολιτικό αγώνα και δε θα είχε τόση πεποίθηση στην αποστολή του. Μια αποστολή η οποία, παρά τη σύντομη ζωή κι ιεροσύνη του Καμίλο, άφησε βαθιές ρίζες στο λαό κι είχε παγκόσμια απήχηση».

Με την επιστροφή του στην Μπογκοτά, ο Καμίλο αναλαμβάνει ιερέας στο Εθνικό Πανεπιστήμιο. Χάρη στο πτυχίο της κοινωνιολογίας, μόλις η σχετική σχολή  ιδρύεται στο Πανεπιστήμιο, του δίδεται καθηγεσία. Πολύ γρήγορα είναι ο αγαπημένος δάσκαλος και παπάς των φοιτητών, κυρίως δε των ριζοσπαστών. Είναι πάντα παρών στις αναζητήσεις των νέων, όντας ένας δυναμικός νέος άνδρας κι ο ίδιος. Το ράσο δεν τον βαραίνει αλλά μάλλον απελευθερώνει τις εντός του δυνάμεις. Η απόφασή του να προχωρήσει, ως κοινωνιολόγος, στη μελέτη των κοινωνικών προβλημάτων της Κολομβίας, ειδικά μάλιστα πάνω στα φαινόμενα βίας, τους εξαθλιωμένους των τενεκεδουπόλεων, την ταξική ψαλίδα, τα προβλήματα των αγροτών, του εξασφαλίζει έτσι κι αλλιώς μεγάλο ακροατήριο μεταξύ των διψασμένων για δικαιοσύνη φοιτητών. Δεν του αρκεί. Η δράση είναι στη φύση του. Ιδρύει το «Κίνημα Πανεπιστημιακών και Ελευθέρων Επαγγελματιών για την κοινοτική ανάπτυξη» και λαμβάνει μέρος στην επεξεργασία ενός νομοσχεδίου το οποίο υποτίθεται ότι θα οδηγούσε τη χώρα στον κοινοτισμό.

Ο Καμίλλο δεν δήλωσε ποτέ κομμουνιστής. Δήλωνε «παπάς χριστιανός κι άρα επαναστάτης». Ωστόσο, χαρακτηρίστηκε κομμουνιστής το 1962, όταν η άρνησή του να εγκαταλείψει δύο φοιτητές του, οδήγησε στην αποπομπή του από το Πανεπιστήμιο.

Οι δύο νεαροί, μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος, είχαν πάρει μέρος σε μια διαδήλωση η οποία κατέληξε βίαια. Ο πρύτανης θεώρησε αυτούς τους δύο υπεύθυνους για τις ταραχές, χωρίς να πραγματοποιηθεί καμμία καταγγελία ή έστω επίσημη προανάκριση, και τους απέβαλε οριστικά από το Πανεπιστήμιο. Οι συμφοιτητές τους ξεκίνησαν απεργία από τα μαθήματα. Ο Καμίλλο υπήρξε ακριβοδίκαιος. Καταδίκασε τη βία και τις ταραχές, αλλά στάθηκε στο πλευρό των αδικηθέντων. Ο αρχιεπίσκοπος της Μπογκοτά ζήτησε τότε την παραίτηση του παπα-Καμίλλο κι από τη θέση του ιερέα του Πανεπιστημίου κι από την έδρα που κατείχε. Ο Καμίλλο υπάκουσε. Από κει και ύστερα, η «ρετσινιά» του «κομμουνιστή παπά», που του κόλλησε ο συντηρητικός Τύπος κι η κυβέρνηση, θα τον χαρακτήριζε για πάντα.

Η επόμενη θέση του Καμίλλο είναι ως εφημέριος στη Βερακρούς της Μπογκοτά. Και πάλι δεν περιορίζεται στα εκκλησιαστικά του καθήκοντα. Συνεχίζει την επιστημονική του δουλειά, δίνει το παράδειγμα για την αγροτική μεταρρύθμιση δημιουργώντας μια υποδειγματική φάρμα στο Γιοπάλ και βοηθώντας τους αγρότες να οργανωθούν σε συνεταιρισμούς. Όσο η δράση του επεκτείνεται τόσο μαζεύονται γύρω του οι αδύναμες τάξεις, οι νέοι κι οι αντικαθεστωτικοί διανοούμενοι, και τόσο η επίσημη εκκλησία τον πιέζει, του ζητάει να παρατήσει αυτά τα «κομμουνιστικά» πράγματα και του τάζει πλουσιοπάροχα ανταλλάγματα.

«Μια φορά ήρθανε σπίτι και του είπανε: “Πάτερ, έτοιμη είναι για σένα η μάγκνα κάπα του καρδινάλιου. Φτάνει να γράψεις στη Ρώμη δύο λέξεις ότι είσαι διατεθειμένος να οδηγήσεις τους οπαδούς σου στα υπάρχοντα πολιτικά κόμματα, μακριά από το αντάρτικο. Φτάνει να το δηλώσεις και αμέσως γίνεσαι καρδινάλιος, πρίγκιπας της εκκλησίας”. Ο Καμίλο είχε μια φράση να απαντάει σε αυτές τις προσφορές: “Δεν είμαι για πούλημα, αμίγκος”», θυμάται η μητέρα του.

Όμως, δεν τον κατατρέχουν μόνο οι αρχές και το ιερατείο. Τον κατατρέχουν, τον κατηγορούν και τον φοβούνται και οι κομμουνιστές, που δεν μπορούν να «χωνέψουν» το ράσο του Καμίλο. Τίποτε δεν τον σταματά. Σκέφτεται σοβαρά τη δημιουργία ενός λαϊκού κινήματος που θα προσφέρει τη δυνατότητα για «λαϊκή επαναστατική δράση με νόμιμα μέσα». Ο λαός είναι ο μόνος για τη γνώμη του οποίου ενδιαφέρεται, κι ο λαός είναι μαζί του.

Η «Πλατφόρμα για ένα κίνημα Λαϊκής Ενότητας», που ανακοινώνει ο ίδιος στο Μεντεγίν, τον Μάρτιο του 1965, φέρνει κοντά του χιλιάδες νέους, χιλιάδες φτωχούς, χιλιάδες λαϊκούς ανθρώπους. Η πλατφόρμα γίνεται αφορμή για την ίδρυση του «Ενιαίου Μετώπου» της Κολομβίας, στο οποίο μετέχουν όλες οι δυνάμεις, από τους σοσιαλδημοκράτες κι αριστερότερα. Όμως, οι περισσότερες ομάδες, γκρούπες ή κόμματα, αποσκιρτούν πολύ γρήγορα. Όταν ο Καμίλλο προτείνει γενική αποχή  για τις επερχόμενες εκλογές του 1966, όσοι στόχευαν σε εκλογικά οφέλη, φεύγουν μαζικά. Απ’ όλα τα κόμματα και τις ομάδες, μόνο οι χριστιανοί σοσιαλδημοκράτες έμειναν ως το τέλος μαζί του, κι ας τους κόστισε την ευλογία της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας αυτή η επιλογή.

Τότε είναι που, ο Καμίλο συνειδητοποιεί ότι δεν υπάρχουν περιθώρια πια για ειρηνικό αγώνα – όχι στην πατρίδα του, τουλάχιστον. Αποφασίζει να βγει στην παρανομία, στο αντάρτικο. Μάλιστα, επειδή θα πάρει όπλο, με επιστολή του στις 20 Μάρτη του 1965, ζητεί από την αρχιεπισκοπή της Μπογκοτά τον αποσχηματισμό του. Του αρνούνται και παράλληλα τον καλούν σε απολογία, ενώ με ανακοίνωσή τους «ενημερώνουν» τον λαό ότι «οι δραστηριότητες του πατέρα Καμίλο Τόρρες είναι ασύμβατες με την ιερατική στολή που φέρει», την οποία όμως δεν του επιτρέπουν να βγάλει.

Ο Καμίλλο εντάσσεται στον παράνομο και φιλοκουβανικό Στρατό Εθνικής Απελευθέρωσης. Η έλευσή του φέρνει στις τάξεις του αντάρτικου δεκάδες άλλους πολίτες, καθημερινά. Ο απλός λαός, οι χωρικοί, οι αγρότες, οι νέοι, ακολουθούν το παράδειγμά του, κι η ζωή του κινδυνεύει κάθε μέρα και περισσότερο. Στο μέτωπο δε φοράει το ράσο. Κρατάει το όπλο και χαμογελάει.

Ο Καμίλο πήρε τα όπλα, κι ας μη σκότωσε ποτέ. Θα ήταν πιο δύσκολη, είναι αλήθεια, η αγιότητα με αίμα στα χέρια. Μα πάλι θα ήταν βέβαιη – γιατί, ευτυχώς, τους αγίους τους αποφασίζει ο λαός, ακόμη κι αν ποτέ δεν τους αποδεχθεί η εξουσία. Είναι του λαού, δικοί του, πάντα δικοί του, και ζωντανοί.

 

 

*Τα αποσπάσματα της συνέντευξης της Ισαβέλλας Ρεστρέπο είναι από το βιβλίο «Καμίλο Τόρρες, Λαϊκή Ενότητα, Επανάσταση και άλλα κείμενα», εκδ. Μνήμη, Αθήνα 1974.