του Παύλου Γεωργιάδη

Ωστόσο, επειδή αυτή η αναφορά δεν είναι συγκεκριμένη, αφήνει στις κυβερνήσεις περιθώρια για χαλαρές δεσμεύσεις, ή και αδράνεια.

 
Το Διακυβερνητικό Πάνελ για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC), ένας διεθνής θεσμός με επιστήμονες από ολόκληρο τον κόσμο, κρούει εδώ και αρκετά χρόνια τον κώδωνα του κινδύνου, όσον αφορά την ύπαρξη ακραίων καιρικών φαινομένων και το ρίσκο που αντιμετωπίζουν μοναδικά και επαπειλούμενα οικοσυστήματα. Ως αποτέλεσμα όλων αυτών, πολλές χώρες του κόσμου αναλαμβάνουν δράση με ταχύτατους ρυθμούς, υλοποιόντας στρατηγικές προσαρμογής που βασίζονται στα οικοσυστήματα και τις τοπικές κοινωνίες. Συγχρόνως, αρχίζουν να κατανοούν το μέγεθος της δουλειάς που πρέπει να γίνει για την επίτευξη των Παγκόσμιων Στόχων για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, και την μετάβαση στην Βιοοικονομία με τρόπο που είναι δίκαιος για όλους.
 
Στο επίκεντρο αυτών των προσπαθειών υπάρχουν συγκεκριμένα πεδία δράσης, με αιχμή του δόρατος την θωράκιση της γεωργίας ενάντια στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Πρόκειται για έναν τομέα που σχετίζεται άμεσα με την διατροφική διασφάλιση του πληθυσμού, και άρα το προσδόκιμο της ζωής του. Όμως και άλλοι κλάδοι, όπως η ενεργειακή μετάβαση προς Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και οι μεταφορές, έχουν αρχίσει πλέον να απασχολούν σοβαρά τους πολιτικούς, τη βιομηχανία και την επιστημονική κοινότητα διεθνώς.
 
Υπάρχουν κλιματικά μοντέλα που δείχνουν πως μπορούμε να επιτύχουμε την συγκράτηση του ορίου των 1,5 βαθμών, αν τα κράτη δεσμεθούν για περισσότερη δράση. Ωστόσο, αν συνεχίσουμε με τα τρέχουσα επίπεδα εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, αυτό είναι πρακτικά αδύνατο, δεδομένου ότι η υπερθέρμανση του πλανήτη αυξάνεται. Κι αν αναρωτιέστε για το πόσο γρήγορα συμβαίνει αυτό, τότε ρίξτε απλώς μια ματιά σε αυτό το γράφημα, και θα αντιληφθείτε το πόσο πολύ δουλειά πρέπει να γίνει.
 
Ακόμη και αν επιτευχθεί ο στόχος συγκράτησης της υπερθέρμανσης του πλανήτη στους 1,5 βαθμούς, υπάρχουν ουσιώδεις κίνδυνοι για την βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη και τα οικοσυστήματα. Αυτή η διαφορά στην θερμοκρασία μπορεί απλώς να φαίνεται μικροσκοπική, ωστόσο τα επιστημονικά δεδομένα δείχνουν ότι έστω και επέκταση αυτού του ορίου κατά μόλις 0,5 βαθμό, θα έχει τεράστιες επιπτώσεις για χώρες με μεγάλη ακτογραμμή και νησιωτικότητα, όπως η Ελλάδα. Ήδη αυτές αντιμετωπίζουν τις τρομερές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
 
Ποιές είναι αυτές; Η άνοδος της στάθμης της θάλασσας, η οξίνιση των οκεανών, η καταστροφή του βυθού και της θαλάσσιας ζωής, οι σφοδροί καύσωνες, οι ξηρασίες, οι απρόβλεπτες καταιγίδες και οι πλημμύρες, οι καταστροφές των καλλιεργειών, η απώλεια ανθρώπινου δυναμικού και ζωών, οι καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης και οι εκκενώσεις περιοχών είναι απλώς μερικές. Και αναρρωτιέται κανείς τί μέλλει γεννέσθαι με τα κύμματα κλιματικών πρόσφυγων, που αναμένεται να αυξηθούν. 
 
Όλα αυτά είναι θέματα που (πρέπει να) απασχολούν σοβαρά όλες τις κυβερνήσεις, τόσο του ανεπτυγμένου όσο και του αναπτυσσόμενου κόσμου. Υπάρχουν όμως και θέματα που πρέπει να απασχολήσουν τον καθένα από εμάς. Οι εικόνες των αυτοκινήτων που παρασύρονται από χειμάρρους στην θάλασσα και τα λεοφορεία που βουλιάζουν στους πλυμμηρισμένους δρόμους, δεν είναι κάτι που απλώς βλέπουμε στα δημοσιογραφικά ρεπορτάζ. Συμβαίνουν μπροστά στα μάτια μας και αποδυκνείουν ότι ο κίνδυνος είναι υπαρκτός και άμεσος. 
 

 
Η ήδη παρατηρούμενη διάβρωση και απώλεια παράκτιων περιοχών, επηρρεάζει το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού που μένει ή λειτουργεί σε αυτές. Με τον τουρισμό να είναι η μοναδική φλέβα που δίνει ζωή σε όλα τα νησιά και τα παράλια της χώρας, είναι αυτονόητο πως η κλιματική αλλαγή αποτελεί άμεση απειλή για τις ζωές και το βιος εκατομμυρίων πολιτών. Ακολούθως, αυτό επηρρεάζει και τα δημόσια έσοδα που προέρχονται κάθε χρόνο από την τουριστική δραστηριότητα, αλλά και τους συναφείς κλάδους.
 
Η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται μάλλον στο φάσμα της αδράνειας, κρυμένη πίσω από την συμμετοχή της στο όχημα της ΕΕ στις κλιματικές διαπραγματεύσεις που συνεχίζονται. Αυτή η δυσκαμψία έχει, φυσικά, τεράστιο κόστος καθώς οι εβδομάδες, οι μήνες και τα χρόνια παιρνούν, χωρίς να υπάρχει καν δημόσια κατανόηση του ρίσκου που αντιμετωπίζουμε. Ανεξάρτητα, όμως, από οποιαδήποτε πολιτική αδράνεια ή εκμετάλλευση, η άυξηση της θερμοκρασίας της Γης πάνω από τους 1,5 βαθμούς, απειλεί τις παράκτιες περιοχές και τους πληθυσμούς τους. Γι αυτό ακριβώς τον λόγο, είναι επείγον να δωθεί έμφαση στην σημασία και την τήρηση του στόχου των 1,5 βαθμών.
 
Συνεπώς, είναι πολύ σημαντικό να δοθεί προτεραιότητα στην προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, συνδέοντας την οποιαδήποτε στρατηγική με την επιβίωση των ανθρώπων και των επιχειρήσεων της χώρας. Κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει μόνο με την ενσωμάτωση της κλιματικής προσαρμογής στην εθνική και περιφερειακή αναπτυξιακή ατζέντα. Κάτι τέτοιο θα οδηγήσει σε μικρότερες απώλειες ή καταστροφές στις καλλιέργειες, μικρότερη μείωση στην διαθεσιμότητα του νερού και ηπιότερους καύσωνες και άλλα ακραία καιρικά φαινόμενα.
 
Η μείωση των εκπομπών από την καύση ορυκτών καυσίμων είναι κρίσιμη για την επίτευξη του στόχου των 1,5 βαθμών. Γι ΄αυτό πρέπει να συνεχίσουμε να πιέζουμε την κυβέρνηση να κινηθεί προς την απανθρακοποίηση της οικονομίας, το συντομότερο δυνατό. Για να επιτευχθεί αυτό, απαιτείται μία δομημέμη στρατηγική ενεργειακής μετάβασης, ώστε να απαλλαχθεί το ενεργειακό μίγμα της χώρας από βρώμικες πηγές ενέργειας, όπως οι ασύμφοροι και ρυπογόνοι λιγνιτικοί σταθμοί της ΔΕΗ.
 
Για να μπορέσει η Ελλάδα να ξεφύγει από τον κίνδυνο, απαιτούνται σημαντικές αλλαγές στην κλιματική πολιτική της χώρας, οι οποίες μπορούν να έρθουν μόνο μέσα από την κυβέρνηση. Γι αυτό η πίεση προς αυτή την κατεύθυνση είναι απαραίτητη, και πρέπει να ενταθεί από όλες τις κοινωνικές ομάδες. Με τον κίνδυνο στο κατώφλι μας, οφείλουμε όλοι να είμαστε ενήμεροι για την δράση που λαμβάνει χώρα σε παγκόσμιο επίπεδο, καθιστώντας τις λύσεις εφαρμόσιμες στις τοπικές συνθήκες.