της Φραγκίσκας Μεγαλούδη

Το 1ο μέρος του άρθρου εδώ

H μετά το 1945 μετανάστευση, μπορεί να διαφέρει σε μέγεθος και προορισμούς, οι μετακινήσεις πληθυσμών όμως ως απάντηση στις δημογραφικές πιέσεις και στην ανάπτυξη του εμπορίου και την αύξηση της παραγωγής ήταν πάντα μέρος της ανθρώπινης ιστορίας. Οι πόλεμοι, οι κατακτήσεις, η δημιουργία των εθνικών κρατών και των αυτοκρατοριών αλλά και η αναζήτηση νέων οικονομικών ευκαιριών είχαν ως αποτέλεσμα μετακινήσεις πληθυσμών οι οποίες άλλοτε γίνονταν ειρηνικά και άλλοτε βίαια.

Στη Δυτική Ευρώπη, από το 1650 και μετά, οπότε και εδραιώνεται το κυρίαρχο οικονομικό σύστημα, η μετανάστευση έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στη βιομηχανική ανάπτυξη και στον εκμοντερνισμό των κρατών. Παρ' όλα αυτά οι ιστορικοί, μέχρι πολύ πρόσφατα, αρνούνταν να αναγνωρίσουν στην πραγματική του διάσταση το ρόλο που έπαιξαν οι μετανάστες στη δημιουργία των εθνών καθώς αυτό ερχόταν σε αντίθεση με τους κυρίαρχους μύθους περί καθαρότητας και εθνικής ομοιογένειας.

Η δουλεία και οι «δανεικοί» εργάτες

Η ευρωπαϊκή αποικιοκρατία δημιούργησε νέες μετακινήσεις πληθυσμών, οι οποίες άλλοτε ήταν αποτέλεσμα επιλογής και άλλοτε επιβάλλονταν με τη βία. Χιλιάδες αγρότες, ναυτικοί, έμποροι, ιερείς, στρατιώτες εγκαταστάθηκαν στα νέα εδάφη της εποχής ενώ παράλληλα εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι μεταφέρθηκαν βίαια από την Αφρική για να εργαστούν ως σκλάβοι στις φυτείες του Νέου Κόσμου. Μέχρι το 1850 είχαν μεταφερθεί ως σκλάβοι στην Αμερική περίπου 12 εκατομμύρια αφρικανοί.

Η δουλεία δεν ήταν ένα καινούριο φαινόμενο στις ντόπιες κοινωνίες καθώς προϋπήρχε της έλευσης των Ευρωπαίων και αποτελούσε ένα αναπόσπαστο κομμάτι στη δομή και ιεραρχία των προ-καπιταλιστικών κοινωνιών. Αυτό που την διαφοροποιεί όμως στην εποχή της αποικιοκρατίας ήταν το μέγεθος αλλά κυρίως ότι η κινητήριος δύναμή της ήταν η δημιουργία των αυτοκρατοριών της εποχής οι οποίες έθεσαν τις βάσεις για μια παγκόσμια οικονομία όπου οι δούλοι αποτελούσαν κεφάλαιο για την ανάπτυξη και συσσώρευση πλούτου.

Οι σκλάβοι ήταν εμπορικά αγαθά τα οποία διακινούνταν σε τεράστιες αποστάσεις, αποτελούσαν ατομική ιδιοκτησία και η σκληρή μεταχείρισή τους αποσκοπούσε στο να αυξήσει το κέρδος παραγωγής από την εκμετάλλευσή τους.

Στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν η δουλεία έχει πλέον καταργηθεί, οι σκλάβοι αντικαθίστανται απο «δανεικούς» εργάτες οι οποίοι μεταφέρονταν ανά ομάδες από τις αποικίες ή τρίτες χώρες για να δουλέψουν σε φυτείες, ορυχεία και σε δημόσια έργα. Οι εργάτες δεσμεύονταν με πολυετή συμβόλαια με εξοντωτικούς όρους, τα οποία προέβλεπαν σοβαρές κυρώσεις σε περίπτωση ακύρωσης τους. Υπολογίζεται ότι μεταξύ 1834 και 1941 περίπου 37 εκατομμύρια εργάτες μεταφέρθηκαν από τις χώρες τους σε τρίτες χώρες για να εργαστούν. Όσοι επέζησαν στις σκληρές συνθήκες, παρέμειναν στις χώρες αυτές και μετά τη λήξη των πολυετών συμβολαίων τους. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι σημερινές κοινότητες Ινδών που υπάρχουν σε πολλές αφρικανικές χώρες, οι εθνικές κοινότητες Γιαπωνέζων στα νησιά της Χαβάης, Κινέζων στις Φιλιππίνες και αλλού. Το σύστημα αυτό ήταν η επιτομή του «διαίρει και βασίλευε» των αποικιοκρατών και εκεί μπορεί κανείς να βρει τις ρίζες σημερινών εθνικών εντάσεων και συσσωρευμένης έχθρας προς εθνικές μειονότητες που ενώ έχουν πολυετή ιστορία στις χώρες αυτές δεν έχουν γίνει αποδεκτοί από τους ντόπιους πληθυσμούς (όπως για παράδειγμα η κρίση των Ροχίγκα της Μύανμαρ).

Οι εργάτες και το πρώτο κύμα μετανάστευσης

Ο πλούτος που συσσώρευσε η Δυτική Ευρώπη από την αποικιοκρατία και την εκμετάλλευση των σκλάβων και των εργατών αποτέλεσε και το απαραίτητο κεφάλαιο για την εδραίωση της Βιομηχανικής Επανάστασης του 18ου και 19ου αιώνα. Η ανάπτυξη της παραγωγής είχε ως αποτέλεσμα σε χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία, αγροτικές εκτάσεις να μετατραπούν σε κτηνοτροφικές μονάδες, να χαθούν παραδοσιακά επαγγέλματα και να δημιουργηθεί έτσι μια νέα τάξη φτωχών που μετανάστευαν μαζικά στις πόλεις ζώντας σε άθλιες συνθήκες.

Δεν είναι τυχαίο ότι ακριβώς εκείνη την περίοδο έχουμε τα κύματα μετανάστευσης στις ΗΠΑ, όπου μεταξύ 1800 και 1866, επτά στους δέκα μετανάστες είναι από τη Μεγάλη Βρετανία. Μέχρι το 1920, 30 εκατομμύρια Ευρωπαίοι θα μεταναστεύσουν στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Όμως και η Ευρώπη την περίοδο εκείνη θα γνωρίσει μεγάλες εσωτερικές μετακινήσεις ενώ μόνο στη Μεγάλη Βρετανία θα εγκατασταθούν μεταξύ 1875 και 1914 περίπου 120.000 Εβραίοι της Ρωσίας για να γλιτώσουν από τους διωγμούς εναντίον τους.Η Ουγκάντα, σε ένα χρόνο μέσα δέχτηκε 1.5 εκατομμύριο πρόσφυγες από το Νότιο Σουδάν, περισσότερους από όσους δέχτηκε η Ελλάδα και η Τουρκία το ίδιο χρονικό διάστημα. Η κυβέρνηση της χώρας, αντί να κλείσει τα σύνορα της, έδωσε σε κάθε οικογένεια προσφύγων μικρή έκταση γης να καλλιεργήσουν και να χτίσουν σπίτια ενώ διασφάλισε το δικαίωμα τους στην εργασία και στην ελεύθερη μετακίνηση.

Στη Γερμανία το 1907 εργάζονταν 950.000 ξένοι εργάτες ενώ το 1911 στη Γαλλία ο αριθμός των ξένων εργατών είχε φτάσει το 1,2 εκατομμύρια. Η εισροή ξένων εργατών ήταν απαραίτητη καθώς η μετάβαση από τις μικρές αγροτικές επιχειρήσεις στις μονάδες παραγωγής, που εδραιώνεται από το 1880 και μετά, απαιτούσε εργατικά χέρια και μικρό κόστος. Οι μετανάστες ήταν επίσης απαραίτητοι για να τροφοδοτήσουν με στρατιώτες τους επεκτατικούς πολέμους της εποχής.

Με εξαίρεση τη Γαλλία, η μετανάστευση μειώνεται στη διάρκεια του μεσοπολέμου αλλά στην ουσία αντικαθίσταται από την υποχρεωτική εργασία που επιβάλλει το ναζιστικό καθεστώς της Γερμανίας στις χώρες που έχει κατακτήσει. Η Γερμανία χρειαζόταν εργάτες για να αντικαταστήσει τους 11 εκατομμύρια Γερμανούς που πολεμούσαν και τους βρίσκει μέσα από τη βίαιη μεταφορά ανθρώπων στα στρατόπεδα εργασίας.

Από τη «μεταναστευτική ευφορία» στην στρατικοποίηση των συνόρων

Το 1945 σηματοδοτεί και μια νέα μεταναστευτική περίοδο η οποία μπορεί χονδρικά να διαιρεθεί σε τρεις φάσεις.

Η πρώτη, που διαρκεί μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '70, χαρακτηρίζεται από μια οικονομική πολιτική όπου η παραγωγή και οι επενδύσεις συγκεντρώνονται στις αναπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες. Το αποτέλεσμα ήταν μια «μεταναστευτική ευφορία» όπου οι μετανάστες, στην πλειοψηφία τους από τις φτωχότερες ευρωπαϊκές χώρες καθώς και τη Φινλανδία και την Ιρλανδία, προσλαμβάνονται μέσα από ένα οργανωμένο σύστημα για συγκεκριμένη χρονική περίοδο απευθείας από τις χώρες προέλευσης.

Η δεύτερη φάση της μετανάστευσης, από το 1973 μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του '90, συμπίπτει με την παγκοσμιοποίηση της αγοράς όπου πλέον οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές κυριαρχούν και οι μεγάλες εταιρίες μεταφέρονται σε τρίτες χώρες με σκοπό να μειωθεί το κόστος παραγωγής και να βρεθούν άφθονα φτηνά εργατικά χέρια. Η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και η κατάρρευση των συστημάτων των χωρών της Ανατολική Ευρώπης είχε ως αποτέλεσμα μια επιπλέον εισροή μεταναστών στη Δυτική Ευρώπη. Η κατάσταση σταθεροποιείται στα μέσα του 2000 και αντιστρέφεται από το 2008 και μετά λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που μετατρέπει χώρες προορισμού μεταναστών (π.χ. ο Ευρωπαϊκός Νότος) σε χώρες προέλευσης.
https://www.thepressproject.gr/photos/φραν21512120821.jpgΕάν δούμε λοιπόν τη μετανάστευση συνολικά, θα παρατηρήσουμε ότι οι μετανάστες ήταν η κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης των δυτικών κοινωνιών οι οποίες στήριξαν τη συσσώρευση κεφαλαίου, απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη και λειτουργία της καπιταλιστικής οικονομίας, στις μετακινήσεις πληθυσμών είτε αυτές ήταν ηθελημένες είτε βίαιες.

Μέσα στο γενικό ορισμό της βίαιης μετακίνησης πληθυσμών, θα έπρεπε κανείς να προσθέσει και όσους αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους εξαιτίας πολεμικών συρράξεων, βίας αλλά και φυσικών καταστροφών. Όπως έχουμε ήδη αναλύσει στο προηγούμενο άρθρο η πλειοψηφία των ανθρώπων αυτών παρέμεινε είτε στις χώρες τους είτε σε γειτονικές χώρες.

Παραδοσιακά οι κυβερνήσεις των χωρών οι οποίες δέχονταν μετανάστες έθεταν πάντοτε μηχανισμούς ελέγχου των μετακινήσεων, αλλά σοβαρή προσπάθεια ελέγχου των μεταναστευτικών ροών ξεκινάει μόνο από το 1914 και έπειτα. Οι κυβερνήσεις καλλιεργούν το μύθο της καθαρότητας της φυλής και της εθνικής ομοιογένειας, παραβλέποντας τον ρόλο που διαδραμάτισαν οι μετανάστες στη δημιουργία των νέων κρατών.

Τα πρώτα χρόνια μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και με την ανθρωπότητα τραυματισμένη απο τη ναζιστική θηριωδία, η μετανάστευση δεν θεωρείτο επικίνδυνη για την ασφάλεια των κρατών. Μέχρι τα μέσα του 1970 οι μετανάστες θεωρούνταν ως παροδικοί εργάτες που θα επέστρεφαν στις χώρες τους και επομένως δεν έθεταν θέμα απειλής της εθνικής καθαρότητας. Η εικόνα αυτή σταδιακά αλλάζει όσο προχωρούμε προς τη δεκαετία του '80, όπου η μετανάστευση αρχίζει να πολιτικοποιείται. Από τη στιγμή που μπαίνει στον πολιτικό διάλογο και με την κορύφωση των εξοπλισμών και της ψυχροπολεμικής αντιπαράθεσης, η έννοια της ασφάλειας των συνόρων γενικεύεται. Παρόλο που το 2001 θεωρείται η χρονιά ορόσημο στην εντατικοποίηση της φύλαξης των συνόρων, οι απαρχές της πρέπει να αναζητηθούν ήδη από τη δεκαετία του '80.

Σήμερα η φύλαξη των συνόρων έχει εξελιχθεί σε μια βιομηχανία δισεκατομμυρίων δολαρίων. Σύμφωνα με στοιχεία του Transnational Institute, ο προϋπολογισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για φύλαξη συνόρων έφτανε τα 3,8 δισεκατομμύρια ευρώ για την περίοδο 2007-2013 ενώ το τρέχον πρόγραμμα (2014-2020) προβλέπει προϋπολογισμό που αγγίζει τα 11 δισεκατομμύρια ευρώ. Μάλιστα το μεγαλύτερο μέρος των συμβολαίων έχει ανατεθεί σε εταιρίες κολοσσούς όπως είναι η Thales (€28.5 εκατομμύρια), η Selex (€23.2 εκ.), η Airbus (€14.2 εκ.), η Indra (€12.3 εκ.), η BMT Group, η Siemens κ.α.

Από τα τέλη της δεκαετίας του 90 μέχρι τις μέρες μας, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει συνάψει μια σειρά από συμφωνίες με τις χώρες προέλευσης ή με τρίτες χώρες (τις χώρες μετάβασης -transitcountries-), οι οποίες καλούνται να στρατικοποιήσουν τα σύνορα τους αλλά και να δεχτούν πίσω όσους πολίτες τους μεταναστεύουν. Επισήμως αυτό γίνεται για την προστασία των ανθρώπων και την καταπολέμηση των διακινητών. Στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα άλλο από «εξωτερικοποίηση» των συνόρων της Ε.Ε. και στρατηγική αποτροπής της μετανάστευσης.
Τα τελευταία δύο χρόνια, εκτός από την συμφωνία Ευρωπαϊκής Ένωσης –Τουρκίας που υπεγράφη τον Μάρτιο του 2016, είχαμε μια σειρά συμφωνιών με αφρικανικές χώρες αλλά και με το Αφγανιστάν. Τις περισσότερες φορές, οι συμφωνίες αυτές «επιβλήθηκαν» στις φτωχότερες χώρες με αντάλλαγμα διπλωματικές σχέσεις και ανθρωπιστική βοήθεια.https://www.thepressproject.gr/photos/φραν31512120822.jpgΗ Ιταλία σε μια προσπάθεια να περιορίσει τις ροές από τη Λιβύη, εξοπλίζει και εκπαιδεύει την Ακτοφυλακή της Λιβύης παρά τις καταγγελίες για βασανιστήρια, βιασμούς και δολοφονίες μεταναστών (κυρίως αφρικανών) που βαραίνουν τη χώρα. Παράλληλα υπάρχουν καταγγελίες ότι οι ιταλικές αρχές προχώρησαν ακόμα και σε διμερείς συμφωνίες με πολεμάρχους της Λιβύης για να αποτρέπουν τους μετανάστες.

Είναι αξιοσημείωτο ότι ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση που καυχιέται για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κλείνει τα μάτια στις παραβιάσεις που συμβαίνουν με την σιωπηρή της συγκατάθεση, μια φτωχή αφρικανική χώρα, η Ουγκάντα εφαρμόζει μια εντελώς διαφορετική πολιτική.

Η Ουγκάντα, σε ένα χρόνο μέσα δέχτηκε 1.5 εκατομμύριο πρόσφυγες από το Νότιο Σουδάν, περισσότερους από όσους δέχτηκε η Ελλάδα και η Τουρκία το ίδιο χρονικό διάστημα. Η κυβέρνηση της χώρας, αντί να κλείσει τα σύνορα της, έδωσε σε κάθε οικογένεια προσφύγων μικρή έκταση γης να καλλιεργήσουν και να χτίσουν σπίτια ενώ διασφάλισε το δικαίωμα τους στην εργασία και στην ελεύθερη μετακίνηση.

Το αποτέλεσμα είναι η Ουγκάντα σήμερα, παρόλα τα τεράστια οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει, να διαθέτει μια από τις πιο προοδευτικές προσεγγίσεις στην προσφυγική κρίση σε παγκόσμιο επίπεδο.

Αυτό που θα πρέπει να συγκρατήσει κάποιος είναι ότι οι κοινωνίες μας θα είναι πάντα αποδέκτες μετανάστευσης. Η απελευθέρωση των αγορών που επιφέρει μετακινήσεις αγαθών και ιδεών, μοιραία θα οδηγεί και σε μετακινήσεις πληθυσμών. Είναι υποκριτικό να υποστηρίζουμε την ελεύθερη μετακίνηση εμπορευμάτων αλλά να αρνούμαστε να δεχτούμε τις μετακινήσεις των ανθρώπων. Οι όροι και οι τρόποι με τους οποίους μπορούν να γίνουν αυτές οι μετακινήσεις και η ενσωμάτωση των ανθρώπων μετά μπορούν να συζητηθούν, όσο όμως οι πολιτικοί και τα μέσα ενημέρωσης θα καλλιεργούν εθνικούς μύθους και ξενοφοβία, η συζήτηση αυτή δεν θα έχει κανένα νόημα.