Λατινική Αμερική, Από τη μεταρρύθμιση στην αντίσταση: Συνέντευξη του Jeffery Webber στον Γιώργο Σουβλή
ΓΣ: Έχουν περάσει πάνω από 50 χρόνια από την ανατροπή και τον θάνατο του προέδρου της Χιλής, Σαλβαδόρ Αλιέντε. Το στρατιωτικό πραξικόπημα που υποστηρίχθηκε από τις ΗΠΑ τερμάτισε την τότε προοδευτική περίοδο που κάλυπτε μια δεκαετία κοινωνικών μεταρρυθμίσεων. Θεωρείτε ότι το χιλιανό πραξικόπημα ήταν μια κρίσιμη καμπή, τόσο για τη Λατινική Αμερική όσο και για την παγκόσμια γεωπολιτική σκηνή; Ήταν αυτό, κατά κάποιο τρόπο, ένα προοίμιο των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων που έλαβαν χώρα στην επόμενη δεκαετία και ενήργησε ως η αρχή του τέλους για τον «δημοκρατικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό»; Συμφωνείτε με την αντίληψη του Μπερλινγκουέρ ότι η ήττα της εργατικής τάξης της Χιλής ήταν σχεδόν αναπόφευκτη από τη στιγμή που το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα του Φρέι, το κύριο κόμμα της αστικής τάξης της Χιλής, ήταν σταθερά κατά της Λαϊκής Ενότητας (Unidad Popular), ή πιστεύετε ότι υπήρχαν περιθώρια για εναλλακτικούς πολιτικούς ελιγμούς;
JW: Επιτρέψτε μου να προσπαθήσω να αναλύσω τα θέματα ένα ένα.
Ένας τρόπος για να καταλάβουμε τη σημασία του χιλιανού πραξικοπήματος είναι μέσω της τοποθέτησής του στο πλαίσιο του σύντομου, επαναστατικού εικοστού αιώνα της Λατινικής Αμερικής, ο οποίος, σύμφωνα με τον ιστορικό Γκρεγκ Γκραντίν, εκτείνεται από την Μεξικανική Επανάσταση (1910-1920) έως την τελική ειρήνευση των μαζικών αντάρτικων εξεγέρσεων στην Κεντρική Αμερική και την ήττα της Επανάστασης της Νικαράγουα στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Αυτές οι δύο στιγμές σηματοδότησαν το τέλος μιας ενδιάμεσης περιόδου που χαρακτηρίστηκε από τη διαλεκτική επαναστατικών και αντεπαναστατικών διαδικασιών: οι λαϊκιστικοί πειραματισμοί και η εκβιομηχάνιση με την αντικατάσταση των εισαγωγών στην Αργεντινή και τη Βραζιλία τη δεκαετία του 1940 και του 1950 υπό τον Περόν και τον Βάργκας, ο ρεφορμιστικός εθνικισμός δημοκρατικών (ο Αρμπένθ στη Γουατεμάλα) και επαναστατικών εκδοχών (ο Παζ Εστενσόρο στη Βολιβία) που συνθλίφτηκαν από τα πραξικοπήματα της Δεξιάς το 1954 και το 1964 αντίστοιχα, η κουβανική επανάσταση (1959) και η διάδοση καταστροφικών απομιμήσεων των αγροτικών αντάρτικων κινημάτων που υιοθέτησαν την θεωρία εξέγερσης «foco» του Τσε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 στο μεγαλύτερο μέρος της περιοχής, τα γραφειοκρατικά αυταρχικά καθεστώτα στον Νότο και οι αγώνες για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τον εκδημοκρατισμό τους, ο «δημοκρατικός δρόμος προς τον σοσιαλισμό» στη Χιλή με τον Αλιέντε (1970-1973) και, στο τέλος, η Επανάσταση της Νικαράγουας (1979-1990) και οι γειτονικές ανταρτικές εκστρατείες στο Ελ Σαλβαδόρ και στη Γουατεμάλα.συνθλίφθηκαν με την τριπλή επίθεση από τον Πινοσέτ, τον Νίξον και τον Κίσινγκερ.
Το βεληνεκές αυτού του σύντομου επαναστατικού αιώνα, στην περιοχή με τη μεγαλύτερη ανισότητα στον κόσμο, ήταν εξαιρετικά πολωμένο και βίαιο, με τη βία να ασκείται σε υπερβολικό βαθμό από τους στρατιωτικούς και παραστρατιωτικούς παράγοντες της απείθαρχης άρχουσας τάξης και του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, που προσπάθησε να περιορίσει ή να εξαλείψει τον ρεφορμισμό και, λιγότερο συχνά, τα επαναστατικά κινήματα των λαϊκών τάξεων και των καταπιεσμένων ομάδων. Όλα αυτά συνέβαιναν φυσικά στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, όπου ο όρος «κομμουνιστής» μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από κρατικούς και στρατιωτικούς αξιωματούχους ενάντια στους εχθρούς τόσο ευπροσάρμοστα όσο χρησιμοποιείται σήμερα η ταμπέλα «τρομοκράτης». Εάν τα υπάκουα κυρίαρχα Μέσα μπορούν να στηρίζονται στην αναφορά ότι «το έκανε η Αλ Κάιντα» μέσα σε δευτερόλεπτα μετά από οποιαδήποτε πολιτική βία στη Μέση Ανατολή, την Ευρώπη ή τη Βόρεια Αμερική για το μεγαλύτερο μέρος της πρώτης δεκαετίας του 2000, στη Λατινική Αμερική κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ήταν οι Ρώσοι ή οι Ρώσοι ενεργώντας μέσω του υποτιθέμενου εντολοδόχου τους, της Κούβας, όσο γελοιωδώς αδύναμες και αν είναι οι συνδέσεις αυτές σε πολλές από αυτές τις περιπτώσεις. […..]
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, όλη η λατινοαμερικανική Αριστερά μελέτησε στενά την περίπτωση του Αλιέντε, προσπαθώντας να αξιολογήσει το πόσο εφικτό ήταν να ξαναδοκιμαστεί το πείραμα σύμφωνα με τις τοπικές συνθήκες σε διαφορετικά εθνικά πλαίσια. Είχε επίσης τεράστια απήχηση και σε διεθνές επίπεδο. Όσοι έχουν διαβάσει τα αξιοσημείωτα απομνημονεύματα του Ντανιέλ Μπενσαΐντ θα γνωρίζουν ότι η ευρωπαϊκή Ακροαριστερά παρακολουθούσε κάθε αλλαγή στη Χιλή και το βίαιο τέλος του Αλιέντε ήταν στο μυαλό του κάθε συμμετέχοντα σε αμφότερες πλευρές των ανταρτών και των αντιπάλων τους στην Επανάσταση των Γαρυφάλλων στην Πορτογαλία, το 1974. Έτσι, σε διεθνές επίπεδο, η εμπειρία της Χιλής είχε εκπληκτική και διευρυμένη δύναμη.
Για τη Λατινική Αμερική, η εγκαθίδρυση του καθεστώτος του Πινοσέτ είχε επίσης, για να απαντήσω στο δεύτερο μέρος της ερώτησής σας, καθοριστικές συνέπειες σε τοπικό επίπεδο, αφού το νέο πολιτικό περιβάλλον ενήργησε ως ένα μέσο για την εμφάνιση του νεοφιλελευθερισμού. Για καιρό αναπτύσσονταν στο μυαλό του Χάγιεκ και του Φρίντμαν, στις αίθουσες των μικρών ομάδων προβληματισμού και στο περιθώριο μερικών οικονομικών τμημάτων βορειοαμερικανικών πανεπιστημίων και έτσι οι μονεταριστές βρήκαν την ευκαιρία να θέσουν σε εφαρμογή τον νεοφιλελευθερισμό μέσω του Πινοσέτ.
Ο ίδιος ο Πινοσέτ όμως δεν ήταν πραγματικά νεοφιλελεύθερος και δεν υπήρξε άμεση εφαρμογή. Αντιθέτως, η νεοφιλελεύθερη ιστορία, τουλάχιστον όσον αφορά την οικονομία, άρχισε ουσιαστικά το 1975 στη Χιλή, δύο χρόνια μετά τη δικτατορία του Πινοσέτ, όταν τα αυτοαποκαλούμενα Παιδιά του Σικάγο («Chicago Boys») ανέλαβαν θέσεις εξουσίας. Αυτός ήταν ο πρώτος ριζοσπαστικός πειραματισμός για τη νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση του κόσμου και έθεσε τις βάσεις για τη δεκαετία του 1980 και του 1990 στη Λατινική Αμερική, όταν, μέσα από την κρίση χρέους και την πολιτική ήττα των διαφόρων Αριστερών στην περιοχή, το νεοφιλελεύθερο σχέδιο επεκτάθηκε πραγματικά σε κάθε σημείο της ηπείρου.
Θα έλεγα ότι το πιο σημαντικό μάθημα από το πραξικόπημα της Χιλής σχετικά με τον νεοφιλελευθερισμό είναι το πώς αποδίδει αρκετά χαρακτηριστικά την ακραία βία που συνόδευσε το ξεκίνημά του στη Λατινική Αμερική. Για να πετύχει το νεοφιλελεύθερο οικονομικό σχέδιο, ήταν απαραίτητη η εξάλειψη της Αριστεράς, των κοινωνικών κινημάτων, των συνδικάτων και των ενώσεων των αγροτών, όχι μόνο ιδεολογικά, αλλά στρατιωτικά και μέσα από την θηριώδη κρατική τρομοκρατία, που υποστηριζόταν από τις ΗΠΑ. Οι δικτατορίες στο νότιο τμήμα, στην Αργεντινή, την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία- που οργανώθηκαν με τη βοήθεια του προγράμματος των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ με το όνομα επιχείρηση Κόνδωρ- είναι παραδείγματα αυτής τη βίαιης διαδικασίας της γέννησης του νεοφιλελευθερισμού, όπως και οι διαβολικές- και στην περίπτωση της Γουατεμάλας, γενοκτονικές- βίαιες εκστρατείες κατά των ανταρτών που ήταν αποφασισμένες να συνθλίψουν την επανάσταση στη Νικαράγουα και τις ευρύτερες εξεγέρσεις σε άλλα μέρη της Κεντρικής Αμερικής. Αυτή ήταν η απαραίτητη αιματηρή εισαγωγή για την τεχνική εξέλιξης της νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Από τη δεκαετία του 1990, με την Αριστερά ηττημένη και με τη λογική του νεοφιλελευθερισμού σε ηγεμονική θέση στην περιοχή, η ίδια η ιδέα της «δημοκρατίας» είχε περιοριστεί στην εναλλαγή της ελίτ μεταξύ ιδεολογικά δυσδιάκριτων κομμάτων που ενεργούσαν για λογαριασμό του κεφαλαίου και της αυτοκρατορίας, με την ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας να φυλάσσεται ευλαβικά, με τη δημοσιονομική λιτότητα να αποθεώνεται και με τον τεχνοκρατικό έλεγχο όλων των σημαντικών συνιστωσών της διακυβέρνησης να παγιώνεται.
Η ήττα του δρόμου προς τον σοσιαλισμό της Χιλής ήταν αποφασιστική σε αυτή την τραγική τροχιά.
Μήπως ο βίαιος θάνατος του Αλιέντε σήμανε την αρχή του τέλους της στρατηγικής του «δημοκρατικού δρόμου προς τον σοσιαλισμό»; Θα έλεγα, ναι, βραχυπρόθεσμα, αλλά όχι μακροπρόθεσμα. Μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του Πινοσέτ και την εγκαθίδρυση δικτατοριών σε άλλες περιοχές της Νότιας Αμερικής στη δεκαετία του ’70, καθώς και τη συνέχισή τους στην Κεντρική Αμερική, η πολιτική πυξίδα της λατινοαμερικανικής Αριστερής δραστηριότητας δεν στηρίζονταν πλέον σε ένα σχέδιο εκλογών για τη σοσιαλιστική μετάβαση στη Χιλή, αλλά σε μαζικές αντάρτικες εξεγέρσεις στη Νικαράγουα, τη Γουατεμάλα και το Ελ Σαλβαδόρ. Αυτές, με τη σειρά τους, ήταν πολύ διαφορετικές από τις μικρές ομάδες των εκστρατειών από απομονωμένους, στρατιωτικά πειθαρχημένους αντάρτες της δεκαετίας του 1960 που προέκυψαν σε ορισμένα μέρη της Νότιας Αμερικής, εμπνευσμένες από την κουβανική επανάσταση ή τους αντάρτες πόλεων της δεκαετίας του 1960 και του 1970, όπως και τους Μοντονέρος στην Αργεντινή ή τους Τουπαμάρος στην Ουρουγουάη.
[…]
ΓΣ: Θα ήθελα να σας ρωτήσω για την κρίση χρέους της Λατινικής Αμερικής. Θα μπορούσατε να δώσετε το πλαίσιο αυτής της εξέλιξης και θα μπορούσατε να αναλύσετε το πώς έλαβε χώρα η μετάβαση προς τα «φιλελεύθερα» καθεστώτα της δεκαετίας του 1990; Ποιος ήταν ο ρόλος των διεθνών οργανισμών (του ΔΝΤ και άλλων) κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου και ποιες ήταν οι συνέπειες των προγραμμάτων διαρθρωτικής προσαρμογής που επιβλήθηκαν από αυτούς τους θεσμούς στις κοινωνίες της Λατινικής Αμερικής; Μπορείτε να βρείτε αναλογίες μεταξύ του τι συνέβη στη δεκαετία του 1980 στις χώρες της Λατινικής Αμερικής και του τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα; Και συμφωνείτε με την άποψη ότι αυτό που συνέβη στη Λατινική Αμερική τη δεκαετία του 1990 ήταν ένα είδος πειράματος για τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις που ακολούθησαν τις επόμενες δεκαετίες σε όλο τον κόσμο;
JW: Όπως είπα, η αρχή του νεοφιλελευθερισμού έγινε στη Χιλή στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90, με την εξαίρεση της Κούβας ως ένα σημείο, της οποίας η «Ειδική Περίοδος» κρίσης και λιτότητας στις αρχές της δεκαετίας του 1990 είχε ειδικά χαρακτηριστικά, σχεδόν παντού στη Λατινική Αμερική υπήρξε μια ταχεία οικονομική ανασυγκρότηση με την κοινή συναίνεση της Ουάσιγκτον. Η κρίση του χρέους της δεκαετίας του ’80 έδωσε νέα ώθηση στην Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ και τη Διαμερικανική Τράπεζα Ανάπτυξης, επιτρέποντας στα εν λόγω θεσμικά όργανα να θέσουν μια σειρά αυστηρών προϋποθέσεων για νέα δάνεια που προσφέρονταν για να υπερχρεώσουν τις χώρες της Λατινικής Αμερικής.
Τα υπερπληθωριστικά επεισόδια σε διάφορες χώρες έκαναν την οικονομική δράση μια επείγουσα ανάγκη, ειδικά για τους φτωχούς και επειδή η Αριστερά δεν ήταν σε θέση να προσφέρει μια σοσιαλιστική λύση, η υπόσχεση της νέας Δεξιάς για μια νομισματική έξοδο από την κρίση κέρδισε σημαντική αποδοχή- δηλαδή, ενώ το κράτος τρόμου της αυταρχικής περιόδου ήταν συνήθως ο απαραίτητος πρόδρομος για την εισαγωγή του νεοφιλελευθερισμού, τη δεκαετία του ’80 υπήρξε επίσης σημαντική επιτυχία του νεοφιλελευθερισμού και στο επίπεδο των ιδεών. Εμφανίστηκε μια νέα ιδέα στον κοινό νου σύμφωνα με την οποία το κράτος εμπόδιζε την ανάπτυξη, ότι ήταν ένα γραφειοκρατικό τέρας και ότι η διεύρυνση της αγοράς- μέσω της ιδιωτικοποίησης κρατικών εταιρειών, της απελευθέρωσης του εμπορίου και του χρηματοπιστωτικού τομέα και μέσω της πειθαρχημένης δημοσιονομικής λιτότητας- θα μείωνε τον πληθωρισμό, θα έφερνε έναν δυναμισμό, οι ιδιωτικές επενδύσεις θα αντικαθιστούσαν τις δημόσιες επενδύσεις, θα αυξανόταν η απασχόληση και όλη αυτή η ανάπτυξη θα βοηθούσε όλους, αν και όχι στον ίδιο βαθμό. Η πένθιμη κωδωνοκρουσία της βιομηχανοποίησης για την αντικατάσταση των εισαγωγών, που κυριαρχούσε στην περιοχή μέχρι τη δεκαετία του '80, είχε αρχίσει να ακούγεται. Η νέα τοπική Δεξιά, υποστηριζόμενη από τις παγκόσμιες δυνάμεις, κέρδισε την πολιτική μάχη της δεκαετίας του 1980, επιβάλλοντας τη δική της λύση στη σημαντική κρίση του μοντέλου ISI, όταν η Αριστερά δεν μπορούσε να δώσει καμία λύση.
Υπάρχουν σίγουρα αναλογίες μεταξύ της Λατινικής Αμερικής στη δεκαετία του ’80 και αυτού που συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα. Η σκληρότητα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στις σχέσεις τους με την Ελλάδα θυμίζει έντονα τον τρόπο με τον οποίο το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα μεταχειρίστηκαν τις υπαγόμενες χώρες της Λατινικής Αμερικής κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους. Η εγκατάλειψη της ξεκάθαρης εντολής κατά της λιτότητας από τον ΣΥΡΙΖΑ και η παντελής αδιαφορία για τη λαϊκή κυριαρχία στην Ελλάδα- ακόμη και για τα επιπλέον στοιχεία της δημοκρατικής λογοδοσίας και της αυτοδιάθεσης- που επιδεικνύουν ισχυροί διεθνείς θεσμοί, αντικατοπτρίζουν καθαρά τα στοιχεία της λατινοαμερικανικής εμπειρίας που έχω περιγράψει. Υπό αυτή την έννοια, η Λατινική Αμερική και άλλα μέρη του Νότου της δεκαετίας του ’80 ήταν τα πειραματόζωα για τα μέτρα λιτότητας που εκτείνονται σε διαφορετικές περιοχές του κόσμου εν μέσω της τελευταίας μεγάλης ύφεσης από το 2008.
ΓΣ: Ας συζητήσουμε την υπόθεση της Βενεζουέλας. Ποια ήταν τα κύρια οφέλη και οι αδυναμίες του καθεστώτος του Τσάβες; Με ποιο τρόπο επηρέασε η παγκόσμια οικονομική κρίση τη μπολιβαριανή εξέλιξη; Ποια είναι η κληρονομιά του Τσάβες και τι έχει αλλάξει από το θάνατό του;
JW: Ο ρυθμός της μπολιβαριανής εξέλιξης ήταν κάπως εκτός ρυθμού σε σχέση την υπόλοιπη «ροζ παλίρροια». Ένα σύνηθες αφήγημα των ακτιβιστών υπέρ του Τσάβες και των διανοουμένων που τον υποστήριζαν είναι η επισήμανση ότι η προέλευση αυτής της διεργασίας βρίσκεται στις εξεγέρσεις του Καρακάσο το 1989 και έχει καταγράψει μια ανοδική τροχιά από αυτό το σημείο εκκίνησης, τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα.
Υπό μια έννοια, ο απολογισμός αυτός είναι χρήσιμος, στο βαθμό που στρέφει την προσοχή μας από τη θεσμική κοινοβουλευτική πολιτική και τις ιστορικές αφηγήσεις των μεγάλων ανθρώπων σε μια στενή προσοχή στη βιογραφία και την ηγεσία του Ούγκο Τσάβες και την εκλογική διαδοχή από το 1998.
Υπό την άλλη όμως μπορεί να είναι παραπλανητικός, καθώς δεν βλέπει ότι το πλήθος και το εύρος των λαϊκών κινημάτων της Βενεζουέλας στη δεκαετία του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000 δεν μπορούσε να συγκριθεί με τη Βολιβία ή τον Ισημερινό ή ακόμα και με την Αργεντινή. Ο Τσάβες δεν εξελέγη στον απόηχο των μεγάλων εξεγέρσεων και της πολιτικής ανανέωσης της Αριστεράς.
Αντίθετα, η βιαστική επινόηση του συνασπισμού του στις εκλογές του 1998 ήταν επιτυχής επειδή κάλυψε ένα κενό σε ένα περιβάλλον στο οποίο τα παραδοσιακά κόμματα του συστήματος Πούντο Φίτζο μετά το 1958 βρίσκονταν σε ανεπανόρθωτη πτώση, η νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση της δεκαετίας του ‘90 ήταν βαθύτατα δυσφημισμένη, τα κοινωνικά κινήματα ήταν αδύναμα, το εργατικό κίνημα κυριαρχούνταν από μια γραφειοκρατική ομοσπονδία πιστή στα παραδοσιακά κόμματα και δεν υπήρχαν ενεργά κόμματα της Αριστεράς οποιασδήποτε κοινωνικής ή πολιτικής σημασίας.
Ο Τσάβες κάλυψε αυτό το κενό με ένα μέτριο πολιτικό πρόγραμμα ενός εναλλακτικού κοινωνικού φιλελευθερισμού, κατά της διαφθοράς και με στοιχεία νοτιοαμερικανικού νεοδομισμού μέσω της ανάγνωσης του Οσβάλντο Σούνκελ (Χιλιανός οικονομολόγος και συγγραφέας για τη θεωρία της «εξάρτησης») που ο Τσάβες είχε διαβάσει όσο ήταν στη φυλακή για το ρόλο του σε αποτυχημένη προσπάθεια πραξικοπήματος του 1992.
Η πρώτη περίοδος της μπολιβαριανής κυβέρνησης ξεκίνησε από την κανονική ανάληψη των καθηκόντων στις αρχές του 1999 και έφτασε έως το 2002. Οι πιο χαρακτηριστικές πρωτοβουλίες αυτής της πρώτης φάσης ήταν η διαμόρφωση ενός νέου προοδευτικού Συντάγματος μέσω μιας συμμετοχικής Συντακτικής Συνέλευσης το 1999 και η επιστροφή της κρατικής πετρελαϊκής εταιρείας PDVSA στον δημόσιο έλεγχο, αφού είχε εθνικοποιηθεί στη δεκαετία του 1970, αλλά είχε γίνει «κράτος εν κράτει», λειτουργώντας ως ιδιωτική, αυτόνομη οντότητα.
Αν και η γενική πορεία της κοινωνικής μεταρρύθμισης ήταν χαλαρή σε αυτά τα πρώτα χρόνια, αρκούσε για να λειτουργήσει ως το έναυσμα για την εμφάνιση της Δεξιάς στη Βενεζουέλα, η οποία ξεκίνησε μια αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος τον Απρίλιο του 2002 και συνέχισε με μια απεργία στον τομέα του πετρελαίου το 2002-2003, που σκοπό είχε να αποσταθεροποιήσει την κυβέρνηση του Τσάβες, φέρνοντας εμπόδια στην κύρια πηγή εσόδων στο οικονομικό σύστημα της Βενεζουέλας.
Μόνο αργότερα, μέσω της αμυντικής κινητοποίησης του απλού λαού που υποστήριζε τον δημοκρατικά εκλεγμένο Τσάβες στις φτωχογειτονιές του Καράκας και αλλού, άρχισε να εμφανίζεται ένα νέο πλήθος λαϊκών σχημάτων οργάνωσης από τα κατώτερα στρώματα- ταυτόχρονα με μια έντονη ριζοσπαστικοποίηση της Κυβέρνησης- έτσι ώστε μεταξύ του 2003 και των εθνικών εκλογών του 2006, η μπολιβαριανή πορεία πέρασε αναμφισβήτητα την πιο δημιουργική και δυναμική της περίοδο, που συμπίπτει με την άνοδο της διεθνούς τιμής του πετρελαίου το 2004.
Η φαινομενική αύξηση των κρατικών εσόδων επέτρεψε την επέκταση των δικαιολογημένων κοινωνικών προγραμμάτων του Τσάβες- κυρίως αυτών για την υγεία και την εκπαίδευση.
Η φτώχεια μειώθηκε σημαντικά, η συμμετοχική δημοκρατία επεκτάθηκε μέσω αυτών που εξελίχθηκαν σε λαϊκά συμβούλια και τελικά σε κοινότητες, υπήρξαν πρωτοβουλίες για τον έλεγχο μη στρατηγικών τομέων της οικονομίας από τους εργάτες, η ανάπτυξη συνεταιρισμών άρχισε να επιταχύνεται και η υπόσχεση του Τσάβες για την οικοδόμηση του «σοσιαλισμού του εικοστού πρώτου αιώνα» ανακοινώθηκε για πρώτη φορά το 2005.
Από γεωπολιτική άποψη, τα έσοδα από το πετρέλαιο χρηματοδότησαν την ανάπτυξη διάφορων ενδεχομένως αντισταθμιστικών περιφερειακών έργων από τον Τσάβες, όπως η Μπολιβαριανή Συμμαχία για τους Λαούς της Λατινικής Αμερικής (ALBA), η Τράπεζα του Νότου, το κοινό νόμισμα Sucre και η Petrocaribe.
Όλα αυτά είναι πλέον ετοιμοθάνατα ή προβληματικά, αλλά από τα μέσα έως τα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 2000 αντιπροσώπευαν μια πιθανή βάση για μια διακρατική συνεργασία μεταξύ του αυξανόμενου αριθμού κυβερνήσεων της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς στη Νότια Αμερική και τη σχετική αυτονομία από τους οργανισμούς που ελέγχονται από τις ΗΠΑ, όπως ο Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών (OAS).
Η τελευταία κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού έπληξε έντονα τη Βενεζουέλα. Ήδη από το 2009, οι αντίκτυποι άρχισαν να γίνονται αισθητοί. Αλλά τα τελευταία τρία χρόνια η κατάσταση έφθασε σε ένα εντελώς νέο επίπεδο κρίσης, την οποία αμέλησε να περιορίσει η διεθνής Αριστερά.
Η τιμή του πετρελαίου μειώθηκε από 100 αμερικανικά δολάρια το 2013, σε 88 το 2014, σε 45 το 2015 και έφτασε στην πιο χαμηλή τιμή με 24 αμερικανικά δολάρια το 2016. Οι κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συνέπειες ήταν δραματικές, όπως δείχνει ο Εντγκάρντο Λάντερ στην πρόσφατη, ειλικρινή έκθεσή του για το Περιφερειακό Γραφείο των Άνδεων του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Οικονομικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική, η Βενεζουέλα είχε αρνητική αύξηση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος ύψους -4,0 το 2014, -7,1 το 2015 και μια περαιτέρω προβλεπόμενη ύφεση ύψους -7,1 το 2016.
Ενώ τα επίπεδα του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ δεν έχουν ακόμη φθάσει σε καταστροφικό επίπεδο, με σημαντικά μειωμένα έσοδα, η ικανότητα του κράτους να πληρώσει αυτά τα χρέη μειώνεται και τα διεθνή αποθέματα μειώνονται επίσης δραστικά- σύμφωνα με τον Λάντερ, τα διαθέσιμα διεθνή αποθέματα τον Ιούνιο του 2016 ήταν μόνο το 41% όσων ήταν διαθέσιμα στο τέλος του 2012.
Ο πληθωρισμός τρέχει με τον υψηλότερο ρυθμό στον κόσμο. Η έλλειψη βασικών αγαθών, τροφίμων και φαρμάκων αυξήθηκε με τη μεταπώληση επιδοτούμενων προϊόντων στην εγχώρια μαύρη αγορά ή με το λαθρεμπόριο σε γειτονικές αγορές στην Κολομβία. Αυτό συμβαίνει τόσο σε μεγάλη κλίμακα μέσω διεφθαρμένων δημόσιων αξιωματούχων που συνδέονται με ιδιώτες καπιταλιστές που εκμεταλλεύονται την έντονη διακύμανση των τιμών και σε μικρή κλίμακα, ως στρατηγική επιβίωσης για φτωχές οικογένειες που ασχολούνται με το μικρό, άτυπο και παράνομο εμπόριο.
Οι υπηρεσίες υγείας βρίσκονται σε μια έντονη πτωτική πορεία, με ανεπαρκή εξοπλισμό και φάρμακα που οδηγούν τους Βενεζουελάνους που έχουν χρήματα, να τα αγοράσουν ιδιωτικά ως εισαγόμενα προϊόντα και να προμηθεύσουν τα νοσοκομεία ή τα κέντρα υγείας για τη θεραπεία τους. Για παρατεταμένες περιόδους φέτος, το ηλεκτρικό ρεύμα έξω από το Καράκας παρεχόταν για τέσσερις ώρες την ημέρα.
Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι όλη αυτή η δυναμική πλήττει τους πιο φτωχούς, καθώς τα προηγούμενα κοινωνικά οφέλη που κερδήθηκαν με την μπολιβαριανή κίνηση αντιστρέφονται, αυξάνεται η φτώχεια, αυξάνονται οι ανισότητες και παίρνουν νέες μορφές.
Αυτή η διαρθρωτική οικονομική κρίση ήταν το καθόλου επίζηλο περιβάλλον στο οποίο ο Νικολάς Μαδούρο, ο διάδοχος του Τσάβες, ανέλαβε την προεδρία. Ο μονοδιάστατος χαρακτηρισμός της κρίσης ως προϊόν λαθών της ηγεσίας πρέπει να απορριφθεί. Αλλά η κυβέρνηση του Μαδούρο δεν έχει εμπνεύσει την εμπιστοσύνη στον βαθμό που έχει προσπαθήσει να μειώσει αυτήν τη σοβαρή βασική δυναμική σε έναν «οικονομικό πόλεμο» που διεξάγεται από τους καπιταλιστές και τις συνεχιζόμενες μηχανορραφίες του ιμπεριαλισμού.
[….]
Στις προεδρικές εκλογές του Μαρτίου του 2013, ο Μαδούρο κέρδισε τον υποψήφιο της Τράπεζας για τη Δημοκρατική Ενότητα (MUD), Ενρίκε Καπρίλες, με διαφορά λιγότερη από το 2% των ψήφων, σε σύγκριση με τη διαφορά ύψους σχεδόν 11% μεταξύ του Τσάβες και της αντιπολίτευσης στις τελευταίες εκλογές στις οποίες συμμετείχε ο Τσάβες.
Ακολούθησε η πλειοψηφική νίκη της MUD στις εκλογές του Δεκεμβρίου του 2015 για την Εθνοσυνέλευση, φέρνοντας ακόμα πιο γρήγορα ένα αδιέξοδο μεταξύ της εκτελεστικής εξουσίας και της συνέλευσης, και ως εκ τούτου τη συχνή προσφυγή σε προεδρικά διατάγματα από τον Μαδούρο.
Ο Καπρίλες και οι υποστηρικτές του αρνήθηκαν να αποδεχθούν την αξιοπιστία των εκλογικών αποτελεσμάτων του 2013, για τα οποία δεν υπήρξε κάποιο αποδεικτικό για ύπαρξη νοθείας και υποστήριξε αρχικά τις βίαιες διαδηλώσεις που ξέσπασαν στους δρόμους το 2013, στις οποίες σκοτώθηκαν οκτώ υποστηρικτές της κυβέρνησης. Αλλά όταν ξεθύμαναν οι διαδηλώσεις, ξεκίνησε διάφορους συμβιβασμούς με τον Μαδούρο και επέλεξε να επικεντρωθεί κυρίως στην αμφισβήτηση των θεσμών στις προσεχείς δημοτικές εκλογές και στις εκλογές της Εθνοσυνέλευσης.
Μια ευκαιρία εμφανίστηκε για τη «σκληρή δεξιά» με τον απόφοιτο του Χάρβαρντ Λεοπόλδο Λόπες (τώρα στη φυλακή), την εκπρόσωπο της Εθνοσυνέλευσης Μαρία Κορίνα Ματσάδο και τον δήμαρχο του Καράκας, Αντόνιο Λέτζεμα.
Γύρω από το σλόγκαν #LaSalida ή αλλιώς «έξοδος», τον Φεβρουάριο του 2014, κινητοποίησαν βίαιες διαδηλώσεις με την ξεκάθαρη πρόθεση να ανατρέψουν τη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση του Μαδούρο. Σαράντα τρία άτομα σκοτώθηκαν και τουλάχιστον οι μισοί από τα χέρια της αντιπολίτευσης.
Η Δεξιά αντιπολίτευση συνεχίζει να επιδεικνύει την απόλυτη σχέση της με τις λεπτές διακρίσεις της φιλελεύθερης δημοκρατίας- το να χρησιμοποιείται όταν μπορεί να κερδίσει, να υπερβαίνεται όταν είναι απαραίτητο με βία και αποσταθεροποίηση. Αλλά η πλειοψηφία των νέων αντιπάλων του Μαδούρο δεν μπορεί να εξομοιωθεί με τους οργανωμένους συνωμότες.
Ο μισός πληθυσμός, σύμφωνα με διάφορες δημοσκοπήσεις, πιθανόν να μην θεωρεί τον εαυτό του ούτε υπέρ της κυβέρνησης ούτε υπέρ της αντιπολίτευσης ή αλλιώς «ούτε-ούτε». Αλλά οι αρνητικές απόψεις για την προεδρία του Μαδούρο είναι πολύ πιο υψηλές σε σχέση με αυτήν τη στάση. Με άλλα λόγια, υπάρχει πραγματική λαϊκή δυσαρέσκεια με την κυβέρνηση του Μαδούρο και όχι απλώς μια αρνητική επίδραση της Δεξιάς μέσω του φανατισμού της αντιπολίτευσης.
Η τελευταία πολιτική εξέλιξη περιστρέφεται γύρω από ένα δημοψήφισμα ανάκλησης για να αντικατασταθεί ο Μαδούρο. Το Σύνταγμα του 1999 επιτρέπει αυτήν τη δυνατότητα. Το Εθνικό Εκλογικό Συμβούλιο (CNE), αφού απέρριψε με αμφισβητήσιμο τρόπο 600.000 από τις δύο εκατομμύρια υπογραφές για μια έκκληση που ζητούσε δημοψήφισμα, αναγνώρισε τον Αύγουστο ότι η αντιπολίτευση είχε συγκεντρώσει επιτυχώς υπογραφές σε ποσοστό πάνω από 1% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων, επιτρέποντας έτσι το επόμενο στάδιο της συλλογής υπογραφών σε ποσοστό 20% του εκλογικού σώματος που θα μπορούν να οδηγήσουν σε δημοψήφισμα.
Εάν το δημοψήφισμα πραγματοποιηθεί πριν από τον Ιανουάριο του 2017, στα μισά της θητείας του Μαδούρο και μπορέσει να νικήσει τον Μαδούρο, όπως είναι πολύ πιθανό, θα πρέπει να διεξαχθούν νέες εθνικές εκλογές. Εάν πραγματοποιηθεί μετά τον Ιανουάριο του 2017, τότε ο Μαδούρο θα πρέπει να αποχωρήσει και ο σημερινός αντιπρόεδρος Αριστόμπουλο Ιστούρις απλώς θα τερματίσει την προεδρική θητεία του Μαδούρο για λογαριασμό του. Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση επιχειρεί να καθυστερήσει τη διαδικασία του δημοψηφίσματος, ώστε να μπορεί να γίνει μόνο μετά το χρονικό αυτό σημείο του Ιανουαρίου.
Αλλά είναι επίσης αλήθεια, όπως επισήμανε πρόσφατα ο Γκάμπριελ Χέτλαντ στο The Nation, ότι η ίδια η αντιπολίτευση καθυστέρησε τη διαδικασία του δημοψηφίσματος με διάφορους τρόπους, υπολογίζοντας πιθανόν ότι, δεδομένης της σοβαρότητας της κρίσης και της ενδεχόμενης περαιτέρω επιδείνωσης σε σύντομο χρονικό διάστημα, θα ήταν καλύτερο γι’ αυτούς εάν ο Ιστούρις έφερε το βάρος της διακυβέρνησης του κράτους μέχρι τις προγραμματισμένες εκλογές του 2019.
Σε αυτό το στάδιο, το μπολιβαριανό σχέδιο θα είναι τόσο ανυπόληπτο, ώστε μόνο η πιο ανάρμοστη αντιπολίτευση δεν θα είναι ικανή να κάνει το βήμα και να αναλάβει τα ηνία του κράτους.
Η πλήρης συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο http://salvage.zone στις 19/9/2016.
Ο Jeffery Webber διδάσκει πολιτική και διεθνείς σχέσεις στο Πανεπιστήμιο Queen Mary του Λονδίνου. Eίναι μέλος της συντακτικής ομάδα του περιοδικού Historical Materialism και ο συγγραφέας των Red October: Left-Indigenous Struggles in Modern Bolivia & First Day of the Same: The Politics and Economics of the New Latin American Left.
Ο Γιώργος Σουβλής είναι υποψήφιος διδάκτορας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο της Φλωρεντίας και γράφει παράλληλα για διαφορετικά προοδευτικά έντυπα όπως το Jacobin, το Roar και το Salvage Quarterly.