της Τζένης Τσιροπούλου

Ο νεαρός Σύριος, Ταΐμ, ονειρευόταν να κάνει μια ταινία για την οικογένειά του και τη Συρία. Περνούσε τις μέρες του με τους φίλους του, ήλπιζε να δει τη χώρα του ελεύθερη και κινηματογραφούσε τις διαδηλώσεις.  Απόψε βρίσκεται σε κωματώδη κατάσταση σε κάποιο νοσοκομείο αφού έπεσε θύμα ανελέητου ξυλοδαρμού σε κάποιο σημείο ελέγχου στη Δαμασκό. Γύρω από το σώμα του που κείτεται στο κρεβάτι, μαζεύεται η οικογένειά του ενώ στο παράθυρο του δωματίου στέκεται ένα λευκό κυκλάμινο.

«Δεν είναι πια και τίποτα περίεργο να βλέπεις έναν ετοιμοθάνατο στη Δαμασκό.» «Ούτε ο Θεός δεν κατάλαβε τι έγινε σε αυτή τη σουρεαλιστική χώρα.» «Θέλαμε να νικήσει η ελευθερία [αλλά] χάσαμε κορίτσι μου.» Είναι μερικά από τα λόγια που ακούγονται από το στόμα ενός φίλου του Ταΐμ, ενώ σχεδόν ακούς με τη φαντασία σου τις φωνές των εραστών της Δαμασκού να μπλέκονται με την προσευχή ενός ιμάμη και τους βομβαρδισμούς.

Είναι Τετάρτη, 26 Οκτωβρίου, το ρολόι δείχνει περασμένες εννιά και στη σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών καλλιτέχνες από τη Συρία παρουσιάζουν μέσα από τη θεατρική παράσταση «While I was waiting» (Περιμένοντας) του Omar Abusaada (σκηνοθεσία) και του Mohammad Al Attar (σενάριο) τη ζωή που σπαρταράει ακόμα στην εμπόλεμη Συρία.

Μια απίστευτα αληθινή ιστορία

Οι Abusaada και Attar συνεργάζονται χρόνια ως θεατρικό δίδυμο και παντρεύουν το θέατρο-ντοκουμέντο με τη μυθοπλασία, χρησιμοποιώντας εδώ ως άξονα της αφήγησης τους την αλληγορία του κώματος στο οποίο βρίσκεται η Συρία, η Ευρώπη, η Δύση.

Η ιστορία που πυροδότησε την πένα του σεναριογράφου είναι η αληθινή ιστορία μιας φίλης του που βρέθηκε σε κώμα, πεταμένη μέσα σε ένα αυτοκίνητο και αργότερα πέθανε. «Ήθελα να δείξω ένα κομμάτι της πραγματικότητάς μας, μιας και η κατάσταση είναι περίπλοκη και κανείς δεν αντιλαμβάνεται όλες τις διαστάσεις της. Δε μαθαίνουμε ποτέ τα βασανιστήρια που βιώνουν αυτοί που φυλακίζονται και πεθαίνουν ή αυτοί που βασανίζονται σε ένα σημείο ελέγχου και μετά πέφτουν σε κώμα. Πολλοί φίλοι που θέλησαν να καταγράψουν με την κάμερά τους τις διαδηλώσεις πλήρωσαν το τίμημα ακριβά αφού βασανίστηκαν κι αυτοί κι οι οικογένειές τους» λέει ο Attar μετά το τέλος της παράστασης, συνομιλώντας με το κοινό που απαρτίζεται από πρόσφυγες, μέλη της συριακής κοινότητας και του Φόρουμ μεταναστών, ξένους φοιτητές και Έλληνες.

«Τα διεθνή Μέσα μιλάνε συνέχεια για έναν πόλεμο ανάμεσα στο καθεστώς του Ασάντ και το Ισλαμικό Κράτος  αλλά ξεχνάνε ότι ήταν μια επανάσταση που ξεκίνησε από τους ανθρώπους στο δρόμο. Βγήκαμε με δίκαια αιτήματα, κι εγώ ήμουν ένας από αυτούς» λέει λίγο αργότερα στο TPP ο 39χρονος σκηνοθέτης του έργου, Omar Abusaada, που ζει μόνιμα στη Δαμασκό, συμπληρώνοντας ότι, «Το κώμα οδηγεί προς το θάνατο αλλά αν ξυπνήσεις, αντιλαμβάνεσαι και εκτιμάς περισσότερο τη ζωή. Αυτό που άλλαξε μέσα μου με τον πόλεμο είναι η σχέση μου με την οικογένειά μου, τους φίλους μου και το θάνατο. Νομίζω κάθε Σύριος νιώθει το ίδιο. Πιστεύαμε στην ελευθερία και τη δικαιοσύνη και αυτό δεν αλλάζει ούτε θα αλλάξει. Τα αιτήματα όμως του συριακού λαού δεν εκπροσωπήθηκαν τελικά από κανέναν».

Η υλοποίηση της παράστασης «While I was waiting» δεν έγινε ανεμπόδιστα. Οι βασικές δυσκολίες καθρεφτίζουν τα πρακτικά καθημερινά προβλήματα αλλά και τις επιπλοκές ενός καλλιτεχνικού «τοκετού» που επιδιώκει να αναπαραστήσει το εδώ και το τώρα ενός πολέμου σε ανοιχτή συνδιαλλαγή με το τραύμα.

Όπως εξηγεί ο σκηνοθέτης στο TPP, «Η πρώτη δυσκολία ήταν να βρεθούν οι ηθοποιοί και οι συνεργάτες αφού οι περισσότεροι είναι διασκορπισμένοι σε άλλες πόλεις και χώρες λόγω του πολέμου. Επίσης, ενώ οι πρόβες θα πραγματοποιούνταν στην Τουρκία, λόγω δυσχερειών με τη βίζα μας, έγιναν αναγκαστικά στη Μασσαλία. Η άλλη μεγάλη δυσκολία για εμένα ήταν το να κρατήσω μια απόσταση από τα πράγματα στη Συρία γιατί παρουσιάζουμε κάτι που συμβαίνει τώρα».

«Παρά τον πόλεμο, όλα έπρεπε να ξεκινήσουν το 2011»

Τα κορίτσια στη Συρία μέσα από την επανάσταση του 2011, βίωσαν παράλληλα και τις προσωπικές τους επαναστάσεις. Η αδερφή του πρωταγωνιστή έλυσε μια και για πάντα τη μαντήλα που τις είχε επιβάλει να φοράει η μητέρα της. Επί σκηνής, χτενίζει τα μακριά της καστανόξανθα μαλλιά ενώ τα νύχια και τα χείλη της είναι κατακόκκινα.

Κρατώντας αυτή την εικόνα, ο 36χρονος σεναριογράφος, Attar, ο οποίος είναι και ο ίδιος αιτών άσυλο στη Γερμανία, περιγράφει μετά την παράσταση στο TPP πώς είδε Σύριες γυναίκες-πρόσφυγες στο Λίβανο και την Ιορδανία να ενδυναμώνονται και να πιστεύουν περισσότερο στον εαυτό τους μέσα από την ενασχόλησή τους με το θέατρο. Η ομάδα τους δούλεψε με καθημερινές γυναίκες σε στρατόπεδα προσφύγων, παίζοντας αρχαίες ελληνικές τραγωδίες. «Έχουμε ήδη ανεβάσει τις 'Τρωάδες' και την 'Αντιγόνη'. Περνάμε πολύ χρόνο με τις γυναίκες και οι παραστάσεις εμπλουτίζονται και με τα προσωπικά τους βιώματα. Το άμεσο σχέδιό μας είναι να παίξουμε την 'Ιφιγένεια' με γυναίκες-πρόσφυγες στην Ελλάδα» λέει ο Attar.

Η επιλογή του σκηνοθέτη να μην εγκαταλείψει τη Δαμασκό φέρνει μια αβίαστη έκπληξη, όμως ο ίδιος λέει ψύχραιμα ότι, «είναι μια πολύ συναισθηματική επιλογή. Άλλωστε, πέντε εκατομμύρια άνθρωποι ακόμα ζουν εκεί. Η καθημερινότητα είναι όμως ιδιαίτερα περίπλοκη και δύσκολη ειδικά λόγω του ότι δεν έχουμε ηλεκτρικό, θέρμανση και μέσα μεταφοράς αλλά βλέπεις πώς οι άνθρωποι μαθαίνουν να προσαρμόζονται, πώς προσπαθούν να βρουν τρόπους για να επιβιώσουν και να συνεχίσουν τη ζωή τους. Στη Συρία ξεκουράζομαι, μιλάω με τον κόσμο, περπατάω στους δρόμους της πόλης και συναντώ τους φίλους μου». Ο Abusaada ταξιδεύει συχνά, διασχίζοντας τα σύνορα με το Λίβανο προκειμένου να πετάξει προς ευρωπαϊκές χώρες και να παρουσιάσει τη δουλειά του. Στη Συρία είναι αδύνατον να το κάνει.

«Απαγορεύεται. Δεν υπάρχουν πια χώροι για να κάνεις τέχνη αλλά το αληθινό πρόβλημα είναι η λογοκρισία. Αν θες να παρουσιάσεις ένα έργο που μιλάει για την κατάσταση στη Συρία, υπάρχει μόνο ένας τρόπος: υποστηρίζοντας το καθεστώς του Ασάντ και εγώ αρνούμαι να το κάνω αυτό. Αυτή την παράσταση δε θα μπορούσα ποτέ να την ανεβάσω εκεί. Τα πράγματα ήταν ακριβώς τα ίδια και πριν το 2011. Πάντα η ίδια δικτατορία και η φίμωση των πολιτών» λέει στο TPP.

Αν γύριζε το χρόνο πίσω, θα ξανάβγαινε στους δρόμους να διαδηλώσει το 2011, τώρα που γνωρίζει το παρόν;

«Στην Αίγυπτο, στην Τυνησία, παντού ο κόσμος παλεύει, αν και πολλά όνειρα έχουν σβήσει. Αν ο χρόνος γύριζε πίσω, ναι, πάλι θα έπρεπε να ξεκινούσαν όλα το 2011. Ό,τι έγινε, έπρεπε να γίνει. Η καταπίεση στη Συρία ήταν έντονη, είχαμε πολλά προβλήματα διαφθοράς, οικονομίας, ασφάλειας. Είμαι πολύ αισιόδοξος και ελπίζω ότι μια μέρα τα πράγματα στη Συρία θα είναι καλά. Αυτό δε θα έρθει σύντομα, όμως, το ξέρω. Υπάρχουν απώλειες και άνθρωποι πεθαίνουν αλλά δεν μπορούσαμε να συνεχίζουμε τη ζωή μας με τη δικτατορία» απαντάει ο σκηνοθέτης.

Στην ιστορία που διαδραματίζεται, δε θα μάθουμε ποτέ πώς ο Ταΐμ έπεσε σε κώμα αλλά θα τον δούμε λίγα λεπτά πριν τον ξυλοδαρμό του, σε ένα rewind του θεατρικού χρόνου, να καπνίζει και να χαζεύει τα βραδινά φώτα της πόλης που αγαπά, αποφασίζοντας να μην την εγκαταλείψει.

Η παράσταση φτάνει σχεδόν στο χειροκρότημα του τέλους. Οι ζωές συνεχίζονται. Άλλοι θα μείνουν στη Συρία ενώ άλλοι ετοιμάζονται να αναζητήσουν το μέλλον τους στην Τουρκία ή την Ευρώπη, «δίνοντας ό,τι έχουν και δεν έχουν για 50% πιθανότητες να πεθάνουν στη θάλασσα», όπως θα πει ο φίλος του Ταΐμ. «Βλέπω ανθρώπους γύρω μου που σε δύο βδομάδες μπορεί να βλέπω τα κουφάρια τους στις ειδήσεις.»

Μια ψαριά διαφορετική στη «Λαμπεντούζα»

Δυο μέρες αργότερα ο κόσμος γεμίζει το θέατρο του Νέου Κόσμου. Εκεί, ο Αργύρης Ξάφης (βραβείο Χορν 2001) υποδύεται τον Στέφανο, έναν ψαρά που η εργασία του δεν είναι πια να βγαίνει για ψάρεμα αλλά να περισυλλέγει μετανάστες και πρόσφυγες που άλλοτε προσεγγίζουν το «παραδείσιο νησί» με «καρυδότσουφλα» και άλλοτε έρχεται το κύμα να ξεβράσει τα κορμιά τους . Ανεπιτήδευτες μαρτυρίες μιας καθημερινότητας, που ίσως τείνουμε να τη συνηθίσουμε επικίνδυνα μέσα από το βιαστικό πέρασμα της ως μιας δευτερεύουσας πλέον είδησης, συνθέτουν τη ζωή στη Λαμπεντούζα. Στην ομώνυμη παράσταση που σκηνοθετεί ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, ο Στέφανος μέσα από τη φιλία του με έναν μετανάστη θα ξεπεράσει το φόβο του προς τον Άλλον για να γίνει ακόμα λίγο πιο άνθρωπος. Κάποιοι δακρύζουν ντροπαλά κατά τη διάρκεια της παράστασης.

Μοιάζει σαν ένα αόρατο νήμα να ενώνει την ιστορία του «While I was waiting» και της «Λαμπεντούζα» και όσο πιο πολύ τελικά κάνουμε ζουμ στις προσωπικές ιστορίες μέσα από τα δυο θεατρικά, τόσο πιο ξεκάθαρα σχηματίζεται το παζλ της ευρύτερης εικόνας στα μάτια μας.

Ο Αργύρης Ξάφης δέχτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη το ρόλο του Στέφανου, αφού διάβασε το κείμενο του ακτιβιστή και συγγραφέα Άντερς Λουστγκάρντεν, ο οποίος είναι εθελοντής σε πολλά νησιά και διάφορες χώρες βοηθώντας πρόσφυγες.  «Περίμενα να διαβάσω κάτι στρατευμένο που θα είχε ως βασικό άξονα μια αίσθηση κηρύγματος για τους ανθρώπους που δεν κάνουν κάτι για τους πρόσφυγες. Αλλά αυτό που διάβασα ήταν πολύ πιο έξυπνο σε σχέση με το πώς μπορείς να αγκαλιάσεις το θέμα και να ενεργοποιήσεις τον κόσμο. Έχει μια τρυφερή και αθώα οπτική και σε όποιον καναπέ και να κάθεσαι σε πιάνει από την πιο λεπτή τρίχα της ψυχής σου και σε κινητοποιεί από τη ρίζα και όχι από το μυαλό» λέει ο πρωταγωνιστής στο TPP.

 Η προετοιμασία του για το συγκεκριμένο έργο, το οποίο περιγράφει ως μια «θάλασσα συναισθημάτων», εκτός από τις πρόβες περιείχε και αρκετό διάβασμα αληθινών ιστοριών ξεριζωμού.

Στο μπαρ του θεάτρου μετά την παράσταση, ο κόσμος αγκαλιάζει αυθόρμητα τους ηθοποιούς σαν να συνωμοτούν για κάτι που μοιράστηκαν.

 «Έχουμε πιστέψει, πολύ κακώς, ότι, το γιατρικό για τις δυσκολίες που περνάμε πρέπει να είναι κάτι ανάλαφρο. Κατά τη γνώμη, ό,τι σε κάνει να ξεχνιέσαι από το ζόρι που περνάς, δε σε βοηθάει πραγματικά. Σε στιγμές αυτοσυνείδησης καταλαβαίνεις ότι δε νιώθεις καλύτερα ταΐζοντας τον εαυτό σου ένα αδιάφορο φαγητό γιατί έτσι όλα σου φαίνονται πιο σκληρά και εσύ ακόμα πιο αδύναμος. Αντίθετα, όταν συνδιαλέγεσαι με αποτέλεσμα ακόμα και να κλάψεις σε μια παράσταση, τότε πραγματικά μπορείς να διαχειριστείς τα πράγματα σαν να είσαι λίγο πιο μεγάλος από ό,τι ήσουν πριν και με μεγαλύτερη ελαφρότητα» σχολιάζει ο Ξάφης σχετικά με το ρόλο της τέχνης, ενώ το θεατρικό ήρθε να θυμίσει και στον ίδιο ότι υπάρχουν αληθινοί άνθρωποι που κάνουν αυτή τη «βρωμοδουλειά», άνθρωποι που όμως τους έχουμε ξεχάσει.

Όπως λέει στο TPP ο πρωταγωνιστής της «Λαμπεντούζα», το πιο σημαντικό είναι να φτάσουν στην παράσταση άνθρωποι που δεν είναι ήδη ευαισθητοποιημένοι πάνω στα συγκεκριμένα θέματα. Το θεατρικό έρχεται να καταρρίψει τη «διδακτική ή αποκοιμηστική» αφήγηση των ΜΜΕ, τα οποία «δίνουν χώρο στο κακό ήθος των τριών ατόμων που θέλουν να κλείσουν ένα σχολείο στους πρόσφυγες και όχι στους δεκαπέντε που θα το ανοίξουν γιατί το καλό δεν πουλάει. Όμως το καλό απαιτεί μεγαλύτερη γενναιότητα και κουράγιο».

Σε έναν παράλληλο βίο επί σκηνής, κάπου στη βόρεια Ευρώπη ξετυλίγεται η ιστορία της Ντενίζ, μιας Κινεζο-εγγλέζας εργαζόμενης φοιτήτριας, την οποία υποδύεται η νεαρή Ελληνο-γερμανίδα ηθοποιός, Χαρά-Μάτα Γιαννάτου. Η Ντενίζ χτυπάει τη μια πόρτα μετά την άλλη, φορώντας το καλοσιδερωμένο της σακάκι, προκειμένου να εισπράξει δόσεις καταναλωτικών δανείων από ανθρώπους χρεωμένους που ζουν σε συνθήκες εξαθλίωσης. Αυτό που όμως συχνά θα εισπράξει η σχιστομάτα μιγάδα είναι ρατσιστικά σχόλια που την κάνουν όλο και πιο κυνική.

Με τα λόγια του Αργύρη Ξάφη, «Οι ιστορίες συμπληρώνονται με έναν τρόπο πολύ ενδιαφέροντα κι ας μη γίνεται αμέσως προφανής. Βλέπουμε μια κοντινή αλλά άλλη Ευρώπη. Και ειδικά στη Βρετανία βλέπουμε πώς η οικονομική κρίση καλλιεργεί μια αίσθηση μισανθρωπισμού που, όταν ο άλλος είναι και ξένος, αυτό γίνεται ρατσισμός. Μπορεί να ακουστώ ρομαντικός αλλά είναι τρομακτικό το ότι ο φόβος, η ανέχεια και η οικονομική δυσκολία στρέφει τους πάντες έναντι των πάντων».

  • Η «Λαμπεντούζα» παίζεται στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Για περισσότερες πληροφορίες, εδώ.
  • Οι παραστάσεις του «While I was waiting» έλαβαν χώρα στις 26 και 27 Οκτωβρίου στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.