Σύμφωνα με την Καθημερινή, από τα σχεδόν 12.000 οικιστικά ακίνητα που εκμισθώνονταν ως καταλύματα φιλοξενίας επισκεπτών για ολιγοήμερη διαμονή στις αρχές του περασμένου Σεπτεμβρίου, ο αριθμός έχει σήμερα υποχωρήσει κάτω από τα 9.000 ακίνητα.

Όπως σημειώνεται στο δημοσίευμα, η αγορά βραχυχρόνιων μισθώσεων, σε επίπεδο αριθμού διαμερισμάτων, έχει αρχίσει να επιστρέφει στο επίπεδο όπου βρισκόταν κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2017, πριν δηλαδή εμφανιστούν τα φαινόμενα υπερπροσφοράς και αγγελιών ακινήτων σε περιοχές χαμηλού τουριστικού ενδιαφέροντος, όπως π.χ. τα βόρεια προάστια ή απομακρυσμένες περιοχές του κέντρου.

Κατά το ρεπορτάζ, όσοι ιδιοκτήτες ασχολούνταν με το Airbnb ως μια μορφή συμπληρωματικής δραστηριότητας, δείχνουν να προτιμούν πλέον ένα διετές ή τριετές συμβόλαιο 2-3 ετών με κάποιον Έλληνα ενοικιαστή, στρατηγική που φέρεται να ακολουθούν και όσοι επαγγελματίες εκμεταλλεύονταν πάνω από 2-3 ακίνητα, κρατώντας τα πιο εμπορικά διαμερίσματα στη βραχυχρόνια ενοικίαση και γυρνώντας τα υπόλοιπα στη μακροχρόνια ενοικίαση.

Πολλά τα διαθέσιμα προς ενοικίαση, μικρή η ζήτηση από φοιτητές

Με αφορμή την πρόσφατη ανακοίνωση των εισακτέων σε σχολές  ο πρόεδρος της Ένωσης Μεσιτών Θεσσαλονίκης, Άγγελος Πασαλίδης, μίλησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ σκιαγραφώντας την αγορά στην ενοικίαση ακινήτων.

«Υπάρχει έντονο ενδιαφέρον για τις ιδιωτικές φοιτητικές εστίες, τις οποίες οι γονείς φαίνεται να προτιμούν, αφού γνωρίζουν εξαρχής τα λειτουργικά έξοδα που θα έχουν», διευκρίνισε και πρόσθεσε ότι στη Θεσσαλονίκη σήμερα υπάρχουν περί τα 15 κτίρια που αναπαλαιώθηκαν και ανακαινίστηκαν και τα οποία διαθέτουν από 15 έως και 40 δωμάτια έκαστο, ενώ εντός του επόμενου διμήνου αναμένεται να είναι έτοιμη ακόμη μια ιδιωτική εστία, δυναμικότητας περί των 100 δωματίων, στην περιοχή της Τούμπας.

Η δε πτώση της βραχυχρόνιας μίσθωσης του Airbnb μπορεί να «έφερε» περισσότερα σπίτια για τους φοιτητές, ωστόσο ο κ. Πασαλίδης σημείωσε ότι η πλειονότητα αυτών είναι «απλησίαστα», λόγω της τιμής τους που είναι υψηλή, «αφού έχουν ανακαινιστεί και εξοπλιστεί πλήρως».

Στο πλαίσιο αυτό και επισημαίνοντας ότι το 85% των διαθέσιμων ακινήτων στη Θεσσαλονίκη βρίσκεται στα «χέρια» των μεσιτών, ο κ. Πασαλίδης έκανε έκκληση προς τους ιδιοκτήτες να προχωρήσουν σε μείωση τιμών καθώς, όπως είπε, «τα ακίνητα στο ιστορικό κέντρο της πόλης και στην ανατολική Θεσσαλονίκη εξακολουθούν να είναι ακριβότερα έναντι αυτών στη δυτική πλευρά».

Συγκεκριμένα, όπως χαρακτηριστικά είπε, η τιμή μιας γκαρσονιέρας στο ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης κυμαίνεται από 350 έως 650 ευρώ, στην ανατολική πλευρά της πόλης -μεταξύ άλλων Τριανδρία, Άνω και Κάτω Τούμπα, Φάληρο και Μπότσαρη- από 300 μέχρι και 500 ευρώ και στη δυτική (π.χ. Νεάπολη, Συκιές, Ξηροκρήνη και Επτάλοφος) από 220 έως και 400 ευρώ. Διευκρίνισε, δε, ότι οι υψηλότερες τιμές αφορούν σε πλήρως επιπλωμένα ακίνητα και οι χαμηλότερες σε μερικώς ή και καθόλου.

Σε ό,τι αφορά τη συγκατοίκηση, ο πρόεδρος της Ένωσης Μεσιτών Θεσσαλονίκης επισήμανε ότι ολοένα και φθίνει η τάση αυτή τα τελευταία χρόνια και τείνει να εγκαταλειφθεί εξ ολοκλήρου. «Το φαινόμενο της συγκατοίκησης έχει περιοριστεί κατά 80% σε σχέση με 15 χρόνια πριν», σημείωσε και πρόσθεσε πως «πλέον συγκατοικούν οι συγγενείς, πρώτου ή το πολύ δεύτερου βαθμού».