Η Ελλάδα προχώρησε στο πρώτο οριζόντιο λοκντάουν νωρίς, όταν τα κρούσματα ήταν ακόμα λίγα και σε μια χρονική περίοδο που η διασύνδεσή της με τον υπόλοιπο κόσμο ήταν περιορισμένη. Αυτό της έδωσε τη δυνατότητα να ελέγξει τη διασπορά του ιού και να γλιτώσει την υπερφόρτωση του συστήματος υγείας που σε άλλες χώρες προκάλεσαν χιλιάδες θανάτους.

Η λογική πίσω από την καραντίνα ήταν απλή: κερδίζουμε χρόνο ώστε να θωρακίσουμε το σύστημα υγείας, για τα επόμενα κύματα της επιδημίας που αναπόφευκτα θα έρχονταν. Πώς όμως αξιοποίησε η κυβέρνηση αυτόν τον πολύτιμο χρόνο που εξασφαλίσαμε με τεράστιο οικονομικό, ψυχολογικό και δημοκρατικό κόστος;

Οργάνωσε επικοινωνιακές φιέστες για να εκμεταλλευτεί πολιτικά τα σχετικά λίγα κρούσματα και νεκρούς. Έπραξε όμως, ελάχιστα για την ενίσχυση του ΕΣΥ και άλλων κρίσιμων τομέων για την αντιμετώπιση της πανδημίας.

Ούτε προσλήψεις γιατρών και νοσηλευτών έκανε, ούτε αύξησε σημαντικά τις δαπάνες για την υγεία, όπως αποδεικνύουν και τα επίσημα στοιχεία του ΠΟΥ, ενώ οι λίγες νέες ΜΕΘ που δημιούργησε δεν μπορούσαν καν να στελεχωθούν αφού δεν υπήρχε το απαραίτητο προσωπικό.

Και φυσικά, δεν ενίσχυσε την πρωτοβάθμια υγεία, ο ρόλος της οποίας είναι καθοριστικός στον έγκαιρο και αποτελεσματικό περιορισμό της επιδημίας, καθώς εκεί μπορεί να γίνει η υποδοχή, ο εντοπισμός και η πρώτη φροντίδα των κρουσμάτων, στα αρχικά στάδια της νόσου, προλαμβάνοντας έτσι, μια άσχημη εξέλιξη, αλλά και αποφορτίζοντας τα νοσοκομεία. Ούτε βέβαια, πήρε μέτρα για την αποσυμφόρηση των ΜΜΜ στα οποία συνωστίζονται καθημερινά εκατομμύρια εργαζόμενοι για να πάνε στις δουλειές τους.

Ακόμα χειρότερα ήταν τα πράγματα στο μέτωπο της παρακολούθησης της επιδημίας. Η Ελλάδα συνέχισε να κάνει πολύ λιγότερα τεστ από τις περισσότερες χώρες, χωρίς ουσιαστική ιχνηλάτηση. Έτσι, χάθηκε από νωρίς η εικόνα της διασποράς του ιού, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να παρθούν έγκαιρα μέτρα για τον έλεγχο των τοπικών εστιών μετάδοσης.
Ταυτόχρονα, άνοιξε χωρίς ουσιαστικό έλεγχο τον τουρισμό υποχωρώντας ευθύς αμέσως στις πιέσεις των διεθνών τουριστικών εταιρειών όπως η TUI, που δεν ήθελαν ούτε ν’ ακούσουν για υποχρεωτικά τεστ και καραντίνα σε όλους τους εισερχόμενους επισκέπτες.

Την ίδια περίοδο ωστόσο, αναδύεται και το ιδεολογικό αφήγημα που πλαισιώνει τις πράξεις ή μάλλον, την απραξία της κυβέρνησης: η περιβόητη ατομική ευθύνη. Για την αντιμετώπιση της πανδημίας υπεύθυνοι είναι πρωτίστως οι πολίτες που με τη συμπεριφορά τους θα συμβάλλουν είτε στον περιορισμό είτε στη διασπορά του ιού. Ο δε ρόλος του κράτους περιορίζεται στο να επιτηρεί αυτή τη συμπεριφορά και να καταστέλλει τις «αποκλίσεις» της.

Τα Πετσομπουκωμένα ΜΜΕ ξεχύθηκαν στους δρόμους δείχνοντας με το δάχτυλο τους παραβάτες που κυκλοφορούσαν χωρίς λόγο ή βρίσκονταν απαράδεκτα κοντά ο ένας στον άλλον. Την τιμητική τους σε αυτό το άθλιο πείραμα κοινωνικού αυτοματισμού είχαν οι νέοι που στοχοποιήθηκαν από την πρώτη στιγμή ως δυνάμει δολοφόνοι επειδή συνωστίζονταν στις πλατείες.

Γρήγορα η προπαγάνδα πλαισιώθηκε και από δράση. Η αστυνομία του Χρυσοχοΐδη άρχισε να κυνηγάει και να δέρνει εφήβους στις γειτονιές, αναβιώνοντας κωμικοτραγικές καταστάσεις του διαβόητου νόμου 4000 περί τεντιμποϊσμού. Μια αστυνομία βέβαια, την οποία φρόντισε να ενισχύσει η κυβέρνηση με χιλιάδες νέες προσλήψεις, οχήματα και όπλα. Μπορεί λεφτά να μην υπάρχουν για γιατρούς και νοσηλευτές, περισσεύουν όμως για αστυνομικούς και περιπολικά.

Αυτός ο συνδυασμός απραξίας στην κοινωνική πολιτική και υπερεπένδυσης στην καταστολή δεν χαρακτηρίζει, ασφαλώς, μόνο την παρούσα κυβέρνηση, ούτε εξαντλείται στη συγκυρία της πανδημίας. Συνοδεύει διεθνώς τον νεοφιλελευθερισμό από τα πρώτα του βήματα. Ο τελευταίος, όσο αποδομούσε το κοινωνικό κράτος, τόσο διόγκωνε την αστυνομία, τα δικαστήρια και τις φυλακές. Και όσο υπονόμευε τις αξίες τις αλληλεγγύης και της συνεργασίας, τόσο αποθέωνε την ατομική ευθύνη.

Αντί να μειώσει το κράτος, ο νεοφιλελευθερισμός απλώς άλλαξε την αναλογία στο εσωτερικό του, υπέρ του κατασταλτικού του βραχίονα. Και αντί να διευρύνει τις ελευθερίες των ατόμων, όπως υποσχέθηκε, διάβρωσε το ίδιο το έδαφος της ελευθερίας, είτε στη θετική της εκδοχή, συρρικνώνοντας τις κοινωνικές ευκαιρίες για την ανάπτυξη των ατόμων, είτε στην αρνητική, οδηγώντας στην παραβίαση πολλών ατομικών δικαιωμάτων από την αστυνομία.

Στο νεοφιλελεύθερο ιδεολογικό σύμπαν άλλωστε, η αγορά παρουσιάζεται ως η ουδέτερη αρένα όπου τα άτομα δοκιμάζουν τα ταλέντα και τις δυνάμεις τους: οι ικανοί και οι σκληρά εργαζόμενοι πετυχαίνουν, οι τεμπέληδες και όσοι κάνουν λάθος επιλογές αποτυγχάνουν, αλλά δεν έχουν παρά μόνο τον εαυτό τους να κατηγορήσουν.

Με δεδομένη λοιπόν τη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία δεν ήταν τυχαίο που οι περισσότερες κυβερνήσεις, με πρώτη και καλύτερη αυτή του Μητσοτάκη, στάθηκαν απρόθυμες να πάρουν μέτρα ενίσχυσης της δημόσιας υγείας, του κοινωνικού κράτους και των εργαζομένων, ενώ πρόκριναν, σχεδόν αντανακλαστικά, τα οριζόντια λοκντάουν, τη γενικευμένη επιτήρηση και τη στοχοποίηση ολόκληρων κοινωνικών ομάδων, απέναντι στην πανδημία.

Παράλληλα, όσο χειροτέρευαν οι επιδημιολογικές συνθήκες και αυξάνονταν οι νεκροί, τόσο μεγάλωνε και η πίεση για ακόμα περισσότερη καταστολή. Η αποτυχία της κυβέρνησης να ελέγξει το δεύτερο κύμα της επιδημίας, μεταφράζεται σε ανάγκη και επιταγή για νέα αυταρχικά μέτρα και τυφλή υπακοή σε όποιον είναι επιφορτισμένος να αντιμετωπίσει τη δραματική κατάσταση, δηλαδή το κράτος.

Τώρα προέχει η υγεία, όχι η δημοκρατία, φώναζαν όσοι έβλεπαν στις συμβολικές εκδηλώσεις για το Πολυτεχνείο μια υγειονομική βόμβα που έπρεπε ν’ αφοπλιστεί πάση θυσία. Και η κυβέρνηση έσπευσε να τους ικανοποιήσει με την πρωτοφανή απαγόρευση των συναθροίσεων σε όλη τη χώρα και 6.000 αστυνομικούς να κυνηγούν λίγες εκατοντάδες διαδηλωτές στην άδεια Αθήνα και ας τηρούσαν όλα τα μέτρα προστασίας.

Η επιτυχία και η σταθερότητα του νεοφιλελευθερισμού για τέσσερις και πλέον δεκαετίες, σε πείσμα, μάλιστα, της φτώχειας και της διάλυσης της κοινωνικής συνοχής που έχει επιφέρει, οφείλεται (και) στο ότι καταφέρνει να αξιοποιεί προς όφελός του τις απανωτές κρίσεις που ο ίδιος εν πολλοίς δημιουργεί. Η στρατηγική του πλέον, δεν είναι η επιβολή της τάξης, αλλά η διαχείριση της αταξίας και το τσάκισμα κάθε αμφισβήτησης της κυριαρχίας του, εν τη γενέσει της. Με δυο λόγια, το νεοφιλελεύθερο κράτος προκαλεί συνεχώς χάος για να εμφανιστεί στη συνέχεια ως το μόνο που μπορεί να προστατεύσει τους ανθρώπους από αυτό το χάος! Η (έκτακτη) κατάσταση εξαίρεσης τείνει να γίνει μόνιμη.

Ορμώμενοι από όλα αυτά, ο Ιταλός φιλόσοφος Τζόρζιο Αγκάμπεν και τμήματα της Αυτονομίας, επιχειρηματολογούν ότι οι κυβερνήσεις μεγεθύνουν προπαγανδιστικά τον κίνδυνο από την πανδημία και την εκμεταλλεύονται για να δημιουργήσουν έναν βιοπολιτικό ολοκληρωτισμό στο όνομα της προστασίας της ζωής, την οποία όμως την απογυμνώνουν προοδευτικά από κάθε τι που την καθιστά αξιοβίωτη.

Αδιαμφισβήτητα, ο προβληματισμός τους εκκινά από υπαρκτές τάσεις των κυβερνητικών πολιτικών διαχείρισης της πανδημίας. Οι τελευταίες όμως συναντούν ένα ανυπέρβλητο όριο: τις ανάγκες της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Τα απανωτά λοκντάουν και ο περιορισμός της κοινωνικής δραστηριότητας οδήγησαν σε τεράστια οικονομική κρίση που μεσοπρόθεσμα δημιουργεί και σοβαρά προβλήματα στην ίδια τη χρηματοδότηση του κράτους.

Επιπλέον, η ύφεση και η ανεργία, σε συνδυασμό με την εντεινόμενη καταστολή, αυξάνουν όλο και περισσότερο την κοινωνική δυσαρέσκεια σε σημείο η απόγνωση να απειλεί να υπερνικήσει τον φόβο. Αλλά τότε είναι που το πλήθος παύει να είναι το παθητικό αντικείμενο της βιοπολιτικής εξουσίας και μετατρέπεται σε χαοτικό υποκείμενο αντίστασης. Το είδαμε στις ΗΠΑ με τις μαζικές και παρατεταμένες διαδηλώσεις μετά την αστυνομική δολοφονία του Τζωρτζ Φλόιντ, το βλέπουμε τώρα στη Γαλλία με τις μεγάλες κινητοποιήσεις ενάντια στον νόμο που απαγορεύει την καταγραφή της αστυνομικής βίας.

Οι κυβερνήσεις λοιπόν είναι αναγκασμένες να βαδίζουν πάνω σε τεντωμένο σχοινί. Από τη μια καλούνται να διαχειριστούν τη σοβαρή απειλή για τη δημόσια υγεία, δίχως όμως να υπονομεύσουν το νεοφιλελεύθερο δόγμα της διαρκούς συρρίκνωσης του κοινωνικού κράτους προς όφελος του ιδιωτικού τομέα. Ούτε να δημιουργήσουν «υπερβολικές» προσδοκίες στις μάζες ως προς την οργάνωση της οικονομίας και τις ευθύνες του κράτους απέναντί τους. Για αυτό και προκρίνουν τη μετάθεση της ευθύνης στους πολίτες και την κατασταλτική πειθάρχηση των «απείθαρχων».

Από την άλλη, πρέπει πάση θυσία να επαναφέρουν τις καπιταλιστικές οικονομίες σε ανάπτυξη και ν’ αποκαταστήσουν την κερδοφορία του κεφαλαίου, οι οποίες απαιτούν την χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων και την «απελευθέρωση» της παραγωγής και της κατανάλωσης. Οι τελευταίες όμως οδηγούν σε νέα έξαρση της πανδημίας.

Έτσι, από το σκληρό λοκντάουν της Άνοιξης στην Ελλάδα, περάσαμε στο «Ανοίξαμε και σας περιμένουμε» του Καλοκαιριού. Και από το κυνήγι των «συνωστιζόμενων» νέων στις πλατείες των Μάη, οδηγηθήκαμε στα στοιβαγμένα αεροπλάνα, πλοία και νησιά τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, υπό τους πανηγυρισμούς της κυβέρνησης και των ΜΜΕ για το ελληνικό success story.

Το Ελληνικό Καλοκαίρι άλλωστε είναι a state of mind και η Ελλάδα, χάρη στη φωτισμένη ηγεσία του Μωυσή πρωθυπουργού της, νίκησε τον κορωνοϊό.

Δύο μήνες μετά, είμαστε και πάλι σε λοκντάουν, ενώ τα ΜΜΕ επαναλαμβάνουν το τροπάρι της ατομικής ανευθυνότητας των πολιτών που, μαζί με το «ερωτικό Καλοκαίρι» των νέων, έφεραν το δεύτερο κύμα της πανδημίας. Δεν παύουν όμως να προαναγγέλλουν ξανά και ξανά το «άνοιγμα» της οικονομίας και την έλευση του εμβολίου που σαν από μηχανής Θεός, θα μας λυτρώσει από το κορωνομαρτύριο.