Είναι η περιοχή των Μηντλαντς και της βόρειας Αγγλίας που κοντά έναν αιώνα τώρα ψήφιζε Εργατικούς κι αριστερότερα, αυτή είναι το Κόκκινο Τείχος, Labour’s Red Wall ή Labour’s Heartland. Βρίσκομαι στην καρδιά της, στο Νιου Μιλλς, τόπο της μεγάλης «αλήτικης» εργατικής αντίστασης του 1932, που τραγούδησαν οι Chumbawamba και ο λαϊκός βάρδος της Αλητείας. Κατευθείαν εδώ, από το πάρτυ του Μπρέξιτ, εδώ που οι Εργατικοί έχασαν τα αυγά και τα πασχάλια στις τελευταίες εκλογές. Οι τίτλοι των εφημερίδων, των περιοδικών, μιλούσαν για «το γκρέμισμα του Κόκκινου Τείχους», το «Τείχος που έπεσε», που «γκρεμίστηκε» – fallen, demolished, crumbled. Εδώ που οι εξορύξεις και η βιομηχανία άνθισαν, που η εργατική τάξη της Μ. Βρετανίας έδωσε μερικές από τις μεγαλύτερες μάχες της, εδώ η υπόθεση του Brexit έκανε τον κόσμο να στραφεί στους Συντηρητικούς, ακόμη κι αν η λοιπή ατζέντα δεν τον ενδιαφέρει.

Αν στο Κεντ οι διανοούμενοι έκαναν λόγο για αυτολογοκρισία, εδώ τα πράγματα είναι διαφορετικά, όλοι μιλούν, θέλουν να μιλήσουν, το θέμα τους αφορά. Και με ένα χιούμορ τόσο εγγλέζικο, που σπάει κόκκαλα. Σαν της Υβόννης, που μου λέει πως, όταν το αφεντικό της, που ξέρει το πολιτικό της παρελθόν, τη ρώτησε πως και ήταν με το Μπρέξιτ, του απάντησε: «Δεν τα εμαθες; μα, γιατί είμαι γριά, αμόρφωτη και ρατσίστρια!». Μου το λέει και σκάμε στα γέλια – είναι μια υπέροχη, δημοκρατική γυναίκα, στα 40 της, με πανεπιστημιακές σπουδές. Και ξέρει πολύ καλά πως να αντιμετωπίσει τα στερεότυπα. Οπως και ο νέος μου ινδός φίλος, ο 60χρονος κύριος Σαράζ, μικρομαγαζάτορας στο Μάντσεστερ, που δουλεύει ως αργά, που δεν αφήνει το γραφείο του αφού δεχθεί να μου μιλήσει, αλλά προτιμά να είναι μπροστά στον υπολογιστή «γιατί έχει ακόμη κάτι πραγματάκια να κάνει». Πικραμένος ψηφοφόρος των Εργατικών, υποψιάζομαι.

Ήρθε εδώ στα 10 του χρόνια, με τους γονείς του, τότε, τη δεκαετία του 60 και του 70, που πολλοί ασιάτες έφτασαν, φτηνά εργατικά χέρια, στην βιομηχανική περιοχή εδώ, που άνθιζε. Κι έριξε άγκυρα. Και είναι Bρετανός, το τονίζει. Και Brexiteer. Και γράφει ωραία στο βίντεο. Χαιρετιόμαστε, με ευχαριστεί, ευγενικός και μοσχομυριστός, πριν κλειδώσει το μαγαζί και πάει για ξεκούραση.

Η εργατική τάξη το σαββατόβραδο πάει για μπύρες. Κι εγώ μαζί. Είμαι στην καρδιά του Mass Trespass του 1932, είπαμε, που το τραγούδησαν οι Chumbawamba και που έγινε ύμνος των ramblers σε δύο ηπείρους, γιατί ακόμη και για το δικαίωμα στο περπάτημα στη φύση έπρεπε να αγωνιστούμε, να φυλακιστούμε, να περάσουμε τα μύρια όσα, της γης οι κολασμένοι. Η μνήμη, εδώ, είναι ζωντανή.

Brexiteers και Remainers εδώ δεν χωρίσαν τις παμπ – το παράξενο είναι, όμως, πως και και κάποιοι Remainers μου λένε πως, αν ξαναψήφιζαν σήμερα θα ψήφιζαν υπέρ του Brexit, γιατί τους ενόχλησε πολύ η έλλειψη δημοκρατίας. Ο Οζζυ, κατά κόσμον Κόλιν Οσμπορν, 55άρης σήμερα και εκ νεότητος χεβυμεταλάς που του κόλλησαν από το σχολείο το παρατσούκλι κι όλοι τον φωνάζουν Οζζυ, μηχανικός, είναι χαρακτηριστική περίπτωση. Μου λέει όλα τα κουτσομπολιά και τα αστεία από την εποχή του σχολείου, μου δείχνει χωρίς να το ξέρει πως το τραύμα του Brexit εδώ αρχίζει ήδη να θεραπεύεται, χάρη στον υπάρχοντα κοινωνικό ιστό. Ο φίλος του ο νεκροθάφτης, που λέει πως είμαι a woman after his own heart και με κάνει κρυφά να φτύνω τον κόρφο μου, ήξερε από το δημοτικό πως άμα μεγαλώσει θα γίνει νεκροθάφτης, μου λέει. Όλοι τον κοροϊδεύανε, αλλά ήταν παιδί με στόχους! Η παρέα πίνει μπύρες και γελά, οι αναμνήσεις κάνουν το κλίμα ανάλαφρο, τόσο διαφορετικό από του διανοούμενου νότου. Το ίδιο και στο μαγαζί με «το καλύτερο ψάρι με πατάτες [fish and chips]» στην περιοχή, το Crispy cod, όπου ο μαγαζάτορας μιλά για την πτώση που περιμένει στην τιμή του ψαριού κι ο remainer πελάτης πειράζει τον ωραίο νεαρό υπάλληλο ότι τώρα πια είναι σκέτος muscles κι όχι muscles from Brussels [πως να τα μεταφράσω αυτά τα αστεία δεν ξέρω…].

Η τιμή του ψαριού θα πέσει όντως, λένε όλες οι προβλέψεις. Κι οι ψαράδες θα ξαναβγούν στη δουλειά – θυμήθηκα το «σε ποιά γλώσσα θα ψαρεύουν;» του Χάρυ Κλυν, σε κείνη την παλιά κασέτα για την τότε ΕΟΚ. Εδώ δεν ψαρεύουν σε καμμία, λόγω των ποσοστώσεων – και τώρα ετοιμάζονται να γυρίσουν στις θάλασσες. Τα ίδια έλεγαν και στην μεγάλη ψαραγορά του Λονδίνου, σε κάποιο παλαιότερο ρεπορτάζ, είναι δύο άξονες της οικονομίας, το ψάρεμα και τα λαϊκά φαγάδικα που ελπίζουν.

Ο ιδιοκτήτης, ο Ντέηβιντ, ρωτάει πως θέλω να ετοιμάσουν τη μερίδα μου. Το ψάρι με ξύδι και αλάτι μόνο. Και τα τσιπς το ίδιο. Επιστροφή στην παράδοση, του λέω. Γελάμε όλοι.