Κανείς δεν την έλεγε με όλο το όνομά της, κανείς έξω από την οικογένειά της και το στενό της κύκλο δεν την φώναζε Ρουθ. Η 87χρονη Κυρία Δικαιοσύνη, Madam Justice, που έφυγε από τη ζωή την Παρασκευή, η Ρουθ Μπάντερ Γκίνσμπεργκ ήταν για όλους τους άλλους η Ερ Μπι Τζι. Διανοούμενη, νομικός, δικαστής και ανώτατη δικαστής- εκεί πια ως madam Justice – ήταν εκείνη που στάθηκε, ακριβώς από αυτές τις θέσεις, αρωγός και στήριγμα του νομικού, νομοθετικού και δικαστικού αγώνα για τα δικαιώματα των γυναικών και των ΛΟΑΤΚΙ+ στις ΗΠΑ.

Όταν η RBG ξεκινούσε την καριέρα της, οι γυναίκες δικηγόροι ήταν 3% του συνόλου των δικηγόρων και από τους 10.000 δικαστές των ΗΠΑ μόνον 200 ήταν γένους θηλυκού. Η νομική επιστήμη ήταν ένα καθαρά ανδρικό προπύργιο – όπως και το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, το μεγάλο ανδρικό λευκό προπύργιο, που μόλις το 1967 θα δεχθεί έναν μαύρο άνδρα μεταξύ των μελών του (τον Θέργκουντ Μάρσαλ).

«Επί 130 χρόνια τώρα, οι γυναίκες δεν μετρούν μεταξύ εκείνων που περιλαμβάνονται στο «Εμείς ο Λαός» (We the people, Σύνταγμα των ΗΠΑ)… Μόλις το 1971, με την υπόθεση Ρηντ εναντίον Ρηντ, ένα δικαστήριό μας αποφάσισε υπέρ μιας γυναίκας που η Πολιτεία της της αρνούνταν την ίση προστασία του νόμου»

Η πρώτη της επαφή με το γυναικείο ζήτημα, ήταν νομική. Το 1971 ανέλαβε και γράψει την νομική θέση της κας Σάλλυ Ρηντ, που ζητούσε να αναλάβει εκείνη την επιστασία της περιουσίας του γιού της, που μόλις είχε χάσει. Το ίδιο ζητούσε και ο πρώην σύζυγός της – ο οποίος, σύμφωνα με τους νόμους του Άινταχο, όπου ζούσαν, σε θέματα περιουσίας «όφειλε να προτιμηθεί ως άνδρας έναντι μιας γυναίκας» (males must be preferred to females).

Η υπόθεση εκείνη, η Ρηντ εναντίον Ρηντ, έμελε να πάρει ιστορικές διαστάσεις. Έφτασε στο ανώτατο δικαστήριο, το οποίο αποφάσισε ότι ο νόμος του Άινταχο ήταν αντισυνταγματικός. Ως τότε, όπως έγραψε αργότερα η RBG, «τέτοιοι νόμοι δε θεωρούνταν αντίστοιχοι των νόμων κατά των αφροαμερικάνων που όριζαν ότι αυτοί όφειλαν να κάθονταν στις πίσω θέσεις των λεωφορείων. Αντιθέτως, θεωρούνταν νόμοι τιμητικοί για τις γυναίκες, που τις άφηναν ανεβασμένες στο βάθρο τους. Για την ακρίβεια ένα κλουβί που οι άντρες έβλεπαν σαν βάθρο». Όχι ο δικός της άνδρας. Ο Μάρτιν Γκίνσμπεργκ, συμφοιτητής της στη νομική του Χάρβαρντ, που μόλις είχε αρχίσει να δέχεται και γυναίκες, ήταν το στήριγμά της όσο αντιμετώπιζε τις διακρίσεις εις βάρος της, ως γυναίκα, σε κάθε στάδιο της πορείας της. Ως φοιτήτρια έγινε μητέρα, μετακόμισαν στην πατρίδα της, τη Νέα Υόρκη, και με τη στήριξή του – την οποία η ίδια ανέφερε πάντα- ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο Κολούμπια.

Μπορεί να τελείωσε πρώτη στην τάξη της, αλλά κανείς δεν ήθελε να πάρει στη φίρμα του μια γυναίκα δικηγόρο. Ο δρόμος της ήταν η διδασκαλία, στο Ράτγκερς, ένα φημισμένο πανεπιστήμιο, και η ειδίκευσή της οι διακρίσεις και ο νόμος. Άρχισε να διδάσκει το 1963, στα 30 της, και ήταν ήδη καθηγήτρια με δική της έδρα στα 36 της. Το 1972 γίνεται η πρώτη γυναίκα καθηγήτρια με δική της έδρα στην ιστορία του πανεπιστημίου Κολούμπια. Παράλληλα, εντάσσεται και εργάζεται ως νομικός, στην Ένωση Πολιτικών Δικαιωμάτων των ΗΠΑ ( American Civil Liberties Union, ACLU), για να βρεθεί γρήγορα στη θέση της διευθύντριας του τμήματος για το γυναικείο ζήτημα, τα δικαιώματα των γυναικών. Είναι αφιερωμένη στον αγώνα. Σε μία συνέντευξή της θα πει: «Ο μόνος περιορισμός που δέχομαι στη ζωή μου, είναι αυτός του χρόνου. Δεν πρόκειται να περιορίσω τη δράση μου για να τους αρέσω». Αναλάμβανε επιμόνως όλες τις υποθέσεις που αφορούσαν διακρίσεις με βάση το φύλο. Και τις υπερασπιζόταν, και τις κέρδιζε, μία μετά την άλλη «πλέκοντας το πουλόβερ της δικαιοσύνης κόμπο κόμπο», μπροστά σε άντρες δικαστές. «Κοιτούσα τις υποθέσεις και σκεφτόμουν, είναι άντρες και η λέξη που βλέπουν είναι σεξ, σεξ, σεξ [αγγλικά και το σεξ και το φύλο]. Αποφάσισα ότι έπρεπε να τους κάνω να σκεφτούν την ουσία». Ήταν ακόμη μια πρωτιά της: καθιέρωσε τον όρο gender discrimination, έναν όρο που θα έφευγε σχετικά γρήγορα από τα όρια του γυναικείου ζητήματος για να υπηρετήσει και άλλους καταπιεσμένους, στο πλευρό των οποίων επρόκετο να σταθεί η Ρουθ, από κάθε θέση της διαρκώς ανοδικής πορείας της. Κάτι ιδιαίτερα σημαντικό σε μια χώρα σαν τις ΗΠΑ, όπου ο νόμος αντικαθιστά, σε αρκετές περιπτώσεις, τον ανύπαρκτο κοινωνικό ιστό.

Ως ανώτατη δικαστής, μόλις η δεύτερη γυναίκα στην ιστορία Ανώτατου Δικαστηρίου, τοποθετημένη από τον Μπιλ Κλίντον, συνέχισε την ίδια πορεία. Την θεωρούσαν φιλελευθέρων απόψεων, κάτι που η ίδια δεν αρέσκονταν να ακούει.
Ο δρόμος της RBG ήταν όχι ο νόμος μα η Δικαιοσύνη.

«Δεν είμαι ούτε φιλελεύθερη ούτε συντηρητική. Απλώς πιστεύω σε μια Δικαιοσύνη που δικάζει την κάθε περίπτωση ως μοναδική χωρίς να στηρίζεται σε κανένα χαρακτηριστικό από γεννησημιού. Η απόφαση είναι συνολική σε κάθε δικαστήριο, οφείλεις να ακούς και λαμβάνεις υπ’ όψιν άπαντες».

Η μόνη απόφασή της, που πολλοί κατακρίνουν σήμερα, μόλις μια μέρα μετά το θάνατό της, ήταν η άρνησή της να παραιτηθεί, ήδη άνω των 80 ετών, όταν της το ζήτησε ο τότε πρόεδρος Μπάρακ Ομπάμα, ώστε να μπορέσει να μπει στη θέση της κάποιος νεώτερος φιλελεύθερος δικαστής.

Έτσι, σήμερα, ο Ντόναλντ Τραμπ έχει την δυνατότητα, ούτε δύο μήνες πριν τις εκλογές, να στρέψει ακόμη περισσότερο υπέρ των συντηρητικών (σχεδόν ακροδεξιών) την πλάστιγγα στο τόσο σημαντικό για τις ΗΠΑ αυτό δικαστήριο. Όποιος διοριστεί από τον Τραμπ – τρίτος δικαστής που θα διορίσει στη διάρκεια αυτής της θητείας του, με τις ευλογίες της Ρεπουμπλικανικής στην πλειονότητά της Γερουσίας- θα μεταβάλει την πλειοψηφία σε έξι προς τρία. Με την παρουσία της RBG και τους δύο διορισμούς από τον Τραμπ (Νηλ Γκόρσατς και Μπρετ Κάβανο) η σχέση ήταν πέντε έναντι τεσσάρων και κάποιες ιδιολογικές ισορροπίες κρατούνταν. Γι’ αυτό και το ζήτημα – καθαρά πολιτικό έτσι κι αλλοιώς στις ΗΠΑ – έχει μπει ήδη, πριν καν την κηδεία της στο Άρλινγκτον της Βιργινίας των ΗΠΑ, στην προεκλογική ατζέντα, ενώ προεξοφλείται ότι ο Τραμπ θα επιλέξει γυναίκα.

Γνωρίζοντας το πολιτικό παιγνίδι που θα παιζόταν σε περίπτωση θανάτου της, και βλέποντας ότι αυτή τη μάχη με τον καρκίνο (την τρίτη τα τελευταία 20 χρόνια) δεν θα την κέρδιζε, η RBG υπαγόρευσε δήλωση στην εγγονή της, λίγο πριν πεθάνει, τονίζοντας πως «επιθυμεί θερμά να μην τοποθετηθεί αντικαταστάτης της πριν εκλεγεί νέος πρόεδρος». Ο Τραμπ, που την μισούσε και προσπαθούσε να υποβαθμίζει, μάλλον δεν θα της κάνει το χατήρι.

 

Για το άρθρο χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από το Reuters, το New Yorker και το ντοκυμανταίρ RBG