Ρίτσαρντ Πένιμαν, Λιτλ Ρίτσαρντ: Θεμέλιος Λίθος. Δεν υπάρχουν άλλες λέξεις που να μπορούν να περιγράψουν όσα σημαίνει για το RnR – μεταξύ μας, αρκεί να αναφέρει κανείς το όνομά του για να καθορίσει τη συγκλονιστική του προσφορά – είναι η καλύτερη περιγραφή που έχουμε για το θηρίο της μουσικής που υπήρξε, και που έφυγε σήμερα από τη ζωή, στα 87 του χρόνια.

https://www.youtube.com/watch?v=LVIttmFAzek

Μας χάρισε πάνω από επτά δεκαετίες μουσικής, κορίτσια σαν τη Λουσίλ και τη Λονγκ Τωλ Σάλλυ, μεγαλοφυείς ανοησίες σαν το Τούτυ Φρούτυ. και στόλισε τις σκηνές του κόσμου με μία από τις πιο χαρισματικές προσωπικότητες περφόρμερ, με επιρροή που λίγοι είχαν στην ιστορία και εξέλιξη του RnR και όλης της μουσικής παραγωγής, από κει και πέρα. Το δαιμονισμένο του πιάνο, που χτυπούσε με πόδια και χέρια, και η χαρακτηριστική του φωνή, που τη χρησιμοποιούσε μοναδικά, η σκηνική του παρουσία και η συνθετική του ιδιοφυία, του χάρισαν, και δίκαια, το παρατσούκλι του Αρχιτέκτονα του RnR, το οποίο έφερε με περηφάνεια. Και αυτό που έχτισε, μαζί με τον Τσακ Μπέρυ – οι δύο τους αποτελούν χωριστή κατηγορία, με μόνο τον Έλβις “Ρίτσαρντ Είσαι ο Μέγιστος” Πρίσλεϋ, να τους ξεπερνά σε επιρροή – φέροντας όχι μόνο τη μουσική αλλά και την καθαρόαιμη μαύρη περφόρμανς στο λευκό κοινό, δίνει ακόμη και σήμερα τους πλούσιους καρπούς. Οι δύο τους, άλλωστε, έχουν αναγνωριστεί από τους Ιστορικούς των ΗΠΑ ως σημαντικοί και για τη χειραφέτηση των Αφρομερικάνων, λόγω της διάδοσης και επιρροής του έργου τους.

Αν η πρώτη μεγάλη αναγνώριση ήρθε από την ιστορική φουρνιά των πιονιέρων – όλοι έχουν πει τα τραγούδια του, ο Έλβις, ο Μπάντυ Χόλλυ, ο Τζέρρυ Λη, ο Τζην Βίνσεντ, ο Έντυ Κόχραν- δεν υπήρξε γενιά που να μην του αποδώσει φόρο τιμής. Από το Σαμ Κουκ και τον Οτις Ρέντινγκ, τον Τζέημς Μπράουν – που του απέδωσε όχι μόνο κάθε έμνευσή του αλλά και τα γεννητούρια του φανκ-, τους Μπητλς (πρώτη δημόσια εμφάνιση με το Long Tall Sally, πρώτος που ευχαρίστησαν εισερχόμενοι στο RnR Hall of Fame) και τους Στόουνς (“το πρώτο μας ίνδαλμα”), το Ρέυ Τσάρλς, το Τζώννυ Οτις, τον Μπομπ Ντύλαν, τον Τζίμυ Χέντριξ, ως το Λου Ρηντ, τον Ντέηβιντ Μπάουι («ήταν σαν να ακούω το Θεό»), τον Έλτον Τζων, τον Φρέντυ Μέρκιουρυ, μια σειρά πανκ ήρωες, το Μάικλ Τζάκσον και τον εκσυγχρονισμένο «κλώνο» του, τον Πρινς, ήταν όλοι τους παιδιά του, και το τόνιζαν σε κάθε ευκαιρία.

Πέρα από την τεράστια μουσική του επίδραση και την προσφορά του στην χειραφέτηση των Αφροαμερικάνων, η πολύπλοκη, αλλά πάντα παρούσα και έντονη, σεξουαλικότητά του, που έγινε άλλοτε βραχνάς και άλλοτε απελευθερωτική δύναμη για τον ίδιο, ήταν μία ακόμη μεγάλη προσφορά. Η ίδια του η παρουσία, η κίνηση, το μακιγιάζ, το ντύσιμο, αμφισβητούσαν την εικόνα του ματσό μαύρου άνδρα και έβαζαν σε πρώτο πλάνο αισθητική συνδεδεμένη με την – τότε ταμπού, παράνομη και θεωρούμενη ως ψυχασθένεια- ομοφυλοφιλία. Και αν ο ίδιος έζησε τη σεξουαλικότητά του άλλωστε ως δώρο κι άλλοτε ως κατάρα, η επιρροή του στην απελευθέρωση της ομόφυλης επιθυμίας υπήρξε και παραμένει ιστορικών διαστάσεων.

Επί του Προσωπικού

Στη συναυλία του Γκάλαχερ, μαθητούδι, δεύτερη της ζωής μου σημαντική συναυλία, θυμάμαι ακόμη το ανκορ. Τη Λουσίλ. Τη μία και μοναδική Λουσίλ – αυτή που βάφτισε και την κιθάρα του Μπι Μπι Κινγκ, υποψιάζομαι, αυτή που μας έκανε όλους να ανακαλύψουμε τι σημαίνει ροκενρολ και βύθισε στην ανησυχία γενιές γονέων – Λουσιλ, everything your parents hate about RnR, για να παραφράσω το Τζόναθαν Ρίτσμαν.

Στη συναυλία του Γκάλαχερ. Την ιερή ώρα του φόρου τιμής στους λόγους που τον έκαναν να αγαπήσει και αναζητήσει το Ροκενρολ – τι άλλο μπορεί να είναι ένα ανκορ με τη Λουσιλ; Εκεί, λοιπόν. Ειχα σκαρφαλώσει στα κάγγελα, μικρή το δέμας, όπως και ο Λιτλ Ρίτσαρντ, και χτυπιόμουν – γύρισα σπίτι με τα πόδια, με την τότε παρέα, αυτο-μελανιασμένη… Το θυμάμαι ολοζώντανο. δε θυμάμαι κανένα άλλο τραγούδι εκείνης της βραδιάς έτσι – θυμάμαι ποιά είπε, δε θυμάμαι όμως πως, δε θυμάμαι την κιθάρα, τη φωνή, την αίσθηση, τη γιορτή που ήταν η Λουσίλ… Με τη Λουσίλ λοιπόν τον αποχαιρετώ, και με λίγες λέξεις, τόσο φτωχές μπροστά του…

Λοιπά βιογραφικά

Ο Λιτλ Ρίτσαρντ γεννήθηκε ως Ρίτσαρντ Γουέην Πένιμαν στον αμερικάνικο νότο, και συγκεκριμένα στο Μέκον της Τζώρτζια, το 1932. Ήταν ένα από τα 12 παιδιά του πιστού βαπτιστή οικοδόμου Τσαρλς Πένιμαν και της επίσης βαθιά πιστής συζύγου του, Λήβα Μέυ. Το παρατσούκλι «ο μικρός» του το κόλλησαν πολύ νωρίς, καθώς ήταν πάντα μικροκαμωμένος. Ξεκίνησε, όπως γενιές μαύρων μουσικών, να τραγουδά στην εκκλησία όπου πήγαινε η οικογένειά του – θα ξαναγύριζε στο γκόσπελ σε διάφορες φάσεις της ζωής του, μονίμως βασανιζόμενος από την βαθιά ενοχική, τότε, σχέση της πίστης του με τη σεξουαλική του ταυτότητα. Κακός μαθητής και πολυτάλαντος μουσικός, βγήκε στη σκηνή ήδη από τα 15 του χρόνια, υπό την καθοδήγηση της θρυλικής Ροζέτα Θαρπ, που τον ανέδειξε σε μόνιμη υποστήριξη (support) των δικών της παραστάσεων, με πλήρη και κανονική (ενηλίκου) αμοιβή. Από τους μουσικούς που συνάντησε τότε «έκλεψε» στοιχεία της εμφάνισής τους και τα πάντρεψε με τη δική του προσωπική, αμφίφυλη, αισθητική, δημιουργώντας την εκρηκτική προσωπικότητα που θα άλλαζε τη μουσική για πάντα.

https://www.youtube.com/watch?v=u0Ujb6lJ_mM