του Greg Grandin*
Χωρίς αποδεικτικά στοιχεία, η αντιπολίτευση διατυμπάνιζε ότι τελούνται απάτες και κάλεσε σε διαδηλώσεις, οι οποίες εξελίχθηκαν σε βίαιες συγκρούσεις. Οκτώ τσαβιστές δολοφονήθηκαν. Λίγους μήνες αργότερα, το 2014, θανατηφόρες διαδηλώσεις είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο περισσότερων από σαράντα ανθρώπων, η πλειοψηφία των οποίων ήταν τσαβιστές ή κυβερνητικοί υπάλληλοι. Τρία χρόνια οικονομικής κρίσης συνέβαλαν στην επιδείνωση των κοινωνικών ανισοτήτων.
Καθώς στέκονται στην ουρά κυβερνητικών καταστημάτων για ώρες, περιμένοντας να προμηθευτούν τα αναγκαία αγαθά, οι φτωχοί άνθρωποι των υποβαθμισμένων συνοικιών που βρίσκονται στις παρυφές του λόφου, μπορούν να δουν τους γερανούς που δουλεύουν ακάματα στις πιο πλούσιες περιοχές της πόλης. Οι επενδυτές, επωφελούμενοι από ένα υπερτιμημένο νόμισμα, δρομολογούν μια έκρηξη ανοικοδόμησης πολυτελών κτιρίων, όπως αυτή που περιέγραφε ότι αντίκρισε ο Τσάβες, όταν επισκέφθηκε για πρώτη φορά το Καράκας στις αρχές της δεκαετίας του 1970.
Ένας νέος γύρος διαδηλώσεων και αντιδιαδηλώσεων βρίσκεται τώρα σε εξέλιξη, με αποτέλεσμα, μέχρι στιγμής, άλλες εξήντα ή και παραπάνω δολοφονίες διαδηλωτών και από τις δύο πλευρές. Η βία στη Βενεζουέλα είναι πλέον αυτοπροωθούμενη. Η αντιπολίτευση, της οποίας εξακολουθούν να ηγούνται σε μεγάλο βαθμό οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ, είναι διαιρεμένη ανάμεσα στους μετριοπαθείς -πολλοί από τους οποίους έχουν υιοθετήσει τη γλώσσα των κοινωνικών δικαιωμάτων του τσαβισμού- και τους φανατικούς δεξιούς, που πιστεύουν ότι αγωνίζονται εναντίον του Αρμαγεδδώνα.
Οι αντικυβερνητικοί ηγέτες δεν μπορούν να ακυρώσουν το κάλεσμα τους σε διαμαρτυρίες, ανεξάρτητα από το πόσο βίαιες αυτές γίνονται, καθώς αυτό θα εξασθένιζε την εξουσία των ηγετών. Η επιστροφή στην ηρεμία θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα σενάριο, όπου οι μετριοπαθείς διαπραγματεύονται μια συμφωνία που δεν περιλαμβάνει την πλήρη εξολόθρευση του τσαβισμού (το μόνο αποδεκτό αποτέλεσμα για τους φανατικούς).
Οι συγκρουσιακές διαδηλώσεις πρέπει να συνεχιστούν για να διατηρήσουν τη δύναμή τους. Οι διαδηλωτές στοχοποιούν τους καταπιεστικούς θεσμούς του κράτους, πυροβολώντας και εκτοξεύοντας πέτρες και μολότοφ στις δυνάμεις ασφαλείας, ελπίζοντας ότι θα προκαλέσουν μια βίαιη απάντηση, η οποία έπειτα θα υπερπροβληθεί από τα διεθνή πρακτορεία ειδήσεων.
Αλλά επικεντρώνονται, επίσης, και στις κρατικές εγκαταστάσεις, καταστρέφοντας ιατρικά κέντρα και διακόπτοντας τη διανομή τροφίμων. Πριν από έναν μήνα, ένα σπίτι στην Μπαρίνας, την πόλη όπου κατοικούσε κάποτε η οικογένεια Τσάβες, πυρπολήθηκε. Ο στόχος είναι ξεκάθαρος: να αποκοπεί τόσο το δεξιό (καταπιεστικό) όσο και το αριστερό (κοινωνικό και συμβολικό) χέρι του κράτους, ώστε να καταστεί ανίκανο.
Από την πλευρά του, ο Μαδούρο διατηρεί κάποια υποστήριξη στους δρόμους, στην κυβέρνηση και στις τάξεις των στρατιωτικών. Στις δημοσκοπήσεις, τα ποσοστά του είναι χαμηλά, αν και όχι πολύ χειρότερα από αυτά των προέδρων της Βραζιλίας και της Κολομβίας. Διαθέτει, ωστόσο, λιγότερους πόρους από τον προκάτοχό του, υστερώντας σε σχέση με τον Τσάβες όχι μόνο στα έσοδα από το πετρέλαιο, αλλά και σε ηγετικό χάρισμα, χιούμορ και πολιτική ικανότητα.
Ο Μαδούρο, ανίκανος να τερματίσει την κρίση, συμμαχεί όλο και περισσότερο με τις προνομιούχες τάξεις εναντίον των λαϊκών μαζών. Οι δυνάμεις ασφαλείας του αποστέλλονται τακτικά σε φτωχιές γειτονιές για να καταστείλουν τους μαχητικούς ακτιβιστές με το πρόσχημα της καταπολέμησης της εγκληματικότητας. Έχοντας χάσει την πλειοψηφία στο Κογκρέσο, η κυβέρνηση -υπό τον φόβο ότι δεν θα μπορέσει να κερδίσει στις κάλπες όπως κέρδιζε ο Τσάβες- ακύρωσε τις περιφερειακές εκλογές που θα διεξάγονταν τον περασμένο Δεκέμβριο (αν και τώρα φαίνεται να είναι εκ νέου στο πρόγραμμα). Ο Μαδούρο συγκάλεσε μια αναθεωρητική συνέλευση για να γράψει ένα νέο Σύνταγμα, με στόχο θεωρητικά την κατοχύρωση της δύναμης των κοινωνικών κινημάτων, αν και είναι απίθανο να μειώσει την πόλωση στη χώρα.
Οι πορείες και οι αντιπορείες είναι συνήθως ένα σημάδι ότι η Ιστορία βρίσκεται εν κινήσει, ότι κάποιου είδους αλλαγή έρχεται. Αλλά η Βενεζουέλα μένει στάσιμη. Διαπραγματεύσεις μεταξύ της κυβέρνησης και των αντιπάλων της ανακοινώνονται και μετά ακυρώνονται. Το Βατικανό λέει ότι θα μεσολαβήσει, και ο Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών λέει ότι θα παρέμβει, αλλά τίποτα δεν συμβαίνει. Και οι δύο πλευρές, όπως φαίνεται, τρέμουν ολόκληρες καθώς αναμένουν τις λαϊκές συνοικίες της εργατικής τάξης να καταθέσουν την ετυμηγορία τους. Οι αντικυβερνητικές δυνάμεις τούς έχουν καλέσει να συμμετάσχουν στις διαμαρτυρίες τους, ενώ τους ενθάρρυναν ακόμη και να λεηλατήσουν και να κάνουν πλιάτσικο.
Αυτά τα καλέσματα, ως επί το πλείστον, πήγαν στο βρόντο. Όπως τόνισε ο ιστορικός Αλεχάντρο Βελάσκο, ο Τσάβες αναγνώρισε αυτούς τους ανθρώπους σε ένα πρωταρχικό επίπεδο, αναγνωρίζοντάς τους ως πολίτες με λογικές απαιτήσεις και θεμελιώδη δικαιώματα. Σε αντάλλαγμα, εκείνοι έδωσαν το «παρών» ξανά και ξανά στους δρόμους και τις κάλπες για να υπερασπιστούν τη μπολιβαριανή επανάσταση. Αντιθέτως, οι αντικυβερνητικές δυνάμεις τούς θέλουν ως δυνάμεις κρούσης που θα σπάσουν το αδιέξοδο.
Ο Μαδούρο μπορεί να έχει χάσει την καλή τους θέληση, αλλά τα κοινωνικά κεκτημένα που κερδήθηκαν κατά την ακμή του τσαβισμού – σχολεία, κέντρα διανομής τροφίμων, ιατρικά κέντρα, υπηρεσίες φροντίδας – εξακολουθούν να λειτουργούν σε αυτές τις γειτονιές κι ακόμα κι αν οι κάτοικοί τους δεν υποστηρίζουν με πολλή θέρμη την κυβέρνηση, δεν είναι και έτοιμοι να την ανατρέψουν.
Εν τω μεταξύ, ο Τσάβες, στο θάνατο όπως τη ζωή, συνεχίζει να υπερβαίνει την πόλωση. Σύμφωνα με μια πρόσφατη δημοσκόπηση, το 79% τον ψήφισε ως τον καλύτερο πρόεδρο που είχε ποτέ η χώρα. Μια μικρότερη μεν, αλλά πάντα μεγάλη πλειοψηφία λέει ότι ο Τσάβες ήταν ο πιο δημοκρατικός και αποτελεσματικός αρχηγός της Βενεζουέλας.
*Ο Greg Grandin είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Το παρόν άρθρο αποτελεί απόσπασμα από το κείμενο του “Down from the Mountain”, το οποίο δημοσιεύτηκε στο London Review of Books.