του Διονύση Σκλήρη

Περιμένουμε τις αμερικανικές εκλογές της 8ης Νοεμβρίου συχνά με την απεγνωσμένη διαπίστωση ότι συγκρούονται αφενός ένας υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών με λόγο δημαγωγικό και κατά καιρούς ρατσιστικό υποστηριζόμενο από ένα θεατρινίστικο ύφος με όλη την αυτοπεποίθηση του πετυχημένου επιχειρηματία, και, αφετέρου, μία υποψήφιος των Δημοκρατικών με ιστορικό στην υποστήριξη δυναμικών αμερικανικών επεμβάσεων στο εξωτερικό, που εγείρει ανησυχίες για την παγκόσμια ειρήνη σε περίπτωση εκλογής της. Παρά την εύλογη απελπισία, ή, μάλλον, λόγω ακριβώς αυτής της εύλογης απελπισίας, είναι κατάλληλος καιρός τώρα να λάβουμε μια πιο αποστασιοποιημένη ματιά, προσπαθώντας να κατανοήσουμε λόγους που φτάσαμε ως εδώ.
 
Στην προσέγγισή μας θα επικεντρώσουμε στο «τοπίο» όπου διεξάγεται η εκλογική αναμέτρηση, ένα τοπίο γεωγραφικό, γεωπολιτικό, τεχνοφυσικό, αλλά και πνευματικό, το οποίο θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε (με κίνδυνο, βέβαια, κάποιας γενίκευσης ή υπερβολής) ως «μεταβιομηχανικό» (postindustrial). Σε ένα πρόσφατο βιβλίο του, ο Βρετανός γεωγράφος David Harvey αναλύει το πώς μία από τις κύριες αντιφάσεις του καπιταλισμού είναι μια ορισμένη νομαδικότητα με την οποία το κεφάλαιο καταστρέφει τους πλέον ανεπτυγμένους τόπους που το ίδιο δημιούργησε:

«Το κεφάλαιο πρέπει περιοδικά να ξεφεύγει από τους περιορισμούς που επιβάλλει ο κόσμος τον οποίο οικοδόμησε. Κινδυνεύει θανάσιμα να γίνει αρτηριοσκληρωτικό. Με λίγα λόγια, η οικοδόμηση ενός γεωγραφικού τοπίου που για μια εποχή ευνοούσε τη συσσώρευση κεφαλαίου γίνεται εμπόδιο για τη συσσώρευσή του την επόμενη εποχή. Επομένως, το κεφάλαιο πρέπει να υποτιμήσει μεγάλο μέρος του πάγιου κεφαλαίου στο υπάρχον γεωγραφικό τοπίο, προκειμένου να οικοδομήσει ένα εντελώς νέο και διαφορετικό τοπίο. Αυτό πυροδοτεί έντονες και καταστροφικές τοπικές κρίσεις. Το πιο εμφανές σύγχρονο παράδειγμα αυτής της υποτίμησης στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι το Detroit. Πολλές παλιότερες βιομηχανικές πόλεις σε όλες τις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες και όχι μόνο (ακόμα και πόλεις στη βόρεια Κίνα ή η Βομβάη) έπρεπε να ανακατασκευάσουν τον εαυτό τους, καθώς ο ανταγωνισμός από αλλού είχε διαβρώσει την οικονομική βάση τους. Η αρχή είναι η εξής: Το κεφάλαιο δημιουργεί ένα γεωγραφικό τοπίο το οποίο ανταποκρίνεται στις ανάγκες του σε μια δεδομένη χρονική περίοδο, αλλά αργότερα πρέπει να το καταστρέψειγια να διευκολύνει την περαιτέρω επέκταση και τον ποιοτικό μετασχηματισμό του. Το κεφάλαιο εξαπολύει τις δυνάμεις της «δημιουργικής καταστροφής». Μερικές μερίδες επωφελούνται από τη δημιουργικότητα, ενώ άλλες υφίστανται την καταστροφή. Αυτή η διαδικασία περιλαμβάνει σταθερά μια ταξική ανισότητα».[1]

Είναι ενδιαφέρον ότι το πρώτο παράδειγμα που λαμβάνει ο Harvey είναι από τις αναπτυγμένες Η.Π.Α.: Κατά τρόπο ειρωνικό, η μόνη υπερδύναμη του παγκοσμιοποιημένου κόσμου μας αποτελεί η ίδια (ένα μέρος της τουλάχιστον) θύμα της παγκοσμιοποίησης που προάγει. Στην Ελλάδα ή στην Ευρώπη συνηθίζουμε να διαμαρτυρόμαστε για το πώς η παγκοσμιοποίηση μας έχει αλλοτριώσει επιβάλλοντας παντού έναν ομοιόμορφο αμερικανικό τρόπο ζωής. Αυτό που δεν φανταζόμαστε εύκολα είναι ότι και ένας Αμερικανός μπορεί να έχει παράπονα. Ότι μπορεί λ.χ. να υπάρχουν μελαγχολικοί κάθε-πέρσι-και-καλυτεράδες Αμερικανοί που να διαμαρτύρονται ότι η παγκοσμιοποίηση έχει καταστρέψει την αμερικανική ιδιοπροσωπία. Σε φάση «παλιότερα έκανες τη βόλτα σου κι έβλεπες όλο κιμπάρικες Κάντιλακ και Σέβρολετ. Τώρα βλέπεις μόνο κάτι τσιφούτικα Μπεμβέ και Τογιότα».
 
Περισσότερο, όμως, κι από τα χαρακτηριστικά της αμερικανικής ιδιαιτερότητας που χάνονται λόγω της παγκοσμιοποίησης σημασία έχει η οικονομική εξαθλίωση και η διόγκωση της ανεργίας σε περιοχές που αποβιομηχανίζονται ραγδαία. Η ιστορία είναι βέβαια αρκετά παλιά. Ήδη σε ντοκιμαντέρ του Michael Moore, όπως στο Roger Me (1989), με θέμα το κλείσιμο πολλών βιομηχανικών μονάδων της General Motors στο Michigan, έχουμε την ευκαιρία να προσεγγίσουμε τη βιωμένη εμπειρία αυτών των απογοητευμένων ανθρώπων. Ενώ η κρίση έχει τις ρίζες της τουλάχιστον στη δεκαετία του 1970, όταν, από την προεδρία του Richard Nixon και μετά, οι αμερικανικές κυβερνήσεις υπό το βάρος του ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο και του χρέους, αποφάσισαν να μη δώσουν μια μάχη οπισθοφυλακής υπέρ της αμερικανικής βιομηχανίας, αλλά, αντιθέτως, να προωθήσουν δυναμικές λύσεις βασιζόμενες στο αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο θα συνέχιζε να εγγυάται (μαζί με τη στρατιωτική δύναμη και την τεχνολογική υπεροπλία) την πρωτοκαθεδρία των Η.Π.Α., ακόμη κι αν η βιομηχανία τα πήγαινε λιγότερο καλά από ό,τι στις ανθηρές μεταπολεμικές δεκαετίες. Στη συνέχεια είχαμε τον νεοφιλελευθερισμό των κυβερνήσεων Reagan, την άλογη χρηματιστικοποίηση επί Bill Clinton, συζύγου της νυν υποψηφίου των Δημοκρατικών και τις πολεμικές περιπέτειες στο εξωτερικό. Πρόκειται για κινήσεις χαρακτηριστικές μιας αμερικανικής αυτοπεποίθησης, η οποία υπαγορεύει ότι αντί να δώσουμε έμφαση σε μάχες arrièregarde στον βιομηχανικό ανταγωνισμό, θα αναζητήσουμε τη διαιώνιση της κυριαρχίας μας με το να «χοντρύνουμε τον τζόγο» εκμεταλλευόμενοι κυρίως την αξία του δολαρίου ως αποθεματικού νομίσματος (σε συνδυασμό, οπωσδήποτε, με την παγκόσμια στρατιωτική, τεχνολογική και θεσμική ηγεσία) σε έναν κοινό κόσμο όπου τη βαριά βιομηχανική παραγωγή θα την αναλάβουν άλλοι. Η παρενέργεια αυτής της πολιτικής είναι, ωστόσο ένας διχασμός ανάμεσα σε δύο Αμερικές: Μία Αμερική, κυρίως στα παράλια, η οποία αξιοποιεί τα οφέλη του χρηματοπιστωτικού συστήματος καθώς και των συνεχών τεχνολογικών καινοτομιών,για να συνεχίζει να πλουτίζει. Και μια Αμερική, κυρίως της ενδοχώρας, στην οποία η (σχετική πάντα, συγκριτικά με τις μεταπολεμικές δεκαετίες) αποβιομηχάνιση οδήγησε μεγάλα λαϊκά στρώματα στην εξαθλίωση και την υποβόσκουσα οργή.  

«Βρίζοντας το κοινό»

Βεβαίως, όπως καταδεικνύει, μεταξύ πολλών άλλων, ο Harvey, είναι γενικά δομικό στοιχείο του καπιταλισμού να παράγει μεταβιομηχανικά τοπία, καθώς το κεφάλαιο μεταναστεύει διαρκώς. Ο Ιταλός στοχαστής Giorgio Agamben χρησιμοποιεί τον όρο απ-ενεργοποίηση ή α-(ε)ργία (inoperosità στα ιταλικά, désoeuvrement στα γαλλικά), για να δηλώσει την άρση της ενεργοποίησης με την αριστοτελική σημασία και άρα μία νέα διάνοιξη αναπάντεχων δυνατοτήτων. Στα αστικά τοπία της ύστερης νεωτερικότητας αυτήν την αγκαμπενική inoperosità την βλέπουμε λ.χ. στα κτήρια βιομηχανιών που μετά από μια περίοδο εγκατάλειψης και ερήμωσης μετατρέπονται σε θέατρα πρωτοποριακών παραστάσεων, σε πολυχώρους- σκηνικά για performances και σε μουσεία σύγχρονης τέχνης. Από ό,τι φαίνεται, όμως, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης, όπου μια ισχνή τοπική βιομηχανία έδωσε τη θέση της στον τουρισμό και την κουλτούρα, ή στη μεταθατσερική Αγγλία. Συμβαίνει, τηρουμένων των αναλογιών, ακόμη και στην Αμερική, την πλέον κραταιά βιομηχανική χώρα της μεταπολεμικής περιόδου, που είδε, κατά ειρωνεία, να την υποσκελίζουν οι ηττημένοι του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, Γερμανία και Ιαπωνία, που με αμερικανική πρωτοβουλία είχαν αποστρατιωτικοποιηθεί και «αφεθεί στην ησυχία τους» να αναπτύξουν μια νοικοκυρεμένη βιομηχανία ως απαραίτητοι και υποτακτικοί περιφερειακοί πυλώνες του αμερικανοκίνητου καπιταλισμού. Και, το ακόμη χειρότερο, ακολούθησε η μετακομμουνιστική Κίνα, οδηγώντας στη μετανεωτερική χίμαιρα μιας παράδοξα συμβιωτικής Chimerica (εκ των China & America). Η Αμερική ζει πλέον το δικό της αγκαμπενικό désoeuvrement. Ίσως και πιο δραματικά από ό,τι άλλες χώρες, καθ’ ό,τι ναι μεν η αμερικανική κουλτούρα της καινοτομίας και της κινητικότητας δημιουργεί συνεχώς νέες θέσεις εργασίας, όμως αυτές οι νέες θέσεις δεν είναι καθόλου προσβάσιμες σε πλατιά στρώματα του πληθυσμού με αποτέλεσμα το εσωτερικό σχίσμα. 

Πώς αντέδρασε το αμερικανικό πολιτικό κατεστημένο απέναντι σε αυτόν τον λαό της ενδοχώρας, τον άνεργο, τον απειλούμενο, ή, για να χρησιμοποιήσουμε και πάλι τους όρους του Agamben, τον άσκοπο, α-ργό και απ-ενεργοποιημένο (désoeuvré);

Υπήρχαν δύο βασικές στάσεις: Αυτή των Ρεπουμπλικάνων συνίστατο σε μια προσπάθεια «να τους πιάσουμε κότσους» πουλώντας θρησκεία, Βίβλο, αμερικανικές αξίες και πόλεμο κατά της τρομοκρατίας. Αυτή των Δημοκρατικών θύμιζε μια μεταμοντέρνα περφόρμανς σε στυλ «Βρίζοντας το Κοινό» του Peter Handke. Ο λαός της ενδοχώρας θεωρείτο ότι συγκεντρώνει όλα τα επίθετα εις -φοβικός (ξενοφοβικός, ομοφοβικός, ισλαμοφοβικόςκ.ο.κ.), με τρόπο που να είναι ταυτοχρόνως ηθικά ένοχος, αλλά και αισθητικά απεχθής λόγω απρεπούς μπασκλασαρίας. Ο λόγος των Δημοκρατικών χαρακτηριζόταν από μία πατερναλιστική συμβουλευτική που μεταφέρει το βάρος της ενοχής στον ηττημένο, ο οποίος καλείτο να μορφωθεί, να γίνει πιο κινητικός, πιο ευέλικτος κ.ο.κ.
 

Ένας μαρβελικός υπερήρωας μας χρειάζεται;

 
Κάπου εδώ έρχεται ο Donald Trump. Η δική του στάση είναι και παλιά και νέα. Είναι παλιά γιατί βασίζεται σε έναν πολύ αρχαϊκό μηχανισμό εξιλαστηρίουχιμάρου, τοποθετώντας με θυσιαστική βία όλο το κακό πάνω στους Μεξικανούς, τους Μουσουλμάνους κ.ά. Ας δούμε, όμως, και τα κάπως νέα στοιχεία του λόγου του (συγκριτικά και πάλι ομιλώντας, καθώς ο Trump δεν είναι ασφαλώς ο πρώτος που εγκαινίασε παρόμοιες ρητορικές στρατηγικές). Κατ’ αρχήν, ο Trump έπαιξε ένα στοίχημα. Τα πρόσφατα χρόνια στην Αμερική έχουμε το νέο δεδομένο της μεγάλης δημογραφικής ανάπτυξης των Μεξικανών, που είναι εν μέρει υπεύθυνο και για τη διπλή εκλογή του Obama. O Trump επέλεξε να μην μπει στον κόπο να προσεταιριστεί αυτό το εκλογικό κοινό μέσα από μισόλογα, αλλά να ποντάρει στους λευκούς της ενδοχώρας μέσω συσπείρωσης ενός κοινού που φθίνει, αλλά είναι ακόμη ισχυρό[2]. Κάνοντάς το αυτό ακολούθησε μια παραδοσιακή ρεπουμπλικανική προτεραιότητα. Όμως το έκανε πολύ πιο δυναμικά μέσα από το σύνθημα «Make America great again», που, μεταξύ άλλων, έχει έναν χαρακτήρα αντι-παγκοσμιοποιητικής νοσταλγίας, ανακαλώντας μνήμες μιας Αμερικής που ήταν πρώτη δύναμη κατ’ εξοχήν στον βιομηχανικό τομέα. Και εδώ ο Trump είναι ταυτόχρονα κοινότοπος και πρωτότυπος. Κοινότοπος, γιατί βλέπουμε παντού στη Δύση τάσεις απομονωτισμού («ευρωσκεπτικισμό» το λέμε στο ευρωπαϊκό χωριό μου) και ακροδεξιάς εθνικιστικής αναδίπλωσης. Το πρωτότυπο είναι ότι θέτει ένα αντι-παγκοσμιοποιητικό πρόταγμα ένας υποψήφιος Πρόεδρος της χώρας που ηγείται της παγκοσμιοποίησης. Όπως και να το κάνουμε, είναι τελείως διαφορετικό το να είναι σκεπτικιστής προς την παγκοσμιοποίηση ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας ή η υποψήφια Πρόεδρος της Γαλλίας και το να είναι ο υποψήφιος Πρόεδρος μιας χώρας που έχει βασίσει τον χαρακτήρα της ως μοναδικής υπερδύναμης στην προνομιακή θέση που κατέχει εντός του συστήματος της παγκοσμιοποίησης κυρίως χάρη στο δολάριο ως αποθεματικό νόμισμα, στη στρατιωτική υπεροπλία, την τεχνολογική πρωτοπορία και την ηγεσία των διεθνών θεσμών. Το ακόμη πιο προκλητικό και ταυτόχρονα συναρπαστικό είναι ότι παράγει έναν «λαϊκιστικό» αντι-ελίτ λόγο κάποιος, ο οποίος ανήκει κατ’ εξοχήν στην ελίτ, ως δισεκατομμυριούχος, αστέρας της αγοράς ακινήτωνκαι της σόου-μπιζ. Το τελευταίο ανάγει τον Trump σε ένα είδος τυπικά αμερικανικού υπερήρωα που ακολουθεί ένα «ο τρώσας και ιάσεται» βγαλμένο από το μαρβελικό σύμπαν: Ο Trump φαίνεται να κηρύσσει ότι μπορεί να είναι ταυτόχρονα ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο «την ημέρα» και ο τιμωρός των ελίτ «τη νύχτα» (ή, μάλλον, αντιστρόφως). Ο Νεοϋορκέζος αστέρας των μήντια μπορεί ταυτοχρόνως να είναι και σωτήρας της ενδοχώρας συγκαταβαίνοντας από το penthouse του. Θέτει έτσι ένα ενδιαφέρον θεωρητικό ερώτημα του αν μπορεί να χαρακτηριστεί «λαϊκιστής». Αν ο τυπικός ορισμός του «λαϊκισμού» είναι μια πολιτική που στρέφει τον «κάτω» λαό ενάντια στις «άνω» ελίτ, τότε στην περίπτωση του Trump συστατικό στοιχείο του «λαϊκισμού» του είναι ότι είναι ακριβώς ένα σημαίνον μέλος της ελίτ που θα έρθει να σώσει οιονεί πατερναλιστικά τον λαό από αυτές. Για να φέρω ένα παράδειγμα από άλλο χώρο, ο Trump θυμίζει τους «αντιφιλοσόφους», ήτοι τους στοχαστές που ως «γοητευτικοί αντιδραστικοί» (réactionnaires charmants) κηρύσσουν συνήθως με ελιτίστικο τρόπο ότι θα μας σώσουν χάρη στην υπεροχή της σκέψης τουςακριβώς από τα δεινά της φιλοσοφίας.
 
Το προεκλογικό πρόγραμμα του Donald Trump δεν κυριαρχείται από πάγιες μέριμνες των Ρεπουμπλικανών, όπως οι περικοπές των φόρων και των κοινωνικών επιδομάτων, επικεντρώνει, όμως, σε τρόπους με τους οποίους οι αμερικανικές εταιρείες θα αναγκαστούν να επανατοποθετήσουν τη δραστηριότητά τους εντός των Η.Π.Α. Με αυτήν την έννοια, η πολιτική του ατζέντα είναι κατά σημεία διαφορετική από την κλασική ρεπουμπλικανική, ενώ το βασικό μότο «Make America great again» λαμβάνει ένα πιο συγκεκριμένο περιεχόμενο, σχετιζόμενο με τον επαναπατρισμό της βιομηχανικής δραστηριότητας. Ειδικά το «again» δείχνει να παραπέμπει σε μια (πραγματική ή υποτιθέμενη) χρυσή εποχή των Η.Π.Α. πριν από την απορρύθμιση της χρηματιστικοποίησης, όταν οι βάσεις της οικονομικής τους παντοδυναμίας ήταν πιο «υγιείς» και συνδεόμενες με την «πραγματική» οικονομία. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι αυτό το «και πάλι» μοιάζει να στρέφεται εναντίον και των Ρεπουμπλικανών προκατόχων του και εν γένει μια Ρεπουμπλικανο – δημοκρατικής βασικής συναίνεσης επί της οποίας βασίστηκε η ηγεσία της Αμερικής στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο μας τις τελευταίες δεκαετίες.
  

Οπορτουνισμός ή προγραμματική ασάφεια;

  
Είναι όλα αυτά στοιχεία που καθιστούν τον Trump ηγέτη αντί για δημαγωγό; Θα απαντούσαμε «μάλλον όχι», καθώς παραμένει ένας μεγάλος οπορτουνιστής. Χαρακτηριστική λ.χ. του οπορτουνισμού του είναι η στάση του απέναντι στην γκέι και ΛΟΑΤ κοινότητα. Γενικώς, οι θέσεις του Trump ως προς τα δικαιώματα των ΛΟΑΤ και τη θεσμική υπεράσπισή τους είναι πιο αντιδραστικές από των Δημοκρατικών. Το οποίο, όμως, δεν τον εμποδίζει να πλασάρει ρητορικά τον εαυτό του με μάλλον πατερναλιστικό τρόπο ως προστάτη των ΛΟΑΤ, ειδικά μετά την τρομοκρατική επίθεση στο γκέι κλαμπ Pulse στο Orlandoτον Ιούνιο του 2016. Πέρα από την αντιδραστικότητα του προσωποκεντρικού χαρακτήρα παρόμοιων δηλώσεων, είναι ακόμη πιο προβληματικό ότι ο Trump εργαλειοποιεί την υποτιθέμενη στήριξή του στους ΛΟΑΤ, προκειμένου να στραφεί ενάντια στον αγαπημένο του στόχο που είναι οι Μουσουλμάνοι και άλλοι μετανάστες. Η υποστήριξη των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤ, λοιπόν, δεν θεωρείται ως σκοπός καθ’ εαυτήν, αλλά είναι καλή μόνο στον βαθμό που εντάσσεται σε ένα είδος μεγαλείου της Αμερικής έναντι των ξένων που την επιβουλεύονται. Αλλά και ευρύτερα, ο Trump δίνει την εντύπωση ενός γενικού οπορτουνισμού, όταν προβαίνει σε μάλλον εσκεμμένες παλινωδίες, λ.χ. ακόμη και σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, ή ακόμη περισσότερο σε ένα είδος προγραμματικής ασάφειας ενός ρήτορα που χρησιμοποιεί μορφές χωρίς περιεχόμενο. Στο μεταμοντέρνο κόσμο μας, άλλωστε, αξία έχει η σημειολογία και όχι οι θέσεις. Ένα κάπως πιο ολοκληρωμένο πορτρέτο του Trump θα περιελάμβανε, λοιπόν, δύο αντιφάσεις: Αφενός μια καινοφανή τόλμη και αποφασιστικότητα με την οποία υπερασπίζεται ένα βασικά παρελθοντολογικό ιδεώδες. Και αφετέρου μία αυτοϋπονόμευση του ίδιου ντεσιζιονισμού από οπορτουνιστικές παλινωδίες.
 

 «Το παλέψαμε με τη λογική, ας δοκιμάσουμε την παλαβομάρα»

  
Ο οπορτουνισμός του Trump είναι μία μόνο από τις διαστάσεις ενός απρόβλεπτου μέλλοντος σε περίπτωση εκλογής του, με το οποίο ενίοτε δείχνει και ο ίδιος να φλερτάρει εντρυφώντας σε έναν ρόλο «παλαβού» που του αποδίδουν. Γιατί, ακριβώς, υπάρχει ένα μόνο πράγμα χειρότερο από το ότι δεν ξέρουμε τι θα κάνει ο Trump αν αναλάβει την εξουσία κι αυτό είναι ότι ξέρουμε τι θα κάνει η Hillary. Στην παρούσα φάση, η Hillary Clinton είναι η πλέον ιερακοειδής (hawkish) από τους Δημοκρατικούς πολιτικούς υπερασπιζόμενη μια άκρως επιθετική πολιτική στη Συρία. Σε μια προεδρεία της Clinton ένας ανοιχτός πόλεμος με τη Ρωσία θα ήταν πιο πιθανός από ποτέ, αν και δεν μπορούμε να ξέρουμε τι ακριβώς μορφή θα πάρει δεδομένης της πυρηνικής δύναμης των δύο χωρών. Μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι η Clinton ήταν αυτή που διαχειρίστηκε την επέμβαση στη Λιβύη, η οποία παρέβη την εντολή του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε., προκαλώντας την οριστική δυσπιστία των Ρώσων και τη δέσμευσή τους να θεωρήσουν τη Συρία ως κόκκινη γραμμή τους, ακριβώς λόγω του αμερικανικού χειρισμού στη Λιβύη. Ποιος δεν θυμάται άλλωστε το διαβόητο «we came, we saw, he died» συνοδευόμενο από ένα παρανοϊκό γέλιο, με το οποίο πανηγύρισε τον φόνο του Muammaral – Gaddafi με τρόπο που δεν αρμόζει σε μία Υπουργό Εξωτερικών; Το εντυπωσιακό είναι ότι η μετατροπή της Λιβύης σε αποτυχημένο κράτος (failedstate), η παράδοσή της στο πλιάτσικο και την καταστροφή κάθε έννομης τάξης σύμφωνα με τις επιταγές της σύγχρονης «ζωνοποίησης» (zonage κατά τον όρο του Alain Badiou που σημαίνει μια νεοαποικιοκρατική διάλυση των κρατών σε ζώνες, ώστε να καθίστανται εκμεταλλεύσιμα από το κεφάλαιο) συμφωνεί με ένα είδος πραγματισμού και οιονεί κοινότοπης «λογικής» ή παραλόγου που μοιράζονται οι πεφωτισμένες κοσμοπολιτικές ελίτ τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη. Οι πόλεμοι που προωθεί η Clinton είναι πόλεμοι που διαλύουν όσα εναπομείναντα κράτη ήταν ακόμη (συγκριτικά) κλειστά στο διεθνές κεφάλαιο. Είναι συχνά πόλεμοι εναντίον (τύποις) «σοσιαλιστικών» παναραβικών καθεστώτων που μπορεί να είχαν εκφυλιστεί σε δικτατορίες, διατηρούσαν, όμως, συγκριτικά έναν εκκοσμικευμένο χαρακτήρα και κάποια από τα καλά του κρατικού σοσιαλισμού στην παιδεία, υγεία κ.τ.λ. Η εναλλακτική που εμπεδώνεται με τις αμερικανικές επεμβάσεις είναι το χάος των αποτυχημένων κρατών που γίνονται έρμαια σε ισλαμιστικές οργανώσεις τρομοκρατικές και μη, σημαίνοντας το τέλος της όποιας εκκοσμίκευσης και την επιστροφή σε μία μορφή ισλαμιστικού φονταμενταλισμού ακόμη πιο εκτραχυμένη από ό,τι πριν. Όταν ο αμερικανικός φιλελευθερισμός έχει ως αποτέλεσμα την άνοδο του ισλαμικού φονταμενταλισμού παντού όπου επεμβαίνει, δημιουργείται η βάσιμη υποψία ότι φιλελευθερισμός και φονταμενταλισμός είναι αλληλοτροφοδοτούμενοι και μάλιστα όχι μόνο ντε φάκτο αλλά και εκ προθέσεως. Όλα αυτά με φόντο μια Ρωσία που έχει καταστήσει σαφές ότι δεν θα υποχωρήσει ξανά, όπως έκανε στη Λιβύη.
 
Όταν, λοιπόν, οι κοσμοπολιτικές ελίτ ρέπουν στον γεωπολιτικό παραλογισμό, ενώ ταυτοχρόνως χρησιμοποιούν έναν λόγο με επιφάσεις κοινολογικάριας μετριοπάθειας, ή όταν εργαλειοποιούν τη φιλοσοφία των δικαιωμάτων για να κάνουν «ανθρωπιστικές» επεμβάσεις με τρόπο παρόμοιο που οι κονκισταδόρες και αποικιοκράτες του παρελθόντος εργαλειοποιούσαν τον χριστιανισμό, τότε έρχεται η στιγμή που ένας «λαϊκιστής» ηγέτης, για να αποκτήσει έναν προνομιακό συντονισμό με τον λαό, θα χρειαστεί να κάνει το αντίστροφο: Θα αναλάβει την παλαβομάρα ή, ακόμη περισσότερο, τη χυδαιότητα προκειμένου να θεωρηθεί ως ο ηρωικός αποκαθηλωτής της φιλελέκορεκτίλας. To «we‘ve tried sane, now let’s try crazy» φαίνεται να είναι μία τάση της προεκλογικής του εκστρατείας[3]. Και δεν πρόκειται μόνο για το γεωπολιτικό παιχνίδι με την (πυρηνική) φωτιά, αλλά και για την τρέλα της χρηματιστικοποίησης που αποχαλινώθηκε ακριβώς επί Clinton συζύγου (και Larry Summers). Τα δύο, άλλωστε, αλληλεξαρτώνται με ιδεολογικό εποικοδόμημα τον φιλελεύθερο δικαιωματισμό. Με αποτέλεσμα, όταν οι τρελοί της γεωπολιτικής και της οικονομίας υιοθετούν τον λόγο της κοινής λογικής και της μετριοπάθειας, τότε ακριβώς αυτός που κηρύσσει τη σύνεση στην εξωτερική πολιτική και την επιστροφή στην περισσότερο «πραγματική» οικονομία να θεωρεί ότι θα πετύχει να αποσπάσει την εμπιστοσύνη του λαού αν μιλήσει ως παλαβός και χυδαίος. Γιατί μόνο έτσι θα πείσει ότι όντως παραβιάζει όχι την κοινή λογική αλλά το κοινό παράλογο των προκατόχων του. Σε αυτό πρέπει να προσθέσουμε βεβαίως και το προσωπικό touchτου Trump, ο οποίος προέρχεται από τον χώρο της αγοράς ακινήτων, έναν χώρο όπου συχνά το μυστικό της επιτυχίας κρύβεται στη θεατρινίστικη υπερβολή και την επιτελεστική αυτοπεποίθηση.
 
Ένα ζήτημα βεβαίως είναι αν, σε περίπτωση εκλογής του, ο Trump θα τηρήσει στην εξωτερική πολιτική τη σύνεση που επαγγέλλεται. Στην πραγματικότητα υπάρχει ένα μόνο πράγμα χειρότερο από το να βγει ο Trump και να τα διαλύσει όλα με την παλαβομάρα του, και αυτό είναι να ακολουθήσει ακριβώς τη «λογική» των προκατόχων του. Το οποίο είναι, άλλωστε, πιθανό γιατί υπάρχουν διάφορα προβλήματα με τις επαγγελίες του. Κατ’ αρχήν, η εξωτερική πολιτική του Trump μήπως δεν σημαίνει ένα πέρασμα σε έναν πολυπολικό κόσμο, το οποίο θα συνιστούσε μία εκ των προτέρων παραδοχή ήττας για τις Η.Π.Α.; Κατά πόσο θα ήταν έτοιμο το στρατιωτικό – βιομηχανικό σύμπλεγμα των Η.Π.Α. για μια παρόμοια αποδοχή; Είναι, έπειτα, δυνατό στον 21o αιώνα ένα δόγμα απομονωτισμού με τον ίδιο τρόπο που ήταν λ.χ. στον 19o (δόγμα Monroe); Η αλήθεια είναι ότι όσο μια επεμβατική εξωτερική πολιτική είναι επικίνδυνη λόγω της απειλής γενικευμένου πολέμου, άλλο τόσο μία αιφνίδια απόσυρση μπορεί να είναι επικίνδυνη λόγω ενός συνδυασμού απρόβλεπτων αλυσιδωτών συνεπειών στο γεωπολιτικό και οικονομικό επίπεδο αν οι Η.Π.Α. δείξουν διάθεση να αποσυρθούν από την παγκόσμια ηγεσία στην οποία μας έχουν συνηθίσει. Ο οπορτουνισμός του Trump δίνει σημάδια ότι δεν θα ήταν αδύνατη μια παλινωδία του και μία ευθυγράμμιση με τους προκατόχους του. Οπότε σε αυτήν την περίπτωση μια προεδρεία του θα συνδύαζε τα χειρότερα στοιχεία δύο διαφορετικών κόσμων, καθώς θα συνεπήγετο και μία αντιδραστικήξενοφοβική πολιτική στο εσωτερικό των Η.Π.Α.
 

Υπερβαίνοντας ένα διπλό scapegoating

  
Σε μία παρόμοια περίπτωση δύο τόσο κακών υποψηφιοτήτων, ποια θα μπορούσε να είναι μια θέση της Αριστεράς; Θεωρούμε ότι είναι επίκαιρη και εν προκειμένω η θέση φιλοσόφων, όπως ο Alain Badiou και ο Slavoj Žižek, ότι η πραγματική Αριστερά είναι αυτή που πραγματοποιεί τη γνήσια διαίρεση καταδεικνύοντας έτσι το ψεύδος όλων των επιφαινομένων διαιρέσεων[4]. To να αποφύγεις να λάβεις θέση σε μία ψευδή διαίρεση, όπως μεταξύ Trump και Clinton ή λ.χ. μεταξύ φιλελευθερισμού και φονταμενταλισμού, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι είσαι ισαποστασάκιας ή χρήσιμος ηλίθιος, αλλά και ότι θες να διασώσεις μια καθολικότερη αλήθεια, η οποία συσκιάζεται από τις παρόμοιες ψευδείς διαιρέσεις. Βεβαίως, και ο αριστερός μπορεί να κληθεί ιστορικώς να εμπλακεί σε μία ψευδή επιλογή, όπως λ.χ. όταν ξεσπά ένας πόλεμος και μπορεί να αναγκαστεί να υπερασπιστεί εστίες χωρίς να πιστεύει στον εθνικισμό που υπόκειται στη βάση του πολέμου, ή, όπως αν αναγκαστεί να ψηφίσει τον μη χείρονα αξιολογώντας με βάση ενδοκαπιταλιστικά κριτήρια, όπως το αν θα πρέπει να πρυτανεύσει ως προτεραιότητα η προστασία των δικαιωμάτων των μειονοτήτων ή η γεωπολιτική σύνεση.
 
Σε κάθε περίπτωση, δεδομένου ότι ως προς το παρόν θέμα μας, οι Έλληνες δεν ψηφίζουμε, αλλά απλώς εμπλεκόμαστε ιδεολογικώς σε ένα ζήτημα που αφορά όλους μας χωρίς να έχουμε τη δύναμη να το επηρεάσουμε, θα έλεγα ότι κάτι που μπορούμε κατ’ αρχήν να κάνουμε είναι να καταγγείλουμε ένα ορισμένο κεντροαριστερό φιλελεύθερο ψεύδος. Το ψεύδος αυτό είναι η προσωποποίηση ή μάλλον πραγμοποίηση του απόλυτου κακού στον Donald Trump και η ανάδειξη της Hillary Clinton σε έναν δήθεν απαραίτητο σωτήρα μας έναντι του παραλογισμού που ο Trump εκπροσωπεί. Πρόκειται για μια τυπικά κεντροαριστερή- φιλελεύθερη ψευδή συνείδηση του τύπου: «Πρώτα σωζόμαστε από τον δαίμονα, υπερασπιζόμενοι τον όχι-τέλειο-αλλά-καλύτερο-που-έχουμε και μετά βλέπουμε». Το «και μετά βλέπουμε», βεβαίως, αναβάλλεται εσαεί για χάρη της ΤΙΝΑ. Η θέση, ωστόσο, του αριστερού είναι λεπτή, καθώς θα πρέπει να αποφύγει μία διπλή θυσιαστική λογική εξιλαστηρίου χιμάρου (scapegoating). Ήτοι από τη μια έχουμε τις μειονότητες που υφίστανται scapegoating στο πλαίσιο μιας λαϊκιστικής κοινότητας την οποία υποδαυλίζει ένας πολιτικός με ακροδεξιά ρητορική. Από την άλλη, έχουμε στις μέρες μας σε παγκόσμιο επίπεδο ένα scapegoating εις βάρος των λαϊκιστών και δεξιών αυταρχικών ηγετών από τη νεοφιλελεύθερη συναίνεση της ΤΙΝΑ ωσάν ο εκάστοτε Trump, Orbán, Putin, Erdoğan κ.ο.κ. να αποτελούν την ολοκληρία του κακού και η καταγγελία μας να πρέπει να περιοριστεί αποκλειστικά σε αυτούς, ώστε να μην εξασθενήσει, να μην ξεθυμάνει με το να την ασκούμε και αλλού (όπως καλή ώρα στους φιλελεύθερους που τροφοδοτούν τους λαϊκιστές με την πολιτική τους). Ο αριστερός θα πρέπει κατά τη γνώμη μας να αποστεί και από αυτό το δεύτερο scapegoating, γιατί πρόκειται σήμερα για την κυρίαρχη αιχμή του νεοφιλελεύθερου ΤΙΝΑ-ϊκούακροκεντρώου λόγου. Από την άλλη, όμως, δεν μπορεί να μην είναι ευαίσθητος και στο πρώτο scapegoating, αυτό εναντίον των μειονοτήτων, στο οποίο πολιτικοί όπως ο Trump διαπρέπουν. Και, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε, η χυδαιότητα του πολιτικού λόγου ηγετών όπως ο Trump, οι οποίοι παγκοσμιοποιούν τον μπερλουσκονισμό των ‘90ς, καθιστά πλέον επαναστατική πράξη την ανάληψη από την Αριστερά ενός λόγου ευθύνης και σοβαρότητας, και όχι το αντίστροφο, όπως συνέβαινε στις μεταπολεμικές δεκαετίες. Ο επαναστάτης του 21ου αιώνα θα είναι ευπρεπής[5].
 
Τι απομένει; Εν προκειμένω, απομένει, νομίζω, η παλιά καλή αριστερή λογική να βλέπουμε κάθε φορά την ανάδειξη του ακροδεξιού λαϊκιστή ως ένα σύμπτωμα αποτυχίας της Αριστεράς, ως μια χαμένη επανάσταση, μια ξαναμπαλωμένη γνήσια διαίρεση. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την τρέχουσα προεκλογική εκστρατεία που, για να το θέσουμε υπαρξιστικά, μοιάζει να είναι όλη μια απουσία του Bernie Sanders. Τι άλλο είναι ο Donald Trump παρά το αντίστροφό του, ένα σύμπτωμα της αποτυχίας να νικήσει ο Sanders; Αουτσάιντερ και οι δύο, ερχόμενοι έξω από το σύστημα, μόνο που ο Trump έρχεται ως ένας ισχυρός δήμιος των ελίτ που δίκην υπερήρωα της Marvel είναι ο ίδιος κορυφαίος επιχειρηματίας, ενώ ο Sanders είχε παλέψει με πραγματική υποστήριξη από τα κάτω. Βασικό συστατικό του Trump είναι ότι αυτοχρηματοδοτείται στη (συγκριτικά μετρημένη) καμπάνια του, κάτι που ως σημειολογία μοιάζει να ταιριάζει με την πολιτική του μιας περήφανης αυτάρκειας και αγέρωχου απομονωτισμού, φτάνοντας πολιτικά ομιλώντας σε ό,τι εγγύτερο στον Θεό του ύστερου σχολαστικισμού που ονομάζεται «αιτία του εαυτού του» (causasui). O Bernie Sanders, αντιθέτως, είχε καταφέρει να χρηματοδοτηθεί από εκατομμύρια μικρών υποστηρικτών καταδεικνύοντας την πολιτική σημασία που μπορεί να έχει και σήμερα ο λαός αν συνειδητοποιήσει τη δύναμη που έχει η μικρή εθελούσια οικονομική συμβολή για να αλλάξει τον κόσμο χωρίς την προσφυγή σε λαϊκιστές σωτήρες από τα πάνω. Και μόνο για αυτήν την αποκάλυψη νέων σύγχρονων μέσων της λαϊκής δύναμης, ακόμη κι αν το δίλημμα της 8ης Νοεμβρίου είναι φρικτό, ακόμη κι αν το προβληματικό εκλογικό σύστημα των Η.Π.Α. αναδείξει ό,τι πιο μαίηνστρημ, επιβεβαιώνοντας παραδόξως τις δημοσκοπήσεις, μπορούμε παρ’όλ’ αυτά να πούμε ότι υπάρχει χώρος για μια μπεκετική αισιοδοξία ότι αξίζει ως αριστεροί να αποτύχουμε ξανά, αξίζει να αποτύχουμε καλύτερα.



[1]David Harvey, Δεκαεφτά Αντιφάσεις και το Τέλος του Καπιταλισμού, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2015 (μτφρ.: ΕλένηΑστερίου), σ. 257-258 (τίτλος πρωτοτύπου: Seventeen Contradictions and the End of Capitalism, Profile Books, London 2014).
[2]Βλ. την πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση στο: Serge Halimi, «Électeurs américains sans boussole: Les États-Unis tentés par le risque», Le Monde Diplomatique 751 (Οκτώβριος 2016), σ. 11.
[3]Βλ. την ενδιαφέρουσα ανάλυση του Ross Douthat στους New York Times:  
[4]Βλ. για παράδειγμα: Slavoj Žižek, Προβλήματα στον παράδεισο: Ο κομμουνισμός μετά το τέλος της ιστορίας, εκδ, Μεταίχμιο, Αθήνα 2016, (μτφρ.: Ελένη Αστερίου) σ. 173-180 (τίτλος πρωτοτύπου: Trouble in paradise: From the endofhistory to the endofcapitalism, Allen Lane, 2014).
[5] Αυτή είναι η άποψη του Slavoj Žižek