του Βαγγέλη Γεωργίου
Έως το 1850 στις ΗΠΑ αν δεν έκανες την προσευχή σου 10 φορές τη μέρα ήσουν αμαρτωλός και αν έπινες αλκοόλ ήσουν για την πυρά (που λέει ο λόγος). Οτιδήποτε πήγαινε κόντρα στον Θεό, τη χριστιανική αλληλεγγύη και στο σεβασμό του συνανθρώπου έπρεπε να καταργηθεί. Προφανώς η δουλεία δεν μπορούσε να λείπει από μια τέτοια ατζέντα. Είχε αναπτυχθεί ένα ισχυρό κίνημα εναντίον του «περίεργου θεσμού» (peculiar institution) που αποτέλεσε μια υπολογίσιμη πολιτική δύναμη. Ακριβώς λόγω της εναντίωσής στην εφαρμογή του θεσμού στις νέες επικράτειες -Κάνσας και Νεμπράσκα- το κίνημα ονομάστηκε «Ελεύθερη Γή» (Free Soil). Τελικά όμως στις 3 Μαρτίου του 1854 ψηφίστηκε ο νόμος «Κάνσας – Νεμπράσκα» που επέτρεπε στους εποίκους των περιοχών να εγκατασταθούν μαζί με τους δούλους τους. Ήταν μια σκανδαλώδης πράξη για τους ιδεολόγους. Ο δικηγόρος Allan Earle Bovay και ο δημοσιογράφος Horace Greeley, πολιτικοί ακτιβιστές ανέλαβαν να δημιουργήσουν και να ενισχύσουν με όλες τους τις δυνάμεις ένα νέο κόμμα που θα εναντιωνόταν στη βαρβαρότητα της δουλείας. Περίπου 53 ανήσυχοι Αμερικανοί από κάθε πολιτικό χώρο του κινήματος της Ελεύθερης Γης συγκεντρώθηκαν στις 20 Μαρτίου του 1854 στο ξύλινο σχολείο μιας μικρής πόλης, το Ρίπον του Ουισκόνσι. Βγαίνοντας από το χαριτωμένο κτίριο είχαν βαφιστεί Ρεπουμπλικάνοι.
Δίπλα στους ιδεολόγους κάθισαν και τα οικονομικά συμφέροντα τα οποία αναζητούσαν για πολλά χρόνια την πολιτική πρωτοκαθεδρία. Δεν υπήρξε καλύτερος τρόπος για να αντλήσουν μαζική υποστήριξη από την συμπόρευση με τη Βίβλο. Κάπου εδώ συνδέεται και η δουλεία με τον καπιταλιστικό τρόπο ανάπτυξης των Ρεπουμπλικάνων. Οι ίδιοι υιοθέτησαν το αίτημα της εναντίωσης στην δουλεία διότι έτσι, όχι μόνο προσήλκυαν ψήφους από τους ριζοσπάστες υποστηρικτές της κατάργησης αλλά, το σημαντικότερο, δεν έθιγαν τα μεσαία λαϊκά στρώματα για τον απλούστατο λόγο ότι δεν διέθεταν δούλους ούτε οι μικροεπιχειρηματίες αλλά ούτε και οι μικροκαλλιεργητές. Δεν μπορούσαν να τους συντηρήσουν άλλωστε. Ο John R. Commons σημείωνε ίσως υπερβολικά ότι «μόνο επειδή η δουλεία δεν μπορούσε να επιβιώσει σε μικρά αγροτεμάχια 160 ακρ (1 ακρ = 4.047 τ.μ.) μπόρεσε το Ρεπουμπλικανικό κόμμα να εναντιωθεί στη δουλεία» αφού μόνο οι τεράστιες εκτάσεις γής είχαν ανάγκη από πολλά και δωρεάν εργατικά χέρια, δηλαδή δούλους. Δεν θα αφήναν να μετατραπεί η άγρια Δύση σε χωράφια/βοσκοτόπια των Νοτίων ενώ μπορούσαν να μετατραπούν σε τεράστιες αγορές μικρομεσαίων καταναλωτών. Κατά τον Wilfred Binkley «σχεδόν φυσικά, ο μικρo-καπιταλιστικός τρόπος (little-capitalist way) σκέψης είχε συνεπάρει τους εργοδότες βόρεια της κοιλάδας του Μισισιπή, τους μεροκαματιάρηδες και τους αγρότες, παρέχοντας ένα κοινό μοντέλο Ρεπουμπλικανικής φιλοσοφίας και αισθημάτων από την αρχή κιόλας». Εδώ ο αντικειμενικός σκοπός, συμπληρώνει ένας εκ των σημαντικότερων ιστορικών του Ρεπουμπλικανικού κόμματος Malcom Moos, ήταν να διασφαλιστεί ότι το κάθε μέλος της κοινωνίας θα είχε μια ίση ευκαιρία να αναπτύξει όσες ικανότητές διαθέτει με «μοναδικό εμπόδιο τον ουρανό». Προφανώς τα νομοσχέδια που υποστήριζαν οι Ρεπουμπλικάνοι για δωρεάν διανομή γής προς τα δυτικά(βλ. παρακάτω Homestead Act) ήταν εξαιρετικά ελκυστικά για όσους αναζητούσαν γή. Όπως συμπεραίνει ο Clinton Rossiter «Το κόμμα απ’ ότι φαίνεται ήταν τόσο βασισμένο σε ιδεαλισμό όσο κaι σε συμφέροντα». Έτσι δίπλα στους ιδεολόγους Freesoilers υπήρχαν τα κίνητρα αυτών των πολιτικών συμφερόντων. Η «Καλύβα του Μπαρμπα Θωμά» της Harriet Beecher Stowe αποτέλεσε πραγματικά θεόσταλτο δώρο για τους Ρεπουμπλικάνους καθαγιάζοντας τις επόμενες πολιτικές τους κινήσεις.
Έτσι στο νέο προοδευτικό κόμμα στεγάστηκαν πρώην Δημοκρατικοί, ιδεολόγοι freesoilers, και τα εμπορικά/βιομηχανικά συμφέροντα του βορρά που μέχρι τότε εκπροσωπούνταν από το κόμμα των Whigs. Η ικανότητα των Ρεπουμπλικάνων να ενσωματώσουν στην πλατφόρμα τους συμφέροντα εθνικού εύρους, επιτυγχάνοντας μεγάλη συναίνεση, τους χάρισε την υποστήριξη του 40% του εκλογικού σώματος στις μοιραίες εκλογές του 1860. Ακόμα και ο Κάρολος Μαρξ από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού προσέφερε ιδεολογική στήριξη στον πρώτο Πρόεδρο των Ρεπουμπλικάνων, Αβραάμ Λίνκολν που είχε δουλέψει ευλαβικά ως νομικός επιχειρηματικών ομίλων. Στα δύσκολα χρόνια του πολέμου ο Μαρξ επηρέασε σημαντικά τους βρετανούς εργάτες να στηρίξουν τον αγώνα του Λίνκολν ακόμα και αν οι ίδιοι καταστρέφονταν λόγω της κατάρρευσης της βιομηχανίας από το εμπάργκο βαμβακιού. Φυσικά τα κίνητρα του Μαρξ ήταν εκ διαμέτρου αντίθετα με εκείνα του Λίνκολν όπως δείχνει και στην πολύ ενδιαφέρουσα εργασία του ο Robin Blackburn. Ο πολιτικά ευφυής Λίνκολν αντιλαμβανόμενος ότι η δουλεία ήταν διεθνώς παρωχημένη σκέφτηκε κονστρουκτιβισιστικά(οι διεθνείς κανόνες και δομές επιβάλλουν ως ένα βαθμό την εξωτερική πολιτική των κρατών) και την κατήργησε ενώ για την βίαιη πλην αντισυνταγματική επαναφορά του Νότου λειτούργησε καθαρά επιθετικά ρεαλιστικά.
Aυτό που υπήρχε πριν τους Ρεπουμπλικάνους: χάος
Όταν και ο τελευταίος Βρετανός αξιωματικός εγκατέλειπε την Βόρεια Αμερική το 1783 τα πράγματα είχαν πάρει ήδη τον δρόμο τους. Οι αποικίες είχαν συγκροτηθεί σε ένα νέο κράτος συνομοσπονδιακής μορφής με μια κεντρική κυβέρνηση (Confederation Government) που θα είχε λόγο σε ζητήματα πολέμου, ειρήνης και εξωτερικής πολιτικής. Έτσι οι ΗΠΑ τα πρώτα χρόνια δεν ήταν «τίποτα περισσότερο από μια έντονη ένωση φιλίας» μεταξύ πολιτειών. Ώσπου ήρθε το Σύνταγμα του 1787-1788 και αυτή η πολιτική σύσφιξη των πολιτειών αναβαθμίστηκε οδηγώντας σε μια ισχυρότερη ομοσπονδιακή κυβέρνηση (Federal Government). Οι περισσότερες πολιτείες διέβλεπαν τα πλεονεκτήματα μιας ισχυρότερης κεντρικής κυβέρνησης αλλά εξέφραζαν έντονα δυσπιστία -ακόμα και φόβο- απέναντι σε μια δεσποτική κεντρική αρχή που θα παρέμβαινε αυθαίρετα στα εσωτερικά των πολιτειών. Τα προσωπικά συμφέροντα των ιδρυτών (founding fathers), η διαφορετική οικονομική βάση της κάθε πολιτείας και φυσικά η μειονεκτική θέση των μικρότερων-πληθυσμιακά και εδαφικά- πολιτειών ήταν τα βασικά εμπόδια στην υποστήριξη μιας ισχυρής ομοσπονδιακής εξουσίας.
Το νέο κράτος λοιπόν ανδρώθηκε πάνω σε μια διγνωμία: Από τη μία ήταν όσοι προάσπιζαν τα κυριαρχικά δικαιώματα των πολιτειών ακόμα και αν ήταν εις βάρος ενός συμπαγούς εθνικού κράτους και από την άλλη ήταν αυτοί που υποστήριζαν ένα αποτελεσματικό συγκεντρωτικό σύστημα διακυβέρνησης(national government). Όπως γίνεται φανερό για να σταθεί αυτό το οικοδόμημα έπρεπε να γίνουν αμοιβαίες υποχωρήσεις και να μην θιχτούν κάποια «καυτά» ζητήματα. Αν το Σύνταγμα του 1787 έθιγε τον θεσμό της δουλείας δεν θα επικυρωνόταν ποτέ από όλες τις πολιτείες και έτσι δεν θα υπήρχαν Ηνωμένες Πολιτείες. Τα υπομονετικά και λαμπρότερα μυαλά της επανάστασης όπως οι Ουάσινγκτον, Τζέφερσον και Μάντισον προσδοκούσαν στον αργό θάνατο του θεσμού. Ωστόσο διαψεύστηκαν.
Οι ΗΠΑ του 1850 δεν είχε αλλάξει ραγδαία μέσα σε 50 χρόνια. Οι πολιτείες από 13 έγιναν 31. Ο πληθυσμός άγγιξε τα 31.440.000 από τα 4.000.000 του 1790 ενώ η κατοικήσιμη χώρα άγγιζε το μέγεθος της ευρωπαϊκής ηπείρου περίπου 7.800.000 τ.χλμ από τα 4.420.000 τ. χλμ. που ήταν. Όσο γιγαντωνόταν η αμερικανική δημοκρατία τόσο αυξανόταν η κοινωνική και οικονομική ετερογένεια των πολιτειών διογκώνοντας παράλληλα τα περιφερειακά-παραταξιακά συμφέροντα(sectional interests) με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται το διοικητικό έργο της κεντρικής εξουσίας. Ακόμα και τα κόμματα της εποχής ήταν εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατο να πειθαρχήσουν τα διάφορα τοπικά συμφέροντα και τους παραταξιακούς ανταγωνισμούς. Πολλές φορές οι εσωκομματικές διαφορές ξεπερνούσαν ακόμα και τις διακομματικές. Ενώ για παράδειγμα η ίδρυση Κεντρικής Τράπεζας δίχαζε τον πολιτικό κόσμο σε δύο εθνικά κόμματα, η δουλεία έβρισκε υποστηρικτές και αντιπάλους εκατέρωθεν. Ακόμα και το πανίσχυρο κόμμα που άφησε πίσω του ο Thomas Jefferson αναγκάστηκε να διαλυθεί το 1824 διότι δεν μπορούσε να συγκεράσει τα συμφέροντα του εμπορικού και βιομηχανικού βορρά με αυτά του αγροτικού δουλοκτητικού νότου. Ο Timothy Mason Roberts έχει αναρτήσει ένα πολύ καλό άρθρο που καταδεικνύει τα διλήμματα και την πολιτική αστάθεια της εποχής εκείνης.
Η ισχυρότερη παράταξη που ξεπήδησε από την ιστορική αυτή διάσπαση ήταν το γνωστό μέχρι σήμερα Δημοκρατικό κόμμα στο οποίο οι ισχυροί γαιοκτήμονες του Νότου μέσω της αδιαμφισβήτητης επιρροής τους φρόντιζαν ώστε η κεντρική κυβέρνηση να μην θίγει τα περιφερειακά τους γαιοκτησιακά συμφέροντα. Οι εύφορες πεδιάδες των νότιων πολιτειών γύρω από τον Μεξικανικό Κόλπο είχαν αξιοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε η βαμβακοπαραγωγή τη δεκαετία του 1850 κάλυπτε τις μισές ανάγκες της χώρας σε βαμβάκι. Μέχρι το 1860 το 85% του βαμβακιού που καταναλωνόταν σε ΗΠΑ και Ευρώπη παραγόταν στον αμερικανικό νότο. Και φυσικά ο ακρογωνιαίος λίθος της τεράστιας αυτής υπερπαραγωγής ήταν τα 4 εκατομμύρια των έγχρωμων δούλων που χρησιμοποιούνταν στις καλλιέργειες καθιστώντας τις ΗΠΑ από τα λίγα δυτικά κράτη που ίσχυε ο αναχρονιστικός θεσμός της δουλείας. Ας αναλογιστούμε το κέρδος εκείνων των ανθρώπων. Μια φυτεία με 100 δούλους χρειαζόταν γύρω στα 750 δολάρια ετησίως για να τους συντηρήσει τη στιγμή που η αξία του παραγόμενου βαμβακιού άγγιζε ακόμα και τα 100.000 δολάρια. Όσο λοιπόν η ελεγχόμενη από τους Νότιους Δημοκρατικούς κεντρική εξουσία δεν έθιγε τη δουλεία η Ένωση για τους ίδιους φάνταζε αποτελεσματική και «δίκαιη».
Το κόμμα που απαλευθέρωσε τους Μαύρους και κατέσφαξε τους Ινδιάνους
Κάπου εδώ παρατηρείται η σύμπνοια των απλών Αμερικανών με μεγάλα συμφέροντα τα οποία απαιτούσαν επέκταση προς τη Δύση ακόμα και αν ήταν εις βάρος άλλων πολιτισμών. Ενώ οι μαύροι θα αποτελούσαν κάλλιστα αναγκαίο εργατικό δυναμικό για την αμερικανική οικονομία, αντίθετα αυτό δεν μπορούσε να συμβεί με τους Ινδιάνους. Δεν ήταν εξοικειωμένοι.
Οι Ινδιάνοι θεωρούνταν ένα οχληρό στοιχείο της φύσης, και εξαπολύθηκε ένας διαρκής πόλεμος για την εξάλειψη τους. Οι Michael Hardt και Antonio Negri έχουν εξηγήσει ότι οι Ινδιάνοι «δεν μπορούσαν να ενσωματωθούν στην επεκτατική κίνηση του συνόρου ως τμήμα της συνταγματικής τάσης. Έπρεπε μάλλον να τεθούν εκτός του πεδίου για να είναι δυνατόν οι χώροι του να παρουσιαστούν ως ανοιχτοί και να πραγματοποιηθεί η επέκταση. Αν το σύνταγμα τους είχε αναγνωρίσει δεν θα υπήρχε κανένα πραγματικό σύνορο στην ήπειρο, ούτε χώροι που περίμεναν να πληρωθούν» [δηλαδή να καλλιεργηθούν και να περάσουν οι σιδηρόδρομοι]. Η άρνηση των Ινδιάνων να εναρμονιστούν με την αγγλοσαξονική Ρεπουμπλικανική νοοτροπία μεταφραζόταν σε αδυναμία να αυτοκυβερνηθουν, και η Διακήρυξη νομιμοποιούσε την επέμβαση σε τέτοιες περιπτώσεις.
Οι παραινέσεις του Θεόδωρου Ρούσβελτ πως «εάν δεν καταλαμβάνονταν από τους Αγγλοσάξονες αυτή η μεγάλη ήπειρος δεν θα μπορούσε παρά να παραμείνει ως ένα καταφύγιο κυνηγιού των βρομω-Ινδιάνων. Ο άνθρωπος που καλλιεργεί το έδαφος έχει το δικαίωμα να εκτοπίσει τον άνθρωπο που δε το καλλιεργεί». Ο μέσος Αμερικανός οπωσδήποτε θα ωφελούνταν από την υλοποίηση τέτοιων ιδεών ενώ το κόμμα διασφάλιζε το πολιτικό-βιομηχανικό status quo μέσω της “προοδευτικής” επέκτασης είς βάρος άλλων. Ο Ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής Albert Beneridge μιλούσε «ορθολογικά» υποστηρίζοντας πως «Η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας συντάχθηκε από ανθρώπους που για ενάμιση αιώνα πειραματίζονταν στη διακυβέρνηση σε αυτή την ήπειρο και επομένως απευθύνεται σε άτομα ικανά να αυτοκυβερνηθούν. Ποιος είπε ότι απευθύνεται σε όλους;…δημιουργήθηκε από άτομα που αυτοκυβερνούνταν για άτομα που μπορούν να αυτό-κυβερνηθούν». Αυτός ο ιδεαλισμός ερχόταν σε πλήρη εναρμόνιση με τον καπιταλιστικό τρόπο ζωής που αποσκοπούσαν να επιβάλλουν οι Ρεπουμπλικάνοι.
Τα μεγάλα εμπορικά τραστ όπως οι ενώσεις σιδηροδρομικών εταιριών ή οι τηλεφωνικές εταιρίες, μέσω της πολιτικής των Ρεπουμπλικάνων, διεύρυναν κατά τον καλύτερο τρόπο το πεδίο των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων στα εδάφη των Αμερικανών Ινδιάνων. Αυτό το πάντρεμα των μεγάλων συμφερόντων με την πολιτική εξουσία κατά κάποιο τρόπο “νομιμοποιήθηκε” με μια άλλη νομική Πράξη.
Κύριοι με καλή ανατροφή που πίνουν Μέρμπον
Το 1883 με τον Νόμο περι Δημοσίων Υπηρεσιών, επι Ρεπουμπλικανικής Προεδρίας Chester Arthur, εισήχθη η μονιμότητα στους δημοσίους υπαλλήλους βάζοντας τέρμα στην πελατειακή οργάνωση του κράτους από τους Δημοκρατικούς. Πράγματι το νέο μέτρο καταπολέμησε το φαινόμενο μετατροπής των εκλογών σε προεκλογική βιομηχανία αλλά στέρησε από τα κόμματα την σημαντικότερη πηγή εσόδων, τον λαό δηλαδή τους ψηφοφόρους. Ωστόσο οι Ρεπουμπλικάνοι είχαν εντοπίσει εναλλακτικές οικονομικές πηγές: τα κολοσσιαία οικονομικά τραστ. Οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι παρείχαν απλόχερα οικονομική κάλυψη στα κόμματα της εποχής και πιο πολύ στους Ρεπουμπλικάνους αγκιστρώνοντας έτσι την αμερικανική πολιτική στα αιτήματα αυτής της νέας οικονομικής ελίτ. Έτσι η αμερικανική πελατειακή πρακτική είχε παραμεριστεί από το πάντρεμα βιομηχανίας και πολιτικής, το “μέγιστο κακό”(“chief evil”) όπως το χαρακτήρισε ο αριστοκράτης Charles Bonaparte(The American Republic since 1865, 1959). Ανάμεσα στα 1864 και 1897, αναφέρει ο Keith W. Olson, ελάχιστοι ήταν οι νόμοι, στο σύνολο της ομοσπονδιακής νομοθεσίας, που καθησύχαζαν τον πολίτη ως προς τις ανησυχίες του για τον τρόπο με τον οποίο η πολιτική εξουσία διαμόρφωσε τις βασικές ανθρώπινες σχέσεις. Στα τέλη της δεκαετίας του 1870 η Ρεπουμπλικανική Κυβέρνηση δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει στρατό για να καταπνίξει τις απεργιακές κινητοποιήσεις των σιδηροδρομικών εργατών και έτσι ο απλός λαός αντιλαμβανόταν ότι η Ρεπουμπλικανική πολιτική εξυπηρετούσε ελάχιστους. Ο σκεπτόμενος Αμερικανός δεν ήταν ικανοποιημένος με την κοινωνική οικονομική και πολιτική κατάσταση. Οι μεγάλες επιχειρήσεις θα ήταν πλήρως περιχαρακωμένες οι τοπικές και δημοτικές διακυβερνήσεις θα περιέρχονταν στα χέρια διεφθαρμένων πολιτικών και ένα πνεύμα υλισμού θα διέβρωνε κάθε μόριο της κοινωνίας(Keith W. Olson).
Η συμπόρευση του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος με την ισχυρή οικονομική κάστα της αμερικανικής κοινωνίας παρουσιάζεται πολύ γλαφυρά από τον Βρετανό Λόρδο James Bryce που στη δεκαετία του 1880 ανέφερε ότι «πρόκειται για το κόμμα στις γραμμές του οποίου θα βρείς άνδρες σεβαστούς, σταθερούς, ευσεβείς με σωστή ανατροφή. Αν ποτέ βρεθείς σε δείπνο με την αφρόκρεμα μιας πόλης στη Νέα Αγγλία ή στη Φιλαδέλφεια ή στο Σινσινάτι, Κλήβελαντ, Σικάγο ή Μινεάπολη να είσαι σίγουρος ότι αυτός που κάθεται δίπλα σου είναι Ρεπουμπλικάνος. Όσο ευδιάκριτος είναι ένας Tory σε κάποια αγγλική κομητεία άλλο τόσο είναι ένας Ρεπουμπλικάνος. Οι τέσσερις στις πέντε περιπτώσεις ανήκουν στον παραπάνω κανόνα. Μόνο σε αυτό το κόμμα θα βρεις άνδρες κύρους που επιθυμούν τα πράγματα να κυλούν ήσυχα, χωρίς να αιφνιδιάζονται οι επιχειρήσεις από ξαφνικές νομοθεσίες». O Charles Beard στις αρχές του 20ου αιώνα παρατηρούσε πιο ήπια ότι “οι Ρεπουμπλικάνοι δεν ήταν το κόμμα του πλούτου αλλά το “κέντρο βαρύτητας” του πλούτου.”
Οποιαδήποτε απόπειρα ανεξάρτητων υποψηφίων να χτυπήσουν τον δικομματισμό και την απόλυτη κυριαρχία των Ρεπουμπλικάνων είχε την μοίρα της μέλισσας: Αφού τσιμπήσουν μετά πρέπει να πεθάνουν όπως όμορφα αναφέρει ο C.Vann Woodward. Σε όλες αυτές τις εξελίξεις πάντως οι 3 φυσιογνωμίες που ίδρυσαν το κόμμα ήταν απούσες. Γι αυτό εξάλλου δεν τους ανέφερα τόσο. Οι εξελίξεις είχαν ξεφύγει από τα χέρια τους. Ο Greeley πολιτεύτηκε με ένα τρίτο κόμμα, ο Allan Earle Bovay δεν ήθελε να βλέπει τους Ρεμπουλικάνους στα μάτια του και ο Μάρξ μάλλον αντιλήφθηκε ότι η φυλετική δουλεία είχε αντικατασταθεί από την εργασιακή. Προφανώς το Ρεπουμπλικανικό «πλοίο» είχε αποκλίνει της αρχικής του πορείας.