του Θάνου Καμήλαλη
Συγκεκριμένα, τη Δευτέρα 7 Νοεμβρίου το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΥΔΑΠ συνεδρίασε εκτάκτως με μοναδικό θέμα τη σύγκλιση Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης μέσα στο Δεκέμβριο, με σκοπό την επιστροφή κεφαλαίου στους μετόχους της, που αντιστοιχεί στο ποσό των 40 εκατομμυρίων ευρώ. Πρόκειται για τη μία από τις δύο κινήσεις που επιβάλλει το πρόγραμμα του ΤΑΙΠΕΔ και οδηγεί στην ιδιωτικοποίηση της ΕΥΑΘ, με τη δεύτερη να είναι η παραχώρηση του 11% (και μάλλον του μάνατζμεντ) της εταιρείας σε ιδιώτη. Η απόφαση πάρθηκε μετά από επιστολή του Υπουργείου Οικονομικών και του ΤΑΙΠΕΔ, ενώ η Γενική Συνέλευση ορίστηκε να λάβει χώρα την 1η Δεκεμβρίου.
Το ποσό των 40 εκατ. ευρώ θα αφαιρεθεί από τα ταμειακά διαθέσιμα της ΕΥΔΑΠ. Θεωρητικά, η κίνηση αυτή «βαφτίζεται» ως επιστροφή κεφαλαίου λόγω των αυξανόμενων κερδών της εταιρείας ύδρευσης της Αθήνας. Ωστόσο η ΕΥΔΑΠ έχει μοιράσει στο παρελθόν ιδιαίτερα υψηλά μερίσματα στους μετόχους της, που αντιστοιχούν στο μεγαλύτερο ποσοστό των κερδών. Για παράδειγμα, το 2015 διένειμε 33 εκατ. ευρώ πίσω στους μετόχους της, ποσοστό που αντιστοιχούσε στο 76% των κερδών της. Η κερδοφορία αυτή της εταιρείας δεν είναι καινούρια. Η ΕΥΔΑΠ παρουσιάζει μεγάλα κέρδη εδώ και αρκετά χρόνια, μάλιστα σημειώνει την «πρωτοτυπία» να είναι μία εταιρεία με μηδενικό τραπεζικό δανεισμό. Μάλιστα εξετάζοντας τα οικονομικά της στοιχεία προκύπτει το εξής παράδοξο:
Η ΕΥΔΑΠ έχει αυξήσει σημαντικά την κερδοφορία της μέσα στην κρίση, με τα οφέλη όμως να μην επιστρέφονται πίσω στους καταναλωτές, αλλά να καταλήγουν στους μετόχους. Για του λόγου το αληθές, το 2010 η ΕΥΔΑΠ διένειμε 4,2 εκατ. ευρώ στους μετόχους, ενώ τα επόμενα χρόνια το ποσό αυτό πολλαπλασιάστηκε: 18 εκατ. το 2011, 21 εκατ. το 2012, 40 εκατ. το 2013, 21 εκατ. το 2014, 33 εκατ. όπως προαναφέρθηκε το 2015 και 40 εκατ. το τρέχον έτος, σύμφωνα με την απόφαση που θα οριστικοποιηθεί την 1η Δεκεμβρίου. Για να επιτευχθεί αυτή η «ανάπτυξη» όμως, σε αυτό το διάστημα η ΕΥΔΑΠ μείωσε περίπου κατά 1.000 εργαζόμενους το προσωπικό της, κατά 50% της μισθολογικές της δαπάνες και προέβη σε μεγάλες περικοπές στις επενδύσεις και στις υποδομές της.
Έσοδα για ΤΑΙΠΕΔ, Πόλσον και Eurobank
Βέβαια, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι η «ορθολογική» διαχείριση της ΕΥΔΑΠ και οι «περικοπές δαπανών» την περίοδο της κρίσης έχουν οδηγήσει σε «καλύτερες μέρες» την εταιρεία ύδρευσης, επομένως πρόκειται για ένα επιτυχημένο μοντέλο. Το πρόβλημα εδώ όμως είναι ότι η ΕΥΔΑΠ είναι μία «κοινωφελής επιχείρηση» σύμφωνα και με την ίδια την τωρινή της διοίκηση. Το «κοινό» όμως φαίνεται ότι δεν επωφελείται από αυτή, ή τουλάχιστον ότι επωφελείται ελάχιστα.
Αρχικά, θα πρέπει να ρίξει κανείς μια ματιά στους μετόχους. Το 34% της εταιρείας ανήκει στο Δημόσιο, μέχρι φυσικά να συσταθεί το υπερταμείο ιδιωτικοποιήσεων στο οποίο θα μεταφερθεί το ποσοστό του ελληνικού κράτους (κατά παράβαση της σχετικής απόφασης του ΣτΕ, όπως καταγγέλλεται). Το 27% ανήκει στο ΤΑΙΠΕΔ, επομένως και βάσει του ιδρυτικού νόμου του Ταμείου, τα χρήματα που επιστρέφουν στο ΤΑΙΠΕΔ ως μέρισμα, καταλήγουν στη «μαύρη τρύπα» του χρέους.
Το 32% ανήκει σε νομικά πρόσωπα ενώ το υπόλοιπο 6% σε φυσικά πρόσωπα. Από αυτά, οι περισσότεροι μέτοχοι έχουν πολύ μικρό ποσοστό ο καθένας στην εταιρεία, εκτός από δύο, που είναι άξιοι αναφοράς: Ο δισεκατομμυριούχος αμερικανός επενδυτής Τζον Πόλσον, που το 2014 αγόρασε το 10% της ΕΥΔΑΠ που κατείχε η Τράπεζα Πειραιώς (επομένως θα λάβει 4 εκατ. ευρώ από την επιστροφή κεφαλαίου) και η Eurobank, που σύμφωνα με πληροφορίες του TPP κατέχει το 5%. Πειραιώς / Πόλσον και Eurobank κερδίζουν από την ΕΥΔΑΠ πάνω από 1 εκατ. ευρώ ο καθένας ετησίως, την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Η ανισότητα που παρατηρείται μεταξύ των οφελών των μετόχων και αυτών των πολιτών είναι σημαντική, σε σημείο που πηγές του TPP κάνουν λόγο για μία «εν κρυπτώ μεταφορά κεφαλαίου από τους πολλούς στους λίγους, δηλαδή στους μετόχους».
Η «περίεργη» διαχείριση της ΕΥΔΑΠ
Η ΕΥΔΑΠ υπολογίζεται ότι έχει σήμερα περισσότερα από 400 εκατ. ευρώ κέρδη. Από αυτά βέβαια σχεδόν τα μισά (200 εκατ. ευρώ) αφορούν ανείσπρακτες οφειλές, χρήματα δηλαδή που δεν έχει αυτήν τη στιγμή στην κατοχή της η εταιρεία και παραμένει αμφίβολο αν θα τα εισπράξει ποτέ, δεδομένων των οικονομικών δυσκολιών των οφειλετών της. Η επιστροφή κεφαλαίου στους μετόχους δηλαδή θα αφορά το ένα πέμπτο από τα χρήματα που έχει η εταιρεία στο ταμείο της, γεγονός που έχει προκαλέσει την αντίδραση των εργαζομένων της συλλογικά μέσω του ΣΕΚΕΣ – ΕΥΔΑΠ, αλλά και στις συνδικαλιστικές παρατάξεις (ΔΑ.ΚΕ και ΠΑΣ.ΚΕ έχουν εκδώσει ανακοινώσεις με τις οποίες αντιτίθενται στην ενέργεια αυτή). Εκτός όμως από τη μεταφορά χρημάτων «που προορίζονταν για τους συνανθρώπους μας και τα χαρίζει η κυβέρνηση στους μεγαλομετόχους, τους μεγαλοεπιχειρηματίες και τους τραπεζίτες», φαίνεται ότι η ΕΥΔΑΠ δε δίνει την ίδια προσοχή όταν πρόκειται για την κοινωνική της πολιτική.
Στις αρχές του 2016 η διοίκηση της ΕΥΔΑΠ ανακοίνωσε το «Έκτακτο Κοινωνικό Τιμολόγιο» με έμφαση στις ευπαθείς ομάδες. Την περίοδο Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου του 2016 τα ΜΜΕ γέμισαν (περισσότερα γι αυτό παρακάτω) με τις ανακοινώσεις της ΕΥΔΑΠ για «δωρεάν νερό σε ευπαθείς ομάδες». Εκτός του ότι το δωρεάν νερό ήταν μια διαφημιστική υπερβολή, καθώς οι δικαιούχοι λάμβαναν δωρεάν μόνο το ένα τρίτο (με υπολογισμούς της εταιρείας) των μηνιαίων αναγκών τους, εντύπωση προκαλεί το ότι, σύμφωνα πάντα με την ίδια την ΕΥΔΑΠ, το νέο κοινωνικό τιμολόγιο θα κοστίσει (μόνο) 1 εκατ. ευρώ, ποσό που μοιάζει μικρό σε σύγκριση με τα προηγούμενα.
Επίσης, η υπόσχεση για «δωρεάν νερό σε 58.000 νοικοκυριά» φαίνεται ότι δεν ικανοποιήθηκε. Σύμφωνα με ανακοίνωση της ΕΥΔΑΠ τον περασμένο Οκτώβριο, στο νέο κοινωνικό τιμολόγιο εντάχθηκαν «σχεδόν 6.000 νοικοκυριά» (το πρόγραμμα θυμίζει αρκετά το «ρεύμα για όλους» της Περιφέρειας Αττικής). Στο μεταξύ όμως, σύμφωνα με τον πρόεδρο της εταιρείας, Κ.Παπαδόπουλο, «ένας στους τρεις καταναλωτές είναι οφειλέτης» κάτι που σημαίνει ότι οι οφειλέτες φτάνουν περίπου τους 700.000 καταναλωτές. Γι αυτούς δεν υπάρχει οποιαδήποτε ελάφρυνση από τις οφειλές τους, εκτός από τη δυνατότητα να ενταχθούν στο Πρόγραμμα Ευνοϊκής Ρύθμισης Οφειλών, ρύθμιση στην οποία, μέχρι τον Οκτώβριο είχαν προχωρήσει περίπου 32.873 νοικοκυριά.
Ένα εκατ. το πρόγραμμα, 850.000 η διαφήμιση του
Μπορεί όμως οι υποσχέσεις της ΕΥΔΑΠ για κοινωνική πολιτική να μην ικανοποιούνται παρά την κερδοφορία δεκάδων εκατ., αλλά η εταιρεία προτιμάει να δαπανά περισσότερα χρήματα για διαφήμιση σε ΜΜΕ, απ’ό,τι για την ανακούφιση των ευπαθών καταναλωτών. Το 2016 η διαφημιστική δαπάνη της ΕΥΔΑΠ σε ΜΜΕ είναι 1,4 εκατ. ευρώ. Σαν να μην έφτανε αυτό, τον Αύγουστο η διοίκηση της ΕΥΔΑΠ αποφάσισε έκτακτο διαφημιστικό κονδύλι για το νέο κοινωνικό τιμολόγιο. Σύμφωνα με τη σχετική απόφαση στη «Διαύγεια» εγκρίθηκε «η διάθεση 700.000 ευρώ (περίπου 850.000 με ΦΠΑ) για την επικοινωνιακή προβολή των κοινωνικών πρωτοβουλιών της ΕΥΔΑΠ σε τηλεόραση, ραδιόφωνο, sites και εξωτερικούς χώρους, για το διάστημα από 20/8/2016 μέχρι 29/8/2016». Η ΕΥΔΑΠ δηλαδή αποφάσισε να ξοδέψει εκτάκτως για διαφήμιση ενός μήνα, ποσό ελαφρώς μικρότερο από το 1 εκατ. ευρώ του κοινωνικού προγράμματος που διαφήμιζε. Και (εντελώς τυχαία), προχώρησε στην επιπλέον διαφήμιση την περίοδο που αποφασιζόταν ότι το ποσοστό του Δημοσίου στην εταιρεία θα μεταφερθεί στο νέο Υπερταμείο.
Συν τοις άλλοις, στα τέλη του 2015 η ΕΥΔΑΠ αποφάσισε να δώσει 20 εκατ. ευρώ προκειμένου να συμμετάσχει στην Αύξηση Μετοχικού Κεφαλαίου της Attica Bank. H απόφαση προξένησε αντιδράσεις ακόμα και από τα ξένα funds που συμμετέχουν στο μετοχικό κεφάλαιο της. «Προσπαθούμε να καταλάβουμε γιατί η ΕΥΔΑΠ θα επένδυε σε μια τράπεζα. Επενδύσαμε στην ΕΥΔΑΠ επειδή είναι μια εξαίρετη εταιρεία ύδρευσης και αποχέτευσης – ένας τομέας άσχετος με τον τραπεζικό» τόνισε ο Πόλσον σε επιστολή που στάλθηκε στα μέσα του περασμένου Δεκεμβρίου. Άλλο fund, η Polygon, τόνιζε τότε «ότι τέτοιου είδους επενδύσεις δεν προβλέπονται από τον ιδρυτικό νόμο και το καταστατικό της ΕΥΔΑΠ». Η επένδυση της ΕΥΔΑΠ αποδείχθηκε πολύ γρήγορα αποτυχημένη. Μέσα σε λίγους μήνες σημειώθηκε λογιστική ζημία 12,5 εκατ. Ευρώ.
Για αποτυχημένες επενδυτικές κινήσεις, μάλλον άσχετες με τον χαρακτήρα της ΕΥΔΑΠ, «λεφτά υπάρχουν». Για διαφημίσεις σε ΜΜΕ και έσοδα στους μετόχους το ίδιο. Τα προβλήματα όμως είναι ότι, αφενός η κοινωνική πολιτική της «κοινωφελούς εταιρείας» απουσιάζει επιδεικτικά, αφετέρου το αγαθό του νερού οδηγείται, όλο και ακριβέστερα, προς την πώληση του.