του Γιάννη Μακριδάκη
Φωτογραφία: Lance Page / Προσαρμογή: Carlo Nicora, Graham Holliday
Οι άνθρωποι αυτοί που έχουν αναλάβει δράση, σχηματίζοντας διάφορες “επιτροπές αγώνα” και συγκαλώντας συγκεντρώσεις και παραστάσεις, διαμαρτύρονται για τα προβλήματα, επισημαίνουν την ανεπάρκεια των πολιτικών εκπροσώπων τους, συντάσσουν δικές τους προτάσεις και κατευθύνσεις πολιτικής, τις οποίες προτείνουν στους τοπικούς αιρετούς εκπροσώπους τους και απαιτούν συγκεκριμένες πολιτικές ανακούφισής τους. Διαχωρίζουν δε τους εαυτούς τους από τα ακροδεξιά στοιχεία, που προβαίνουν σε δολοφονικές επιθέσεις εναντίον προσφύγων και ντόπιων αλληλέγγυων, λόγω του ότι οι ίδιοι δεν προκαλούν έκτροπα, τουλάχιστον άλλα πέραν των φραστικών, και λόγω του ότι ανήκουν στην τάξη των ευυπόληπτων πολιτών, των νοικοκυραίων, όπως τους ονόμαζε ο Σαμαράς, και δεν είναι λούμπεν στοιχεία της κοινωνίας, όπως συνήθως οι άλλοι, τους οποίους όμως δεν απομονώνουν, αλλά τους δέχονται στις συναθροίσεις τους και στέκουν μαζί πλάι πλάι. Με τα ίδια επιχειρήματα προσπαθούν και οι συστημικοί διαμορφωτές της κοινής γνώμης, να εδραιώσουν την πεποίθηση ότι αυτό ακριβώς το κομμάτι της κοινωνίας είναι οι προοδευτικοί πολίτες που εκφράζουν τον παλμό της, οι αγανακτισμένοι από την ανεπάρκεια των πολιτικών πατριώτες, που νοιάζονται για το μέλλον του τόπου και των παιδιών τους.
Αυτό φυσικά δεν ισχύει, δεν είναι οι άνθρωποι αυτοί πολίτες που ριζοσπαστικοποιήθηκαν και ενεργοποιήθηκαν επιτέλους ύστερα από τόσα χρόνια “ανάπτυξης” και κατόπιν μνημονίων, δεν αποτελούν δηλαδή κεφάλαιο για μια άλλη, πιο ενεργή και συνειδητή κοινωνία πολιτών στο μέλλον, απεναντίας, αυτό το κομμάτι της κοινωνίας είναι που στρώνουν το χαλί στον ναζισμό και αυτό γίνεται κατανοητό πολύ εύκολα, με μια υποτυπώδη παρατήρηση της γενικότερης πρόσφατης πολιτικής τους στάσης.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τις ακριτικές νησιωτικές κοινωνίες του Αιγαίου και ας συγκρίνουμε την παρούσα πολιτική στάση τους, με αυτήν που κρατούν απέναντι σε ένα άλλο από τα καταστροφικά σχέδια που τις αφορούν, το οποίο εκτυλίσσεται εδώ και λίγα χρόνια και εκπορεύεται κι αυτό από την ίδια ευρωπαϊκή και ελληνική πολιτική ελίτ, η οποία υπηρετεί τυφλά τον καταναλωτικό καπιταλισμό. Αυτό δεν είναι άλλο από την μετατροπή των νησιών σε μπαταρίες, με την εγκατάσταση γιγαντιαίων βιομηχανικών ανεμογεννητριών.
Οι εντός του καταναλωτικού καπιταλισμού λοιπόν εκπαιδευμένοι αυτοί πολίτες θεωρούν το σχέδιο αυτό ως “επένδυση” και δεν αντιδρούν, παρόλο που θα ισοπεδώσει όρη και βουνά, θα καταστρέψει οριστικά το ανάγλυφο, το οικοσύστημα και τη φυσιογνωμία των νησιών τους, για να λυμαίνεται μονοπωλιακά και αποικιοκρατικά μια πολυεθνική τον φυσικό πόρο άνεμο, θα τους στερήσει δια παντός κάθε άλλη ευκαιρία ισόρροπης ανάπτυξης, ιδίως τουριστικής, που τους ενδιαφέρει κιόλας, καταστρέφοντας τα νησιά τους στο διηνεκές και προσφέροντας ταυτόχρονα λιγοστές θέσεις εργασίας και ισχνά, σε σχέση με τα κέρδη τους, ανταποδοτικά τέλη στους δήμους.
Οι τοπικές κοινωνίες δηλαδή, οι οποίες μέχρι πρότινος κάθε επέλαση για λεηλασία και καταστροφή, αρκεί να έφερνε χρήμα, έργα και υποσχέσεις, την αποδέχτηκαν και την υποδέχτηκαν ως “επένδυση”, την επιζητούσαν κιόλας και δεν τους κάηκε καρφί για το τι θα απογίνει το ρημάδι το νησί τους, ή στην καλύτερη περίπτωση έμειναν στην πλειονότητά τους αδιάφορες και αμέτοχες στον δημόσιο διάλογο, τώρα με το ζήτημα του εγκλωβισμού των προσφύγων και μεταναστών μες στα πόδια τους, άρχισαν να ξεσηκώνονται και να ζητάνε, όπως λένε, το συμφέρον του τόπου τους, και να ενδιαφέρονται, όπως επίσης λένε, για την πατρίδα τους και άλλες τέτοιες όψιμες μεγαλοστομίες.
Την ίδια στιγμή φυσικά οι κοινωνίες αυτές καταμετρούν πάμπολλα μέλη τους, τα οποία βρήκαν δουλειά και εργάζονται με καλούς μισθούς σε ΜΚΟ, στην Ύπατη Αρμοστεία ή στον Δήμο, σε μιαν εποχή που η ανεργία είναι τρομακτική, άλλα που νοικιάζουν τα ξενοδοχεία ή τα ενοικιαζόμενα δωμάτιά τους σε μέλη των ΜΚΟ ή της Φρόντεξ και των λοιπών που έχουν κατακλύσει τα νησιά, άλλα που νοικιάζουν τα σπίτια τους σε ΜΚΟ που φροντίζουν για την στέγαση προσφύγων, και άλλα, τέλος, που δουλεύουν αλυσιδωτά λόγω του πακτωλού χρημάτων που πέφτουν στην αγορά των νησιών εξαιτίας του προσφυγικού ζητήματος. Παρόλα αυτά οι κοινωνίες αυτές δεν βλέπουν και το προσφυγικό ως “επένδυση”, που φέρνει τόσο χρήμα και τόσες θέσεις εργασίας, και μάλιστα εκατοντάδες περισσότερες από τις εγκαταστάσεις ΒΑΠΕ, ούτε θεωρούν αναπτυξιακά έργα τις πολυδάπανες ανεγέρσεις χοτ σποτ και καταυλισμών, αλλά το θεωρούν “καταστροφή”, λόγω της αλλαγής της φυσιογνωμίας της κοινωνίας και του τόπου τους.
Αυτό συμβαίνει επειδή νιώθουν να απειλούνται οι ίδιοι και όχι πια τα όρη και τα βουνά τους, και έτσι ζητούν μετ' επιτάσεως την απομάκρυνση όλων των προσφύγων, όλων των ΜΚΟ, την μη κατασκευή άλλων “χοτ σποτ”, την μη ισλαμοποίηση του πληθυσμού και λοιπά τέτοια ωραία, που στρώνουν δάφνες στους νεοναζί να προβαίνουν κατόπιν σε δολοφονικές επιθέσεις εναντίον δυστυχισμένων άστεγων ανθρώπων αλλά και της κοινωνίας των αλληλέγγυων. Με λίγα λόγια οι τοπικές κοινωνίες που ξεσηκώνονται, διεκδικούν το δικαίωμα να μένουν στον τόπο τους οι ίδιοι και μόνοι τους, για να τον καταστρέψουν και να τον απομυζήσουν με πάσα άλλη ευκαιρία “επενδυτική”, και όχι να τον μοιραστούν με ξένους και να χάσουν όσα νομίζουν κεκτημένα, να αλλοιωθεί δε και η ράτσα, να μαγαριστεί και η θρησκεία τους.
Τόσα χρόνια δε, που η κυβέρνηση και η ευρωπαϊκή ένωση αποφάσιζαν για το μέλλον των τόπων τους, δίχως να ρωτούν τις τοπικές κοινωνίες και δίχως να τις ενημερώνουν για το παραμικρό, αλλά πάντοτε τους έφερναν έτοιμες τις καταστροφικές αποφάσεις τους, με χρυσωμένα τα χάπια και με καθρεφτάκια, σε αυτές τις κοινωνίες αντιδρούσαν μόνον κάποιοι λεγόμενοι “γραφικοί, μηδενιστές, ενάντιοι σε κάθε επένδυση, και αυτοί που θεωρούνταν τροχοπέδη στην ανάπτυξη του τόπου”. Κανέναν άλλον δεν ένοιαξε ποτέ, όχι μόνον η επερχόμενη καταστροφή, αυτή πες ότι την έβλεπαν ως αντίτιμο της “ανάπτυξης”, αλλά η εξοργιστική, τελείως αντιδημοκρατική διαδικασία λήψης των αποφάσεων. Δεν τους ένοιαζε που κανένας δεν τους ρωτούσε την άποψή τους για τον τόπο τους και για το μέλλον τους, αλλά σχεδίαζαν όλοι για αυτούς χωρίς αυτούς. Ποτέ δεν ξεσηκώθηκε κανείς για αυτόν τον λόγο.
Τώρα ξαφνικά, με αφορμή το προσφυγικό, δείχνουν να τους νοιάζει και απαιτούν να εισακούγεται η άποψή τους για το μέλλον το δικό τους και του τόπου τους, αυτό όμως δυστυχώς είναι ολοφάνερο ότι οφείλεται αποκλειστικά σε ξενοφοβικά και ρατσιστικά κίνητρα και σε στενά ωφελιμιστική προσέγγιση, που επιτάσσει τον εξοβελισμό και την εξόντωση των πιο αδύναμων και των μη εχόντων θέση εντός της κοινωνίας, παρά σε ξαφνική πολιτικοποίησή τους ή σε υγιές ενδιαφέρον για τον τόπο τους.
Προχωράμε δηλαδή από το κακό στο χειρότερο όσον αφορά στην ευρεία ριζοσπαστικοποίηση των κοινωνιών. Προχωράμε προς κοινωνίες περιχαρακωμένες, απόλυτα ιδιοτελείς, που πλέον οδηγούνται ολοταχώς, για άλλη μια φορά στην ιστορία τους, στο να ανασύρουν από μέσα τους βαθιά τον ναζισμό, να τον φέρουν στην επιφάνεια σιγά σιγά ως κάτι φυσιολογικό, σύνηθες, αποδεκτό, αναγκαίο και ηθικό, να του δώσουν ανθρώπινο και καθημερινό πρόσωπο ευυπόληπτου πολίτη, να τον νομιμοποιήσουν και να τον εδραιώσουν γύρω τους ως ύστατη αντίδραση αυτοσυντήρησης, στήνοντας όμως στην ουσία μια τρομακτική παγίδα στον ίδιο τους τον εαυτό.