του Κωνσταντίνου Πουλή
Ξεκινώ από τα θύματα. Η εξαπάτηση, κατά την άποψή μου, και σε αυτό διαφωνώ με την προμετωπίδα, είναι απλή υπόθεση. Κάποιος υπηρετεί το συμφέρον του κοροϊδεύοντας. Η αυτοεξαπάτηση όμως είναι το αληθινό υλικό του δράματος. Καταλαβαίνω τον Τσίπρα, τον Δραγασάκη, τον Σταθάκη, τον Κατρούγκαλο, τον Παππά, τα κίνητρα και οι στρατηγικές είναι διαφανείς. Τι γίνεται όμως με αυτόν που επέλεξε να μη βλέπει; Πώς γίνεται να θέλει τόσο να πιστέψει κανείς, ώστε να αποφασίζει να μη βλέπει μπροστά στα μάτια του; Να βλέπει βουνό και να αναφωνεί «θάλασσα», με σιγουριά και στόμφο;
Τα πιο φορτισμένα παραδείγματα που διαθέτουμε προέρχονται από τον έρωτα. Σου λένε:-Ξέρεις, παντρεύεται άλλον. -Τι άλλο θα κάνει για να με πικάρει; Ο ερωτευμένος αρνείται να δει, παραβλέπει όλα τα στοιχεία, γιατί ο πόθος είναι πιο γερός από τα μάτια του. Ομοίως με τον ψηφοφόρο. Ξεκίνησε λέγοντας «ας κάνει και το 50%», κατέβηκε στο 40, 30, 20 και έφτασε αισίως στο «ναι, αλλά οι άλλοι;» που είναι λογικά το ποσοστό υπό το μηδέν, ότι ο αγαπημένος του πολιτικός δεν είναι πιο Σαμαράς από τον Σαμαρά και πιο Κυριάκος από τον Κυριάκο. Τον άνθρωπο που σκέφτεται έτσι δεν τον κουνάς με τίποτα.
Στη Νέα Γουινέα μετρούσαν τον πλούτο με βάση την ιδιοκτησία γουρουνιών. Έκοβαν τη μύτη των γουρουνιών ή τα τύφλωναν, προκειμένου να πονάνε όταν μυρίζουν ή απλώς να μη βλέπουν, για να μη μπορούν να φύγουν. Τι περιττή βαρβαρότητα! Ο δικός μας κόσμος ξέρει να κάνει τα οικόσιτα να αγαπούν το μαντρί τους. Να το υπερασπίζονται απέναντι στις επιθέσεις, να το δικαιολογούν. Να εξηγούν για λογαριασμό του ότι το αφεντικό δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο, αν μπορούσε θα το έκανε! Όπως ο ρώσος χωρικός για τον Τσάρο, πίστευε ότι ο ίδιος ο Τσάρος είναι καλόκαρδος, αλλά δεν τον αφήνουν οι ευγενείς. Αυτά ως προς την αυτοεξαπάτηση, δηλαδή τα θύματα. Οι θύτες;
Σε πείσμα κάθε λογικής και κάθε προσδοκίας, θέλω να πω κάτι αισιόδοξο για τα δύο χρόνια ΣΥΡΙΖΑ. Θα μιλήσω για τους ανθρώπους που δεν τον ακολούθησαν στη μετάλλαξή του. Βεβαίως, δεν είναι όμοιες περιπτώσεις. Αυτοί όμως, μαζί με όσους δεν τσίμπησαν ποτέ, θα είναι η μαγιά στην οποία μπορούμε να στηριχτούμε. Με άλλα λόγια, είναι ό,τι διαθέτουμε και πρέπει να το προσέχουμε ως κόρην οφθαλμού.
Εννοώ συνειδητά και γνωστούς και άγνωστους ήρωες αυτής της ιστορίας. Ξεκινώ από τους πιο σημαντικούς για μένα, τους άγνωστους. Κάθε πιτσιρίκι στην ηλικία μου (δεν νιώθω έτοιμος για υπουργός) που είδε τη γενιά του και τους φίλους του να καταλαμβάνουν θέσεις και δεν το έκανε, είναι ένας λόγος για να ελπίζουμε. Δεν είναι το ίδιο, να σνομπάρεις την εξουσία κοιτώντας την από απόσταση, χωρίς ποτέ να έχεις μπει στον πειρασμό, χωρίς ποτέ να σε έχουν ρωτήσει. Είναι πολύ διαφορετικό αν ακριβώς δίπλα σου γίνεται ένα φαγοπότι στο οποίο είσαι καλεσμένος και αποφασίζεις να μην πας.
Στο Βυζάντιο υπήρχε ο «αρτικλίνης», που αποφάσιζε σε ποια θέση θα καθόταν κανείς κατά το βασιλικό γεύμα. Ο Κουκουλές περιγράφει τις περιπτώσεις των δύσμοιρων που υφίσταντο ταπεινώσεις γιατί την κρίσιμη στιγμή τούς τοποθετούσαν σε απόσταση από τον αυτοκράτορα. Σε πείσμα της εποχής και των «πρωινών καφέδων», τιμή και δόξα σε όσους δεν ικέτεψαν για να γίνουν παρακαθήμενοι του αυτοκράτορα: είναι άξιοι σεβασμού. Δεν μιλώ για όσους έχουν αγοράσει εισιτήριο και περιμένουν απλώς το επόμενο πλοίο. Εννοώ πρώτ’ απ’ όλα αυτούς που δεν ξέρω και δεν τους ξέρουμε, αλλά δεν συμμετέχουν στην κουλτούρα της περιρρέουσας, περιχαρούς εθελοδουλείας.
Αυτοί οι άνθρωποι, που επειδή δεν είναι διάσημοι οι ιστορίες τους δεν είναι γνωστές, αρνούνται καλοπληρωμένες θέσεις. Και κάθε άνθρωπος που μπορεί να πει «όχι» στα χρήματα εκπληρώνει τον βαθύτερο προορισμό του ανθρώπου. Θα μπορούσα να το διατυπώσω και υπό τη μορφή αποφθέγματος, ως ορισμό του ανθρώπου στον καπιταλισμό: άνθρωπος είναι αυτός που μπορεί να πει όχι στο χρήμα. Το κάνει με δυσκολίες, με την πίεση των πιο αγαπημένων του ανθρώπων ενδεχομένως, που επιβαρύνονται οικονομικά από αυτή τη στενοκεφαλιά του και το πείσμα του. Αυτοί οι άνθρωποι είναι το άλας της γης.
Η αξία της άρνησης ισχύει, τηρουμένων των αναλογιών, και για τους διάσημους. Άνθρωποι τόσο διαφορετικοί όσο ο Βαρουφάκης, η Κωνσταντοπούλου, ο Λαπαβίτσας και ο Λαφαζάνης, έχουν καταλοιδωρηθεί από τα συστημικά ΜΜΕ σαν να ήταν όλοι τους ένα τσούρμο επηρμένοι ηλίθιοι, ο πραγματικός κίνδυνος για τη χώρα. Αυτό, την ώρα που εμφανίζονταν ως άγγελοι εξ ουρανού οι δραγασάκηδες που ανέλαβαν να μας σώσουν, εκπροσωπώντας τη χώρα στην πιο ώριμη εκδοχή της. Δεν έχω την ίδια γνώμη για τους τέσσερις αυτούς ανθρώπους και, με εξαίρεση τον Λαπαβίτσα που λένε ότι μου μοιάζει, δεν έχουμε και πολλά κοινά, ούτε καν συμφωνούμε πολιτικά. Είναι όμως πολιτικοί που εδώ και κάποια χρόνια (έστω ζώντας πολύ πιο άνετα από πολλούς από τους πολίτες για τους οποίους συζητάμε), έκαναν στην άκρη, λοιδορήθηκαν, συκοφαντήθηκαν και επέμειναν.
Σε μια περίοδο όπου ο ΣΥΡΙΖΑ επαναλαμβάνει αυτολεξεί όλα μα όλα τα επιχειρήματα που άκουγε μέχρι σήμερα, που η πολιτική σκηνή είναι σαν ραδιοφωνικό κολλάζ της Ελληνοφρένειας, ένα θρασύτατο διαρκές αναποδογύρισμα αυτών που ο άλλος έλεγε μέχρι χθες, αυτή η στάση πρέπει όχι μόνο να εκτιμηθεί, αλλά να τη φυλάξουμε ως κόρην οφθαλμού, ανεξάρτητα από πολιτικές διαφωνίες και αντιπάθειες. Και τις διαφωνίες και τις αντιπάθειες θα τις βρούμε μπροστά μας, την επόμενη φορά που θα λαμβάνονται αποφάσεις, οπότε δεν διαγράφονται. Λέω όμως ότι ούτε διαγράφουν αυτή την κεφαλαιώδη διαφορά, ότι κάποιοι δεν συνέχισαν στον δρόμο που με τόση χυδαιότητα πορεύεται ο ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν πιστεύω ότι κάθε άνθρωπος που έμεινε στον ΣΥΡΙΖΑ είναι διεφθαρμένος. Εκτιμώ ότι συναινεί σε μια καταστροφή, αλλά δεν συνηθίζω να θεωρώ αυτούς με τους οποίους διαφωνώ «προδότες». Ιδίως δε, αν η εναλλακτική πρόταση είναι τόσο θολή και ντροπαλή. Όμως για κάθε καλόπιστο συριζαίο υπάρχει ένα ολόκληρο οικοδόμημα απερίγραπτης χυδαιότητας, που κυνικά γλείφει εκεί που έφτυνε. Δημοσιογράφοι της Αυγής που δεν έχουν την τσίπα να αρνηθούν να αλλάξουν τη γραμμή τους επειδή άλλαξε ρότα το αφεντικό και πολιτικοί που έχουν βγει από την ίδια ακριβώς μηχανή παραγωγής που έβγαζε και τους προηγούμενους.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μεταμορφώθηκε χωρίς αιδώ, σε χρόνο μηδέν, σε μία από τα ίδια, με όλα τα γνωστά χαρακτηριστικά. Την άρνηση της πραγματικότητας, την ωμή υποτίμηση της νοημοσύνης των πολιτών, ακόμη και τη διαφθορά. Το ότι κάποιοι δεν ακολούθησαν, πολλοί θα πουν ότι είναι το στοιχειώδες και αυτονόητο, και καλό είναι να μη συγχαίρουμε για το στοιχειώδες και αυτονόητο. Διαφωνώ. Δεν υπάρχει τίποτε στοιχειώδες και αυτονόητο. Ζούμε μια περίοδο ραγδαίας πολιτικής εξαχρείωσης. Δεν είναι για κανέναν αυτονόητο, ότι είχε το μέλι και δεν βούτηξε το δάχτυλο. Το ίδιο ισχύει και για εκείνους που επέλεξαν να μην κοροϊδεύονται.