του Μηνά Κωνσταντίνου
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Vodafone, μέσα στους επόμενους μήνες πρόκειται να προχωρήσει σε μία σειρά από αυξήσεις σε πλήθος προγραμμάτων της (τις οποίες μπορείτε να διαβάσετε εδώ). Εκεί ενημερώνει τους καταναλωτές για το ύψος αυτών, με έναν αναλυτικό αλλά και δυσανάγνωστο τρόπο. Όπως και πως «Δυνάμει των ανωτέρω αλλαγών οι συνδρομητές που επηρεάζονται έχουν το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασής τους αζημίως (εξαιρούνται τυχόν επιδοτήσεις), εντός ενός μηνός από την παρούσα ανακοίνωση».
Πράγματι, τα παραπάνω είναι σύμφωνα με τις οδηγίες της ΕΕΤΤ (Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και ταχυδρομείων). Συγκεκριμένα, στην ερώτηση για τα δικαιώματα του καταναλωτή «σε περίπτωση που η εταιρεία τροποποιήσει μονομερώς τους συμβατικούς όρους, παρόλο που δεν έχει λήξει η σύμβασή μου;», η ΕΕΤΤ απαντά:
«Η εταιρία διατηρεί αυτό το δικαίωμα, ωστόσο οφείλει να σας ενημερώσει τουλάχιστον
1 μήνα πριν ισχύσουν οι αλλαγές. Επίσης, πρέπει να σας ενημερώσει για το δικαίωμά
σας να καταγγείλετε τη σύμβαση αζημίως λόγω αλλαγής των όρων της (βλ. και Ερ. 39).
Η ενημέρωση για τις αλλαγές πραγματοποιείται σωρευτικά:
• Από τον διαδικτυακό τόπο της εταιρίας.
• Σε εμφανές σημείο στον έντυπο ή ηλεκτρονικό λογαριασμό.
Μπορείτε να καταγγείλετε τη σύμβαση (ορισμένης ή αορίστου διάρκειας) αζημίως εντός 1
μηνός από την ενημέρωσή σας. Σημειώνεται ότι εξακολουθούν να ισχύουν οι υποχρεώσεις
που ορίζει η σύμβασή σας σχετικά με τυχόν οφειλές για την επιδότηση συσκευών ή τερμα-
τικού εξοπλισμού, αλλά δεν ισχύουν για επιδότηση παγίου».
Σημειώνεται πως σε παλαιότερη έκδοση οδηγιών της ΕΕΤΤ, η τελευταία σημείωση απουσίαζε, καθώς προβλεπόταν καταγγελία της σύμβασης απολύτως «αζημίως». Σήμερα η εταιρεία υποστηρίζει στην ανακοίνωσή της, όπως και στους Γενικούς Όρους παροχής υπηρεσιών της πως εξαιρούνται τυχόν επιδοτήσεις, μην αναγνωρίζοντας ούτε την επιδότηση παγίου που αναφέρει ρητά η ΕΕΤΤ.
Παράλληλα, η «ενημέρωση» που προβλέπει η ΕΕΤΤ για τις αλλαγές, γίνεται στον καταναλωτή της Vodafone μέσα από μία ανακοίνωση την οποία χρειάζεται κανείς αρκετή… τύχη για να βρει στον ισότοπο της, αφού δεν υπάρχει σχετική αναφορά τουλάχιστον στην αρχική της σελίδα. Χωρίς αντίστοιχες αναρτήσεις στα κοινωνικά της δίκτυα, ενώ μάταια θα περίμενε κανείς προσωπικές ενημερώσεις με γραπτό ή ηλεκτρονικό μήνυμα στους συνδρομητές, στα πρότυπα άλλων ανακοινώσεων και διαφημιστικών μηνυμάτων.
Με αντίστοιχη ενημερωτική διστακτικότητα, στον τελευταίο λογαριασμό πριν την έναρξη της διορίας των τριάντα ημερών, μπορεί κανείς να διαβάσει μία σελίδα με την ανακοίνωση των αυξήσεων, όπως στην φωτογραφία.
Όμως αυτές δεν είναι οι μόνες αντιφάσεις στην ιστορία των αυξήσεων των τιμών των εταιρειών κινητής τηλεφωνίας στη χώρα μας.
Κρατάει χρόνια η κολόνια
Η μονομερής αύξηση στην οποία προχωράει η Vodafone από τον ερχόμενο Μάρτιο είναι μάλλον η πρώτη για το 2017. Είχαν προηγηθεί αντίστοιχες από την Cosmote και τη Wind στο τέλος του περασμένου έτους. Όπως επίσης και τον περασμένο Αύγουστο, όταν και οι τρεις μεγάλες εταιρείες, που κατέχουν μαζί το 99,8% μιας ολόκληρης αγοράς που μετρά 15,4 εκατ. αριθμούς τηλεφωνικών συνδέσεων, προχώρησαν σε ταυτόχρονη αύξηση των τιμών τους.
Παρόμοια εικόνα συναντά κανείς και τα προηγούμενα έτη. Με τις τρεις εταιρείες, πότε να αυξάνουν τις τιμές τους όλες μαζί, πότε δύο-δύο και πότε ξεχωριστά. Πάντα μονομερώς, και πάντα με μια παραλλαγή του όρου που αναγνωρίζει στον καταναλωτή το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση, με τους περιορισμούς, ωστόσο, να βαίνουν αυξανόμενοι.
Για τον γενικό αυτό όρο, που προβλέπει το δικαίωμα της εταιρείας για αναπροσαρμογή του τιμοκαταλόγου, ο Άρειος Πάγος είχε αποφανθεί (υπ' αριθ. 296/2001) πως είναι καταχρηστικός. Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, κρίθηκε καταχρηστικός επειδή δεν προβλέπονταν στη σύμβαση κριτήρια με βάση τα οποία θα προσδιορίζεται και θα ελέγχεται ενδεχόμενη αύξηση του τιμοκαταλόγου.
Η νομοθεσία στην οποία βασίστηκε η παραπάνω απόφαση, είναι ο νόμος 2251/1994 («Περί Προστασίας των Καταναλωτών») και η Ευρωπαϊκή Οδηγία 94/13 για τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, αλλά και τα άρθρα 288 και 388 του Αστικού Κώδικα (αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών).
Όπως ορίζει η νομοθεσία, Γενικοί Όροι των συναλλαγών (ΓΟΣ) είναι οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων και δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή αν κατά την κατάρτιση της σύμβασης τους αγνοούσε ανυπαιτίως και ο προμηθευτής δεν του υπέδειξε την ύπαρξή τους ή του στέρησε τη δυνατότητα να λάβει πραγματική γνώση του περιεχομένου τους.
Επίσης, ο νόμος ορίζει πως οι γενικοί όροι των συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα την υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι.
Σκυταλοδρομία αυξήσεων
Σϋγκριση τιμών μεταξύ Ελλάδας και των 28 χωρών της ΕΕ (Κομισιόν, Οκτώβριος 2016)
Τα τελευταία χρόνια οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας έχουν επιδοθεί σε μια κούρσα συνεχών αυξήσεων των τιμών. Σύμφωνα με μελέτη που διενήργησε το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών σε συνδυασμό με έρευνα αγοράς της εταιρείας QED, για λογαριασμό της Ένωσης Εταιρειών Κινητής Τηλεφωνίας (ένωση που έχουν δημιουργήσει η Vodafone, η Cosmote και η Wind) και με ένα δημοσίευμα της Καθημερινής, οι τιμές των εταιρειών κινητής τηλεφωνίας στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά χαμηλές.
Η μελέτη του Πανεπιστημίου, υπό τον τίτλο «Μια 20ετία με το κινητό στο χέρι», εκτιμά πως οι ελληνικές χρεώσεις είναι οι μικρότερες στην Ευρώπη, δικαιολογώντας μάλιστα τις όποιες αυξήσεις, σε σχέση με τις «χαμηλές τιμές των προηγούμενων ετών».
Τρία χρόνια αργότερα και σε πλήρη αντιδιαστολή με τις παραπάνω αιτιάσεις, τον περασμένο Οκτώβριο, η Κομισιόν ανακοινώνει πως «το Διαδίκτυο μέσω κινητού τηλεφώνου στην Ελλάδα είναι Πανάκριβο». Έτσι τουλάχιστον μεταφράζει την έρευνα «Mobile Broadband Prices – Final Report» η Καθημερινή, που διαπιστώνει πως ένας κάτοικος Ελλάδας θα πρέπει να διαθέσει το 10% του εισοδήματός του για να έχει ένα καλό πακέτο ίντερνετ, ενώ ο μέσος Ευρωπαίος διαθέτει από 0,5% έως 2,5%.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η ασύρματη πρόσβαση στο Internet μέσω δικτύου κινητής τηλεφωνίας στην Ελλάδα είναι κατά 90% ακριβότερη από τον μέσο όρο της Ευρώπης των «28». Των οποίων η πλειοψηφία των μελών, το περασμένο έτος μείωσαν κατά 4% τις τιμές τους, ενώ στη χώρα μας «αυξήθηκαν οριακά».
Να σημειωθεί πως τα στοιχεία της Κομισιόν αφορούν τις τιμές πριν την επιβολή του περιβόητου φόρου στην κινητή τηλεφωνία, με τις εταιρείες να διαμαρτύρονται τόσο έντονα που κατάφεραν να ενημερώσουν αποτελεσματικά τους συνδρομητές σε αυτή την περίπτωση.
Μοναχικά… πρόβατα επί σφαγή
Ο κλάδος της κινητής τηλεφωνίας «αγγίζει» τις ζωές μίας μεγάλης πλειοψηφίας πολιτών, είτε στην καθημερινότητα, είτε επαγγελματικά. Θα περίμενε κανείς από την πολιτεία και τις ανεξάρτητες αρχές να έχουν φροντίσει για την προστασία ενός τόσο μεγάλου πληθυσμού καταναλωτών σε ένα τόσο ευαίσθητο πεδίο. Όπως και από τις καταναλωτικές οργανώσεις.
Η ΕΕΤΤ έχει φτιάξει ένα παρατηρητήριο τιμών τηλεπικοινωνιακών και ταχυδρομικών προϊόντων, το «Pricescope», μία ιστοσελίδα που παρέλαβε στα μέσα του 2016 και με σκοπό την παρακολούθηση, σύγκριση και έλεγχο των τιμών των εταιρειών. Στην σελίδα σύγκρισης τιμών ωστόσο, με έκπληξη θα διαπιστώσει κανείς πως σήμερα «πραγματοποιούνται λειτουργίες συντήρησης» και δεν είναι διαθέσιμη.
Συνεπώς η σύγκριση και η παρακολούθηση της πορείας των τιμών μπορεί να γίνει μόνο εφόσον ο καταναλωτής «στήσει» το δικό του παρατηρητήριο, κάνοντας τον έλεγχο των εταιρειών «προσωπική υπόθεση». Όσο προσωπική πρέπει να την κάνει και για να δικαιωθεί, απέναντι στην συνήθως παρελκυστική στάση των εταιρειών όταν πρόκειται για το συγκεκριμένο ζήτημα.
Για όσους δεν επιθυμούν να αναλάβουν τις αυξήσεις που μονομερώς πραγματοποιεί η Vodafone, η λύση είναι να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες και να καταγγείλουν τη σύμβασή τους. Όπως και για κάθε καταναλωτή για οποισδήποτε από τις άλλες εταιρείες, όταν αυτή προχωράει σε ανάλογες ενέργειες. Επικαλούμενοι τα προβλεπόμενα της νομοθεσίας της χώρας, που υπερισχύουν κάθε σύμβασης (πλην μνημονίων βέβαια).
Θα πρέπει κάποια στιγμή να υπάρξει μία ουσιαστική λύση. Μία θεσμική απάντηση σε αυτές τις παρωχημένες τακτικές των εταιρειών, που διαιωνίζονται πατώντας στην ανοχή, την έλλειψη ελέγχου και ενημέρωσης του καταναλωτικού κοινού.