Μικτή τεχνική
Γιώργου Μικάλεφ
Κείμενο: Νάντια Ρούμπου
Γεννήθηκε σαν σήμερα το 1922, βράδυ της Αναστάσεως εξού και το δεύτερο του όνομα Αναστάσιος, στη γειτονιά του Μεταξουργείου όπου διέμεινε σε όλη του την ζωή. Παντρεύτηκε, έζησε και έγραψε στο Μεταξουργείο, ως το τέλος εκεί- στην οδό Λεωνίδου, σε ένα μικρό, χαμηλό σπίτι.
«Τα σπίτια στην πατρίδα μου είναι χαμηλα, οι στέγες τους στάζουν, τα παιδιά δουλεύουν στα μηχανουργεία και τα κορίτσια μένουν ανύπαντρα, σε ένα τέτοιο σπίτι γεννηθήκαμε, σε ένα τέτοιο σπίτι μεγαλώσαμε, αγαπήσαμε, ονειρευτήκαμε, σε ένα τέτοιο σπίτι οχυρωθήκαμε και πολεμήσαμε, αυτή είναι η ιστορία μου», έγραφε στο Στίχοι Γραμμένοι σε Πακέτα Τσιγάρα.
Ήταν ο μικρότερος από τα 5 παιδιά της οικογένειας. Κάποτε φορούσε παλιά σκισμένα παπούτσια, όταν τον ρώτησαν οι φίλοι του γιατί το έκανε αυτό, απάντησε για να νιώσει όπως νιώθουν αυτοί που δεν έχουν χρήματα να αγοράσουν καινούργια. Η οικογένεια του δεν ήταν αριστερή, αλλά το περιβάλλον της συνοικίας που ζούσε φαίνεται να τον επηρέασε. Φοίτησε στη Νομική Σχολή Αθηνών, την οποία δεν τελείωσε ποτέ καθώς οργανώνεται στην ΕΠΟΝ και παίρνει μέρος στην αντίσταση όπως έκαναν και τα αδέλφια του Αλέκος και Χρυσαφένια.
Το 1945 γνωρίζεται με την Μαρία Στούπα, έμενε έναν δρόμο παρακάτω από το σπίτι του, και λίγο αργότερα παντρεύονται. Είχε χάσει και η ίδια στην Κατοχή τον πατέρα της και ο ποιητής συνήθιζε να της λέει «πότε θα βγάλεις τα μαύρα να παντρευτούμε;». Αγαπήθηκαν πολύ έως το τέλος, εκείνη του στάθηκε στήριγμα στα σκληρά χρόνια της εξορίας, φροντίζοντας την μητέρα του, στις συνεχείς απογοητεύσεις, στις δυσκολίες. Εκείνος την έκανε ηρωίδα στο «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας» και της το αφιέρωσε.
«Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή. Ήξερες να δίνεσαι, αγάπη μου. Δινόσουνα ολάκερη και δεν κράταγες για τον εαυτό σου παρά μόνο την έγνοια αν έχεις ολάκερη δοθεί. Tο παιδί μας, Mαρία, θα πρέπει να μοιάζει με όλους τους ανθρώπους, που δικαιώνουν τη ζωή.»
«Εμείς πάντα το ξέραμε πως δεν χωράει μέσα στους τέσσερις τοίχους το μεγάλο μας όνειρο.Γιατί δική μας πατρίδα είναι όλοι οι δρόμοι που στα πλάγια τους κοιμούνται.Οι σκοτωμένοι του αγώνα μας.»
Λίγο μετά από αυτό, ο Λειβαδίτης περνάει σε μία άλλη περίοδο στην γραφή του, σύμφωνα με πληθώρα λογοτεχνών, με διαφορετικό περιεχόμενο και λυρισμό στα ποιήματα του. Τα ποιήματα εκείνης της περιόδου αγαπήθηκαν και εκτιμήθηκαν εξίσου από το κοινό, εξάλλου ο ποιητής πήρε δύο φορές το κρατικό βραβείο.
Αντιμετωπίζει έντονα προβλήματα υγείας, το 1988 εισάγεται στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο. Μετά από δύο εγχειρήσεις για ανεύρισμα κοιλιακής αορτής, στις οποίες υποβλήθηκε δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν τον θάνατο του. «Πρόλογος στην αιωνιότητα, κάποτε θα ξανάρθω.»
«Θα τον ανακαλύπτουμε συνέχεια, σκύβοντας πάνω από το έργο του», γράφει ο Νικηφόρος Βρεττάκος. Εξάλλου, από πολλούς έχει χαρακτηριστεί ως «Ο ποιητής του Μέλλοντος μας», οι στίχοι που κομίζουν μήνυμα διαχρονικό στην τέχνη βρίσκονται σε κάθε γενιά.