του Κωνσταντίνου Πουλή
Η Λεπέν ισχυρίζεται ότι η γαλλική ιθαγένεια πρέπει να την κληρονομήσει ή να την αξίζει κανείς και πως δεν υπάρχει λόγος να μείνουν στη Γαλλία οι παράνομοι μετανάστες: Παρανόμησαν ήδη την πρώτη στιγμή που πάτησαν το πόδι τους στη Γαλλία. Ο Φιγιόν μπορεί να ήταν κάπως άτυχος με τα προσωπικά σκάνδαλα, μια που πρόκειται για λεπτομέρειες, αλλά δεν διαφωνεί σε αυτές τις απόψεις. Πρότεινε να απελαύνονται όσοι προβαίνουν σε κηρύγματα μίσους, που βεβαίως σημαίνει ότι κάποιος θα χρειαστεί να κρίνει ποιος είναι ακραίος και να μας πείσει ότι δεν πρόκειται για άρνηση της ελευθερίας του λόγου, μια που προφανώς κάθε κριτική στη Γαλλία μπορεί να εκληφθεί έτσι, αλλά την άποψη αυτή υιοθέτησαν αργότερα και ο Μανουέλ Βαλς και ο Φρανσουά Ολάντ. Το πρόγραμμα της Λεπέν δεν περιλαμβάνει την επαναφορά της θανατικής ποινής, που ισχύει ως γνωστόν σε εξωτικές χώρες όπως οι ΗΠΑ. Α, και μια που μιλάμε για τις ΗΠΑ, η αγάπη είναι αμοιβαία, όπως φάνηκε από την οιονεί δημόσια στήριξη του Τραμπ στη Λεπέν. Η συσχέτιση μεταξύ των δύο είναι εκτενής και συνιστά κοινό τόπο. Τι εννοώ; Πως τα άκρα βρίσκονται παντού, σε πείσμα της κυρίαρχης ρητορικής.
Ένα άρθρο του BBC που περιγράφει τις ομοιότητες της Λεπέν με την υπόλοιπη Δεξιά επισημαίνει ότι έχει μια διαφορά, και αναφέρεται στους δεσμούς της με την ευρωπαϊκή ακροδεξιά. Εμείς έχουμε τον κουμπάρο του μπαμπά-Λεπέν, τον Μάκη Βορίδη, τον αυθεντικό και αυθόρμητο φασίστα, χωρίς αναστολές και υποκρισία, να παρελαύνει σήμερα ως μεγαλοστέλεχος της ΝΔ.
Με άλλα λόγια, το ζήτημα δεν είναι αυτή τη στιγμή, εις ό,τι με αφορά τουλάχιστον, να δείξουμε μόνο πόσο τερατώδης είναι η παρουσία της Λεπέν. Εκτιμώ ότι προσφέρουμε μεγαλύτερη υπηρεσία αν αποτιμήσουμε ψύχραιμα τα σημεία στα οποία ο λόγος της βρίσκει ακροατήριο εκτός του κόμματός της. Η διαπίστωση είναι παλιά και είναι διεθνής: οι ακροδεξιές φωνές σπρώχνουν την ατζέντα προς τα ακροδεξιά, σε όλο το πολιτικό φάσμα, και αυτό συμβαίνει περισσότερο όταν την ατζέντα τους υιοθετούν για εκλογικούς λόγους και άλλοι. Αυτό συνέβη στην Ελλάδα με τον Καρατζαφέρη και τον ΛΑΟΣ, αλλά συνέβη και στη Γαλλία στην περίπτωση του Σαρκοζί, όπου είχαμε το γνωστό πανευρωπαϊκά φαινόμενο να υιοθετείται η ακροδεξιά ατζέντα την ώρα που ρητορικά κατακεραυνώνεται η «ακροδεξιά». Αυτή η στάση είχε ως αποτέλεσμα τη σκλήρυνση της στάσης στο μεταναστευτικό στη Δανία και την Αυστρία και τη συνολική μετατόπιση της ατζέντας προς τα δεξιά σε χώρες που συμμετείχε η ακροδεξιά στην κυβέρνηση, όπως στην Πολωνία, τη Σλοβακία και τη Ρουμανία. (Βλ. Ralf Melzer & Sebastian Serafin, Ο δεξιός εξτρεμισμός στην Ευρώπη, εκδ. Πόλις).
Η κατάσταση είναι γνώριμη. Επειδή συζητώ συνήθως την ξένη πολιτική υπό το πρίσμα των εδώ εξελίξεων, (γιατί άμα πρόκειται μόνο για τη Γαλλία θα υπάρχουν μερικές εκατοντάδες σχολιαστές που χαμπαρίζουν καλύτερα από την αφεντιά μου) σκέφτομαι επίμονα το παράδειγμα του Σαμαρά και του Λοβερδοχοΐδη. Τα παιδιά των μεταναστών στους παιδικούς σταθμούς, της απίθανης δήλωσης του Σαμαρά, και το όνειδος των οροθετικών, από τον Λοβερδοχοΐδη, στο όνομα της υπεράσπισης του Έλληνα οικογενειάρχη, αυτού του άσπιλου αγίου, δεν έγιναν από την άκρα δεξιά: έγιναν στο πεδίο της κεντρικής πολιτικής.
Η διαδικασία της αποδαιμονοποίησης της Λεπέν αποδίδει καρπούς: οι δημοσιογράφοι της Le Monde συνειδητά αποφεύγουν να μεταχειρίζονται το κόμμα της σαν κάτι ξεχωριστό και επιδιώκουν να το αντιμετωπίζουν ως ένα κόμμα σαν όλα τ’ άλλα. Το σκεπτικό είναι πως οι ψηφοφόροι λειτουργούν αντίστροφα, αν γραβατωμένοι δημοσιογράφοι τούς εξηγούν αφ’ υψηλού τους κινδύνους που διατρέχουν. Υπάρχουν δύο όψεις σε αυτό το σενάριο: από τη μία, συνεισφέρει στην “κανονικοποίηση” (όπως λέγεται κάπως πολυσύλλαβα) του τέρατος, και αυτό είναι το κακό. Από την άλλη, εκτιμώ πως το να αντιμετωπίζει κανείς τους ακροδεξιούς σαν θηρία έχει δύο παράπλευρες αρνητικές συνέπειες πολύ σοβαρές: αυτή η τακτική δεν φοβίζει τους ψηφοφόρους τους, μάλλον τους γοητεύει, και δεύτερον βγάζει λάδι τον κραυγαλέο ρατσισμό της κανονικής δεξιάς, που καταπίνεται αμάσητος σαν να είναι ανύπαρκτος ή ποιοτικά εντελώς διαφορετικός.
Στην περίπτωση της Λεπέν, το γεγονός ότι έχουμε να κάνουμε με μια αντιμεταναστευτική ρητορική που απομακρύνεται από τις έννοιες του αίματος και της φυλής και αναφέρεται στις “ευρωπαϊκές αξίες”, σημαίνει ότι χρησιμοποιεί το κεντρικό επιχείρημα της εποχής, όπως αναπαράγεται σε όλο και μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού φάσματος, πλην εξαιρέσεων. Η αντίληψη ότι η Γαλλία “έχει δεχτεί περισσότερους μετανάστες από όσους αντέχει” διατρέχει το πολιτικό φάσμα και είναι κοινός τόπος.
Δεν λέω ότι μπορεί κανείς να υποβαθμίσει την προοπτική δυναμικής επανεμφάνισης με αξιώσεις νίκης από τη Λεπέν, στο κοντινό ή μακρινό μέλλον. Όμως θα έλεγα ότι προς το παρόν το πρακτικό συμπέρασμα είναι ότι αντί να ανακουφιστούμε ανόητα όταν με το καλό (ας μην πω “αν”) η Λεπέν χάσει στον δεύτερο γύρο, καλύτερα θα είναι να ακούσουμε με προσοχή τι ακριβώς συζητάμε. Όσοι επιχειρούν να μας πείσουν ότι το πρόβλημα είναι η Λεπέν, αποκρύπτουν ότι το πρόβλημα είναι ευρύτερο και το έχουμε μπροστά μας: οι τζιτζιφιόγκοι των τραπεζών που καλούνται να διαχειριστούν επικοινωνιακά το χάος στο οποίο βρισκόμαστε είναι λύση μπαλώματος: το καράβι βουλιάζει κι εσύ αδειάζεις τα νερά με ποτηράκι. Το στοιχείο που έχουμε μπροστά μας είναι ότι εμφανίζεται ένα δίλημμα ανάμεσα στο κατεστημένο και τον εφιάλτη του. Αυτό που απουσιάζει είναι η πραγματική δυνατότητα της συνάντησης της πρακτικής πολιτικής με την κριτική και την ουτοπία. Η αληθινή δυνατότητα, με άλλα λόγια, της επανεμφάνισης της πολιτικής.