του Θάνου Καμήλαλη
Σε ένα άρθρο της στο Forbes, η δημοσιογράφος Frances Coppola κάνει τον παραλληλισμό ανάμεσα στις διαπραγματεύσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη Βρετανία για το Brexit και με τη συζήτηση για το ελληνικό χρέος. Όπως αναφέρει η Coppola, οι Βρετανοί ζητούν την πρόσβαση στην ενιαία αγορά εμπορίου όπως η Ελλάδα ζητεί τη ρύθμιση τους χρέους της. Οι Ευρωπαίοι, από την άλλη μεριά, έχουν άλλα σχέδια και στήνουν μία «ελληνική παγίδα» στη βρετανική κυβέρνηση, η οποία είναι αρκετά γνώριμη σε όσους έχουν παρακολουθήσει ή βιώσει τις αέναες και ατέρμονες διαπραγματεύσεις της ελληνικής κρίσης. Η «ελληνική παγίδα» συνίσταται στο ότι οι Ευρωπαίοι προβάλλουν πάντα το «καρότο» (ρύθμιση χρέους) ώστε να επικρατήσει το μαστίγιο (μέτρα λιτότητας) και η εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση να υλοποιεί τα διαδοχικά μνημόνια που της επιβάλλουν. Όταν φτάνει τελικά η ώρα της «επιβράβευσης», οι Ευρωπαίοι προτιμούν να αναβάλλουν την τήρηση των δικών τους δεσμεύσεων, θέτοντας νέους στόχους που η Ελλάδα πρέπει να εκπληρώσει, με τη διαδικασία να επαναλαμβάνεται, σαν κακόγουστη φάρσα.
Η φάρσα του χρέους ξεκίνησε το 2012, όταν στις 27 Νοεμβρίου, το Eurogroup αποφάσισε ότι «όταν η Ελλάδα φτάσει σε ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα, όπως προβλέπεται στο παρόν Μνημόνιο, και υπό την προϋπόθεση της πλήρους εφαρμογής όλων των όρων που περιέχονται στο πρόγραμμα», τότε η Ευρωζώνη θα «μελετήσει» την ανάγκη λήψης νέων μέτρων για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Η απόφαση εκείνη του Eurogroup πανηγυρίστηκε από την τότε κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου και αποτέλεσε βασικό πολιτικό επιχείρημα για την εφαρμογή του δεύτερου μνημονίου την περίοδο 2012-2014. Το 2014 η κυβέρνηση ανακοινώνει περήφανα το πρωτογενές πλεόνασμα 0,8% του 2013, αλλά τα μέτρα για το χρέος δεν έρχονται ποτέ.
Κι αν το 2012 φαντάζει πλέον πολύ μακρινό, τον Μάιο του 2016 γινόταν ακριβώς η ίδια συζήτηση για αξιολόγηση και χρέος. Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, προσπαθώντας να υπερασπιστεί τα νέα μέτρα που έφερε η πρώτη αξιολόγηση, έλεγε τότε στη Βουλή: «Ο οδικός χάρτης είχε τρία στάδια: πρώτα η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, μετά το κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης και μετά η συζήτηση για το χρέος. Υπήρξε καθυστέρηση γιατί τα νομοσχέδια ήταν δύσκολα και οι μεταρρυθμίσεις πολλές. Υπήρχε και μεγάλη διαφορά μεταξύ των θεσμών και αυτό μας δυσκόλεψε. Τώρα συμπτύσσεται η συζήτηση της πρώτης αξιολόγησης με αυτή του χρέους, όπως φάνηκε και στα τελευταία Eurogroup». Μοιάζει σίγουρο ότι αν έλειπε ο αριθμός της «αξιολόγησης», η δήλωση Τσακαλώτου θα μπορούσε να αποτελεί μέρος της επιχειρηματολογίας της κυβέρνησης την περασμένη εβδομάδα, ως μέρους ενός διαχρονικού, τραγελαφικού κουίζ «βρες το μνημόνιο».
Το αποτέλεσμα της πρώτης αξιολόγησης είναι λίγο πολύ γνωστό. Η κυβέρνηση ψήφισε ένα επικαιροποιημένο μνημόνιο με επιπλέον μέτρα, παίρνοντας τελικά ως «ανταμοιβή» τον «οδικό χάρτη» για τη ρύθμιση του χρέους, με «βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα» μέτρα για να επιτευχθεί αυτή. Για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα, η απόφαση του Eurogroup προέβλεπε ότι αυτά θα εφαρμοστούν, αν χρειαστεί, μετά το τέλος του τρίτου μνημονίου, τον Αύγουστο του 2018.
Ένα χρόνο μετά, η κυβέρνηση ψήφισε νέα μέτρα, ουσιαστικά ένα νέο «μνημόνιο», για την περίοδο 2018-2020 (με ενδεχόμενο η μείωση του αφορολογήτου να εφαρμοστεί από το 2019). Έχει αποδεχθεί πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% μέχρι το 2021, ενώ οι πληροφορίες από το Eurogroup αναφέρουν ότι το διάστημα θα περιλαμβάνει και το 2022. Ψήφισε ένα «πολυνομοσχέδιο» εκατοντάδων σελίδων αλλά ακόμα δεν έχει ολοκληρώσει την «αξιολόγηση», μην καταφέρνοντας να πάρει ούτε τη δόση (που ως συνήθως θα καταβληθεί την τελευταία στιγμή ώστε οι Ελλάδα να πληρώσει τα χρέη της). Σύμφωνα με τις πληροφορίες από το Eurogroup, που δεν έχουν διαψευστεί, η συζήτηση αφορούσε και τα πλεονάσματα από το 2023 μέχρι το 2060, που υποχρεωτικά θα κυμαίνονται περίπου ή λίγο πάνω από 2%. Παράλληλα, οι ελπίδες για ελάφρυνση του χρέους πριν το 2018, όσο σημαντική και ασήμαντη αν είναι αυτή, εξανεμίζονται. Ο επικεφαλής του ΔΝΤ στην Ευρώπη, Πολ Τόμσεν ανέφερε ότι ο στόχος της όλης συζήτησης είναι απλά να «συγκεκριμενοποιηθούν τα μέτρα για το χρέος που θα εφαρμοστούν μετά τη λήξη του προγράμματος». Η συζήτηση για το χρέος γίνεται «επι τη βάσει της συμφωνίας του Μαϊου του 2016» σύμφωνα με το κοινό ανακοινωθέν του Eurogroup. Μέτρα που θα εφαρμοστούν «αν χρειαστεί», όπως ανέφεραν πολλές φορές οι Ντάισελμπλουμ και Μοσκοβισί στη χθεσινή τους κοινή συνέντευξη Τύπου.
Συνοπτικά: Μετά από ακόμα έναν γύρο αξιολόγησης, μνημονίου, μέτρων και δεσμεύσεων, η κυβέρνηση «διεκδικεί» (και λογικά θα πάρει) απλώς μία «συγκεκριμενοποίηση» των μέτρων για το χρέος που θα εφαρμοστούν, όπως ήδη είχε αποφασιστεί και «αν χρειαστεί», τον Αύγουστο του 2018. Αλλά, (ας μην είμαστε αρνητικοί) «απέσπασε τα περισσότερα εγκωμιαστικά σχόλια από τους δανειστές» όπως αναφέρει από το βράδυ της Δευτέρας η ΕΡΤ.
Υπάρχει και μία άλλη οπτική στην «ελληνική παγίδα» που αναφέρει η Coppola. Όπως οι δανειστές χρησιμοποιούν το χρέος για να επιβάλλουν περισσότερη λιτότητα, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο η εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση χρησιμοποιεί τη συζήτηση για το χρέος ώστε να πείθει τους βουλευτές της να ψηφίζουν τα νέα μέτρα και την ελληνική κοινωνία να τα υπομένει, ελπίζοντας ότι «οι θυσίες θα πιάσουν τόπο». Υπό αυτό το πρίσμα, η δήλωση Τσίπρα για την «γραβάτα» ήταν απλά ένα μέρος του «μασάζ» στους διστακτικούς βουλευτές που καλούνταν να πουν ακόμα ένα ηχηρό «ναι σε όλα» σε λιτότητα μέχρι το 2021. Υπό το ίδιο πρίσμα, ο ενθουσιασμός του Πρωθυπουργού ήταν, ή «αυταπάτη», ή συνειδητό, σκόπιμο ψέμα.
Θα έρθει η μέρα όμως που ο Τσίπρας θα φορέσει γραβάτα. Με την επικοινωνιακή διαχείριση που έχει επιλέξει η κυβέρνηση, με τη συνεχή άρνηση της πραγματικότητας και τους άκρατους περιοδικούς πανηγυρισμούς, δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς μία μελλοντική ομιλία του Πρωθυπουργού με γραβάτα, που θα γιορτάζει τη «ρύθμιση του χρέους». Όποια κι αν είναι αυτή, αφού μετά από δύο χρόνια συνεχούς διαπραγμάτευσης, κανείς δεν γνωρίζει (ή κανέναν δεν ενδιαφέρει) τι ακριβώς ζητάει η Ελλάδα για το χρέος της. Το μεγάλο ερώτημα που θα απαντηθεί μαζί με το χρέος, είναι το με τι θα συνοδεύεται αυτή η ελάφρυνση.
Κι αυτό είναι το βαθύτερο ζήτημα, που κρύβεται πίσω από τη διαπραγμάτευση μεταξύ των δανειστών για το χρέος και τα αστεία για «γραβάτα». Η θηλιά της μόνιμης λιτότητας, της μόνιμης επιτροπείας, του μόνιμου «μνημονίου». Η υποχρέωση της Ελλάδα να πετυχαίνει με συνθήκες λιτότητας τους δημοσιονομικούς της στόχους στο διηνεκές. Η κατάρτιση ενός συνολικού «σχεδίου» λιτότητας για τη χώρα που θα διαρκέσει μέχρι το 2060, όταν θα ολοκληρωθούν και τα μέτρα για το χρέος. Η τελευταία πράξη του «ελληνικού δράματος» που θα επιτρέψει σε όλες τις μεριές να υποκρίνονται ότι όλος αυτός ο παραλογισμός είναι βιώσιμος και θα «λύσει» το «ελληνικό ζήτημα» (για τους δανειστές), βάζοντας τη χώρα στον «αυτόματο πιλότο». Μία «συνταγματοποίηση της λιτότητας» που απλώς δεν θα εντυπωθεί στο Σύνταγμα, αλλά θα είναι το ίδιο ισχυρή. Μερικοί βασικοί πυλώνες αυτού του μοντέλου έχουν ήδη τεθεί ή ετοιμάζονται να τεθούν σε λειτουργία: το Υπερταμείο ιδιωτικοποιήσεων, η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, ο «κόφτης» που είναι πάντα εκεί αν χρειαστεί. Τα κομμάτια του παζλ που απομένουν είναι αυτά στα οποία έτυχε οι δανειστές να έχουν μεταξύ τους διαφορές: τα πλεονάσματα και η «ρύθμιση» του χρέους. Η κυβέρνηση (όποια κυβέρνηση έχει επιλέξει εκούσια ή ακούσια αυτό το δόγμα) αποδέχεται, υπερψηφίζει και… ελπίζει σε μία μελλοντική καλοσύνη των ισχυρών.
Το πιο παράλογο σε όλα αυτά είναι ότι (με την αμέριστη συμβολή των ΜΜΕ) εμφανίζονται ως προσωποποίηση της λογικής. Με αυτές τις συνθήκες, η επίκληση σε ένα ελατήριο της οικονομίας που θα εκτοξευθεί δεν έχει και πολύ μεγάλη διαφορά από την επίκληση σε 600 δις ενός απένταρου από την τράπεζα της Ανατολής. Η επίκληση σε ένα «επενδυτικό μπαμ», όταν τα εργασιακά δικαιώματα χάνονται το ένα μετά το άλλο και η «μερική» απασχόληση θεριεύει μπορεί να βελτιώσει μεν τα νούμερα, αλλά όχι τους ανθρώπους. Και η επίκληση σε χαλάρωση της θηλιάς, μπορεί, κατά καιρούς, να επιφέρει κάποιο αποτέλεσμα. Αλλά η θηλιά θα παραμένει θηλιά. Όχι γραβάτα