της Τζένης Τσιροπούλου
Η μοναδική χώρα όπου οι πολίτες εμπιστεύονται περισσότερο τα social media από τα κυρίαρχα ΜΜΕ
Η Ελλάδα, όπως πέρυσι, έτσι και φέτος κρατάει τα σκήπτρα ως η χώρα όπου οι πολίτες της εμπιστεύονται λιγότερο τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, ενώ ανησυχούν περισσότερο από όλους τους άλλους λαούς για την επιρροή πολιτικών και κεφαλαίου στο δημοσιογραφικό περιεχόμενο, σύμφωνα με την ετήσια έρευνα του Ινστιτούτου του Reuters για την Μελέτη της Δημοσιογραφίας, του Πανεπιστημίου της Οξφόδρης. «Αφενός, γενικά, οι Έλληνες είμαστε καχύποπτοι. Πιο σημαντικό, εδώ, είναι όμως, ότι και βάσει ερευνών, στην Ελλάδα οι πολίτες δεν εμπιστεύονται τους θεσμούς -εφημερίδες, κανάλια, κόμματα, κοινοβούλιο κλπ.- Τα μίντια είδαν πολύ μεγάλη πτώση ως προς την εμπιστοσύνη που απολαμβάνουν από το 2007 κι έπειτα, παρόλο που ποτέ δεν είχαμε ούτως ή άλλως τα σκανδιναβικά επίπεδα, όπου υπάρχει ισχυρή εμπιστοσύνη στα ΜΜΕ. Η διαφθορά κάποιων ΜΜΕ, η διαπλοκή με πολιτικούς είναι σίγουρα παράγοντες που προώθησαν την καχυποψία και τα κατέστησαν συνενόχους στη συνείδηση μεγάλου μέρους του κοινού» λέει στο TPP ο Αντώνης Καλογερόπουλος, Μετα-διδακτορικός Ερευνητής στο Ινστιτούτο Reuters για τη Μελέτη της Δημοσιογραφίας (Reuters Institute for the Study of Journalism-RISJ).
Συζητώντας, αναρωτιέμαι αν υπάρχει άλλη χώρα που το σύνθημα «Αλήτες, Ρουφιάνοι, Δημοσιογράφοι» να έχει ακουστεί με τόσο πάθος από τόσες κοινωνικές ομάδες όσο στην Ελλάδα.
Εκδήλωση εμπιστοσύνης στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Η Ελλάδα στην τελευταία θέση μαζί με τη Νότια Κορέα.
Ένα αδιαμφισβήτητα ενδιαφέρον στοιχείο που εντυπωσίασε και τους ίδιους τους ερευνητές, είναι ότι η έλλειψη εμπιστοσύνης κυριαρχεί εξίσου σε όλο το φάσμα των πολιτών, ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας, μορφωτικού επιπέδου και εισοδήματος-κοινωνικής τάξης.
Η Ελλάδα, έτσι, βάσει του Ερευνητικού Ινστιτούτου του Reuters, είναι η μοναδική χώρα όπου οι πολίτες της εμπιστεύονται περισσότερο τα κοινωνικά δίκτυα (social media) από τα κυρίαρχα ΜΜΕ για να ενημερωθούν και να διασταυρώσουν τα νέα της ημέρας.
Ποσοστό πολιτών που πιστεύει ότι τα ΜΜΕ (μπλε σκούρο) και τα social media (ανοιχτό μπλε) κάνουν καλή δουλειά στο διαχωρισμό αληθινών και ψεύτικων ειδήσεων. Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα όπου υπερτερεί η πίστη στα social media.
Η αμέσως επόμενη ερώτηση (ανοιχτού τύπου) που εύλογα απηύθυναν οι ερευνητές ήταν «Γιατί;». Τα εν λόγω στοιχεία δεν έχουν δημοσιευτεί ακόμα, αλλά ο κ. Καλογερόπουλος μας δίνει μια εικόνα για τους Έλληνες συμμετέχοντες: «Γιατί θεωρούν ότι μπορούν να διασταυρώσουν μέσω των σχολίων το αν μια είδηση είναι αληθινή ή όχι» ήταν η επικρατέστερη απάντηση. Πιστεύουν, δηλαδή, πως έτσι κάνουν το δικό τους fact-checking απέναντι στις ειδήσεις των αφερέγγυων ΜΜΕ, και παρά τα αμφίβολα κίνητρα αλλά και την αναξιοπιστία των εκάστοτε διαδικτυακών σχολιαστών, το κοινό δηλώνει μεγαλύτερη πίστη σε αυτούς απ' ό,τι στους δημοσιογράφους.
«Οι Έλληνες είναι, επίσης, από τους πρώτους σε σχολιασμό και αναδημοσίευση (sharing) ειδήσεων στα social media, μαζί με την Τουρκία και χώρες της Λατινικής Αμερικής, το οποίο συνδέεται και με τα συναισθήματα και την ανάγκη έκφρασης μετά την κρίση» προσθέτει ο κ. Καλογερόπουλος.
«Προσωπικά θα ανησυχούσα αν οι Έλληνες εμπιστεύονταν και πολύ τα παραδοσιακά μίντια, αλλά ούτε η άκριτη εμπιστοσύνη στα social media είναι καθησυχαστική, αφού σίγουρα δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τη δημοσιογραφική δουλειά» σχολιάζει ο ερευνητής στο TPP.
Σύμφωνα με τον ίδιο, ο κίνδυνος να εγκλωβιστούμε σε μια «φούσκα» ομοϊδεατών μας μέσω των κοινωνικών μας δικτύων και να χάσουμε την επαφή με την άλλη άποψη δεν αυξάνεται, μιας και ούτως ή άλλως, και στην προ-social-media ζωή δημιουργούσαμε τον κοινωνικό μας περίγυρο βάσει των πολιτικών απόψεων και του μορφωτικού μας επιπέδου. Αντιθέτως, σήμερα, σπάει αυτή η μονότονη «ηχώ» παρεμφερών απόψεων (echo chambers), λόγω της έκθεσής μας σε εκατοντάδες ή χιλιάδες φίλους στο Facebook που σίγουρα κάπου θα διαφωνούμε και θα μοιράζονται και περιεχόμενο που εμείς από μόνοι μας δε θα το προσεγγίζαμε. «Τη δεκαετία του '90, πολύ πιο δύσκολα θα έφτανε ένα άρθρο αριστερής εφημερίδας σε έναν δεξιό και το αντίστροφο, σε σχέση με σήμερα» λέει ο κ. Καλογερόπουλος.
Αντιφάσεις;
Ενώ υπάρχει έντονη συμμετοχή των αναγνωστών μέσω του σχολιασμού και της αναδημοσίευσης των ειδήσεων, ταυτόχρονα, συναντάμε πρώτη την Ελλάδα στο λεγόμενο «news avoidance», δηλαδή, την πλήρη αποστροφή των ανθρώπων προς την ενημέρωση. «Υπάρχει ένα κομμάτι στην Ελλάδα που έχει πάθος με τις ειδήσεις και εκφράζει άποψη για τα πολιτικά στα social media, αλλά υπάρχει κι ένα κομμάτι που έχει κουραστεί πολύ από την ειδησεογραφία και αποστασιοποιείται, κι ας αφορούν οι ειδήσεις άμεσα την ίδια του τη ζωή. Το τοπίο είναι πιεστικό. Δηλαδή, σε μια πιο σταθερή χώρα θα χρειάζονταν δεκαετίες για τόση παραγωγή ειδήσεων όση έχουμε στην Ελλάδα μέσα σε λίγα χρόνια» είναι η εξήγηση του κ. Καλογερόπουλου.
Πρώτοι οι Έλληνες και οι Τούρκοι στην αποφυγή ενημέρωσης.
Ένα άλλο σημείο που γεννά απορία, βάσει των ευρημάτων, είναι το γιατί φιγουράρουν πρώτα σε επισκεψιμότητα site που ανήκουν σε συστημικά ΜΜΕ (in.gr, skai.gr κ.ά.), παρά την κατάφωρη καχυποψία των Ελλήνων προς αυτά ακριβώς τα ΜΜΕ. «Στην Ελλάδα, πράγματι διαβάζονται σταθερά διάφορα site των κυρίαρχων ΜΜΕ ή γνωστών δημοσιογράφων που πουλάνε το brand τους (όπως το enikos.gr του Νίκου Χατζηνικολάου), αλλά επικρατούν Μέσα που γεννήθηκαν στο διαδίκτυο. Αυτό είναι πιο εμφανές αν συγκρίνουμε με άλλες χώρες. Δυστυχώς, το δραματικό είναι ότι ανάμεσα στα site με μεγάλη επισκεψιμότητα είναι και κάποια που προωθούν τον ρατσισμό, την ομοφοβία, τις θεωρίες συνωμοσίας και τρομοκρατούν για ζητήματα δημόσιας υγείας, όπως ο εμβολιασμός» καταλήγει ο κ. Καλογερόπουλος.
Τα πιο δημοφιλή site για online ενημέρωση στην Ελλάδα.
Οικονομική αβεβαιότητα
Ο ερευνητής Nic Newman, στο σημείο που αγγίζει το οικονομικό μέλλον των μίντια και τα βιώσιμα επιχειρηματικά μοντέλα, θέτει ερωτήματα περισσότερο, παρά προσφέρει ιδέες και απαντήσεις. «Πώς θα πείσουν οι δημοσιογραφικοί οργανισμοί τον κόσμο να πληρώσει;» «Μπορούν με συνεργασίες να ανταγωνιστούν την Google και τη Facebook, που παίρνουν την μερίδα του λέοντος στις διαφημίσεις;» «Ποια σύζευξη οικονομικών μοντέλων θα διασώσει την ποιοτική δημοσιογραφία;» Για να καταλήξει ότι, ειδικά η κρίση των fake news (ψεύτικες ειδήσεις), είναι ίσως ό,τι καλύτερο ή ό,τι χειρότερο συνέβη στη δημοσιογραφία και σε κάθε περίπτωση θα μας κάνει να «συγκεντρώσουμε το μυαλό μας αλλά και τα πορτοφόλια μας» προκειμένου να βρούμε λύσεις.
Πολλά μεγάλα Μέσα βάζουν μηνύματα ώστε οι αναγνώστες τους να καταργήσουν το ad blocking (μπλοκάρισμα διαφημίσεων που πετάγονται στη σελίδα), στο οποίο παρεμπιπτόντως, η Ελλάδα στέφεται εκ νέου πρωταθλήτρια. Σε έρευνες με focus group (ομάδες εστίασης), ο κ. Καλογερόπουλος έχει παρατηρήσει συστηματικά ότι ο κόσμος αγνοεί πλήρως το μέγεθος της κρίσης που περνάνε οι δημοσιογραφικοί οργανισμοί και πιστεύει ότι τα «κλικ» ισοδυναμούν με χρήματα.
H Ελλάδα της κρίσης, κατέχει άλλη μια πρωτιά… αντίστροφη: Μόνο το 2% πληρώνει για να διαβάζει ειδήσεις στο ίντερνετ, ενώ ένα 6% δηλώνει προετοιμασμένο να το κάνει. Σε κάθε περίπτωση, οι ερευνητές δεν προβλέπουν ότι κάποιο συγκεκριμένο επιχειρηματικό μοντέλο θα ευδοκιμήσει και το μιντιακό τοπίο φαντάζει ακόμα πιο δυσοίωνο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τους.
Ποσοστό ανά χώρα που πληρώνει για να έχει πρόσβαση σε ειδήσεις στο διαδίκτυο. Τελευταίοι οι Έλληνες και οι Τσέχοι με 2%.
Καλά νέα ήρθαν φέτος, μόνο από την Αμερική, με το φαινόμενο «Trump bump». Οι άνθρωποι που πληρώνουν πλέον τις ειδήσεις τους στο διαδίκτυο αυξήθηκαν (από 8% στο 16%) αφού «ο Τραμπ κατηγόρησε συγκεκριμένες εφημερίδες ως εχθρούς του, καθιστώντας τες 'αντιπολίτευσή' του. Ως αντίδραση, κυρίως νέοι άνθρωποι έγιναν συνδρομητές στους New York Times κλπ» όπως εξηγεί ο κ. Καλογερόπουλος στο TPP.
Ο αντίποδας του Βορρά
Η βόρεια Ευρώπη και συγκεκριμένα η Σκανδιναβία έχει παραδοσιακά εμπιστοσύνη στα ΜΜΕ της. Πώς εξηγείται αυτό; «Υπάρχει κοινωνικό κεφάλαιο σε αυτές τις χώρες, υψηλή εμπιστοσύνη στους θεσμούς, γιατί είναι πράγματι αξιόπιστοι και έτσι και τα μίντια είναι αξιόπιστα, και η διαπλοκή μεταξύ πολιτικών και ΜΜΕ είναι χαμηλή. Ως εκ τούτου, όταν έγινε η μετάβαση των παραδοσιακών Μέσων στο διαδίκτυο, ο κόσμος συνέχισε να τα εμπιστεύεται και όταν έθεσαν pay wall, τότε, επίσης, αρκετοί πλήρωσαν για να τα διαβάζουν» απαντά ο ερευνητής του Reuters, συμπληρώνοντας ότι, οι κάτοικοι των χωρών αυτών «διαθέτουν, φυσικά, καλύτερους μισθούς και βιοτικό επίπεδο αλλά και μεγαλύτερη διάθεση να πληρώσουν μέσω ίντερνετ για διάφορες υπηρεσίες, ενώ αντίθετα αρκετοί Έλληνες φοβούνται τις ηλεκτρονικές συναλλαγές».
Επίλογος;
Για τους ερευνητές, διανύουμε μεν ενδιαφέρουσες εποχές, όπου το μιντιακό τοπίο μεταβάλλεται, αλλά ταυτόχρονα υπάρχει έντονος προβληματισμός για το ποια οικονομικά μοντέλα όχι μόνο θα επιβιώσουν αλλά θα αποτελέσουν έρεισμα για μια πιο ποιοτική δημοσιογραφία. Όπως το συνοψίζει η Melissa Bell των Vox Media: «Λιγότερος από τον μισό πληθυσμό των 36 χωρών που ερευνήσαμε (43%) εμπιστεύεται τα ΜΜΕ, ενώ σχεδόν το 1/3 (29%) αποφεύγει συνειδητά τις ειδήσεις […]. Αντί να εμπλουτίζει τις ζωές των ανθρώπων, η δουλειά μας τους προκαλεί θλίψη. […] Η βιομηχανία των μίντια […] περπατά στην κόψη του ξυραφιού. Και μάλλον, η μεγαλύτερη απειλή δεν προέρχεται απ' έξω: Έχουμε μια διαλυμένη βιομηχανία ΜΜΕ γιατί διαλύσαμε τη σχέση εμπιστοσύνης με το κοινό μας».
Ταυτότητα της έρευνας:
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε 70.000 πολίτες από 36 χώρες, οι οποίοι διαθέτουν πρόσβαση στο διαδίκτυο. Την έρευνα Digital News Report 2017 διεξήγαγε το Reuters Institute σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Αναλυτικά η έρευνα, στα αγγλικά, εδώ.