Αναλυτικότερα, ο ΔΣΑ στην ανακοίνωσή του αναφέρει ότι προ ολίγων ημερών, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας εξέδωσε ομόφωνη απόφαση, «η οποία έταμε το ζήτημα της παραγραφής της εξουσίας της φορολογικής διοίκησης για διαπίστωση παραβάσεων, με γνώμονα τις συνταγματικές αρχές του κράτους δικαίου και της ασφάλειας δικαίου».
«Μετά την θορυβώδη, σκωπτική και προσβλητική αντιμετώπιση από υπουργικά χείλη, ο πρωθυπουργός αποδοκίμασε την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου χαρακτηρίζοντάς την «θεσμικό εμπόδιο» σημειώνει ο ΔΣΑ.
Παράλληλα, ο ΔΣΑ, αναφέρει ότι προχθές, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα έκρινε ομόφωνα, επιλαμβανόμενη προσφυγής του ΔΣΑ, ότι η επιβολή υποχρεωτικής εγκατάστασης τερματικών POS από τους δικηγόρους δεν είναι σύννομη και προσθέτει: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Αρχή είχε πλήρη αρμοδιότητα προς τούτο καθώς εκ του νόμου ελέγχει την ύπαρξη ή ανυπαρξία νομίμου ερείσματος κάθε πράξης, η οποία αφορά σε επεξεργασία προσωπικών δεδομένων (άρθρο 4 ν. 2472/1997)».
Παρά ταύτα, συνεχίζει ο ΔΣΑ, «κύκλοι του υπουργείου Οικονομικών δημοσιοποίησαν την πρόθεσή τους να αδιαφορήσουν για την κρισιολόγηση της Αρχής και να επιβάλουν αναγκαστικώς το μέτρο που κρίθηκε παράνομο» και σημειώνει: «Το δίδυμο των παραπάνω φαινομένων δείχνει συνεπή δυσανεξία έναντι της νομιμότητας».
Εξάλλου, καταλήγει ο ΔΣΑ, είναι γνωστό ότι «σε ένα κράτος δικαίου οι αποφάσεις των δικαστηρίων και των ανεξαρτήτων Αρχών, υπόκεινται μεν σε κριτική, γίνονται όμως σεβαστές από την εκτελεστική εξουσία. Σε αντίθετη περίπτωση ενεργοποιούνται οι προβλεπόμενες κυρώσεις, εν προκειμένω δε (για το ζήτημα των POS) οι αστικές, διοικητικές και ποινικές κυρώσεις του ν. 2472/1997».