Σημ: Το Editorial γράφτηκε στις 18 Ιουλίου, με αφορμή την πρώτη απόρριψη των αιτήσεων αποφυλάκισης της Ηριάννας και του Περικλή. Τρεις μήνες μετά, πιστεύουμε ότι είναι λέξη προς λέξη επίκαιρο
Υπάρχουν τρία σημεία που αξίζει να εξετάσει κανείς στις υποθέσεις του Περικλή και της Ηριάννας. Το πρώτο είναι φυσικά οι παράλογες, καφκικές καταδίκες, με σχεδόν ανύπαρκτα στοιχεία. Το μερικό δείγμα DNA μπορεί να αμφισβητείται στοιχειοθετημένα από πάνω από 170 επιστήμονες αλλά και τον εξειδικευμένο γενετιστή που κατέθεσε ενώπιον της έδρας, ωστόσο για εισαγγελέα και δικαστές ήταν αρκετό προκειμένου οι δύο κατηγορούμενοι να οδηγηθούν στη φυλακή. Η ελληνική «δικαιοσύνη» είναι όντως πολλές φορές τυφλή. Δε βλέπει τι συμβαίνει μπροστά της. Ή καλύτερα, δεν θέλει να δει.
Μετά την απόρριψη της αίτησης αναστολής, η θλίψη και η ντροπή μεγαλώνουν, όσο κι αν η αποφυλάκισή τους φαινόταν δύσκολη. Στην αδικία προστέθηκε η περιφρόνηση για δύο ανθρώπινες ζωές που καταστρέφονται μέρα με τη μέρα στη φυλακή. Για τον εισαγγελέα κ.Προβατάρη, η ενασχόληση της Ηριάννας με το διδακτορικό της είναι αμελητέο ζήτημα, αφού βρίσκεται ακόμα σε «όχι και τόσο σημαντικό στάδιο». Η ενασχόληση της με τη διδασκαλία, που διακόπτεται και κανείς δεν ξέρει αν και πότε θα συνεχιστεί, θεωρείται απλά ως «συνέπεια του εγκλεισμού της». Τα ιατρικά προβλήματα του Περικλή δεν σημαίνουν και «βλάβη από την κράτηση» αφού μπορούν να αντιμετωπιστούν στη φυλακή, στο διαβόητο κολαστήριο του Κορυδαλλού. Με απλά λόγια, η καταστροφή δύο ζωών δεν μπήκε ποτέ στο ζύγι της «δικαιοσύνης». Τόσο προκλητικά και τόσο κυνικά.
Στέκονται επίσης πολύ «άτυχοι». H Ηριάννα και ο Περικλής δεν είχαν την τύχη των καταχραστών της Energa, ή των περισσότερων από τους (λίγους) καταδικασθέντες για το ναρκόπλοιο Noor1. Δεν είχαν την τύχη να είναι πολιτικά πρόσωπα, όπως ο Γιάννος Παπαντωνίου ή ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου, ή να θεωρηθούν ακίνδυνοι για τέλεση νέων εγκλημάτων, όπως οι χρυσαυγίτες με τις δεκάδες δικογραφίες για κάθε λογής πολιτικά και κοινωνικά εγκλήματα. Δεν έτυχε να ζητήσουν οι δανειστές την αθώωση τους, όπως συνέβη με τους εμπειρογνώμονες του ΤΑΙΠΕΔ, ή ακόμα και την αποζημίωσή τους, όπως συμβαίνει τώρα με τον Ανδρέα Γεωργίου της ΕΛΣΤΑΤ. Η Ηριάννα και ο Περικλής είναι δύο πρόσωπα άγνωστα και ταυτόχρονα γνωστά. Η περιπέτεια τους μοιάζει με τον καθρέπτη που κοιτάει κάθε απλός άνθρωπος και καταλαβαίνει τι μπορεί να του συμβεί
Υπάρχει όμως κι ένα ακόμα ζήτημα, που αφορά εξολοκλήρου την κυβέρνηση, η οποία συνηθίζει να υιοθετεί τον ρόλο του παρατηρητή σε μια σειρά από ζητήματα. Αντί να καταφεύγει στην απλή κριτική δικαστικών αποφάσεων, η κυβέρνηση μπορεί να τις αποφύγει με το νομοθετικό της έργο. Να κλείσει δηλαδή τα «παράθυρα» που επιτρέπουν τον διασυρμό της Δικαιοσύνης από μερίδα στελεχών της. Οι αντεργατικές αποφάσεις (όπως π.χ. του Αρείου Πάγου για την προστασία των εργοδοτών που δεν πληρώνουν) διορθώνονται με νομοθετική προστασία των εργαζομένων και ενίσχυση της εργατικής νομοθεσίας (αυτής που ξεχειλώνεται εδώ και επτά χρόνια). Ο τρομονόμος, μάλλον το μεγαλύτερο παράθυρο από όλα, θα πρέπει να καταργηθεί (ή έστω να περιοριστεί δραστικά) προκειμένου να αποφευχθούν αδικίες όπως οι παραπάνω, αλλά και του Τάσου Θεοφίλου, του οποίου τα πέντε χρόνια στη φυλακή δεν επιστρέφονται. Υπάρχει τέτοια βούληση; Πολύ αμφίβολο, δεδομένου ότι μόλις πριν από περίπου ένα μήνα, επιχειρήθηκε η διεύρυνση του τρομονόμου, ακόμα και στο δημόσιο λόγο.
Η «δικαιοσύνη» χρησιμοποιεί την Ηριάννα και τον Περικλή για να δώσει ένα μάθημα φρονημάτων, και καταφέρνει το ακριβώς αντίθετο. Το πραγματικό μάθημα απευθύνεται σε όλη την κοινωνία, που με τέτοιες υποθέσεις νιώθει εκτεθειμένη και απροστάτευτη. Όσο όμως υπάρχουν αδικίες και λάθη που δεν γυρίζουν πίσω, τόσο υπάρχουν άλλες και άλλα που μπορούν να διορθωθούν. Με κοινωνική εγρήγορση και πολιτική βούληση. Γιατί πρέπει κάποια στιγμή και σύντομα, η «δικαιοσύνη» να γραφτεί σωστά. Χωρίς εισαγωγικά και με κεφαλαίο δέλτα.