Την αντίδραση του ΔΝΤ μεταφέρει η Καθημερινή με δημοσίευμά της τη Δευτέρα, σημειώνοντας πως το Ταμείο «απέφυγε να σχολιάσει» τη δικαστική απόφαση, «ως πάγια πολιτική» του, αλλά και στο πλαίσιο του σεβασμού του στις αποφάσεις της Δικαιοσύνης. Την ίδια στιγμή όμως, όπως σημειώνεται στο δημοσίευμα, δεν κρύβει την ανησυχία του για την πορεία της υπόθεσης, αφού η δήλωση του εκπροσώπου που μεταφέρεται στο δημοσίευμα αναφέρει πως «σε σχέση με την ΕΛΣΤΑΤ, το εκτελεστικό συμβούλιο του ΔΝΤ πρόσφατα υπογράμμισε την ανάγκη η Ελλάδα να πολλαπλασιάσει τις προσπάθειές της ώστε να προφυλάξει την αξιοπιστία της στατιστικής αρχής και να εγγυηθεί την ανεξαρτησία της».
Όπως αναφέρεται, το ενδιαφέρον της Ουάσινγκτον δεν περιορίζεται στην καταδίκη του, αλλά και στην έτερη δικαστική διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη, για ψευδή βεβαίωση στοιχείων, η οποία έχει μάλιστα κακουργηματικό χαρακτήρα. Προφανώς, αιτία της αγωνίας δεν είναι άλλη από την πιθανότητα να απειληθεί το πρόγραμμα και να «βρεθεί στον αέρα».
Εκείνο που αξίζει να σημειωθεί, σύμφωνα με το δημοσίευμα, είναι το γεγονός πως οργανώσεις στατιστικολόγων και παλαιοί συνάδελφοί του φέρονται να συνεισέφεραν στο πρόσφατο παρελθόν σε μια εκστρατεία συγκέντρωσης χρημάτων για τη νομική του εκπροσώπηση, την ώρα που ένα ακόμα ταμείο για τον ίδιο σκοπό άνοιξαν οι πρώην συμφοιτητές του Α. Γεωργίου στο Πανεπιστήμιο του Amherst. Η εφημερίδα, δε, σημειώνει πως τα δύο ταμεία είναι πλέον άδεια.
Το δημοσίευμα φιλοξενεί και δηλώσεις του ερευνητή του Ινστιτούτου Bruegel Νίκολας Βερόν, που αναφέρει πως «είναι προφανές ότι ο κ. Γεωργίου έφερε ακεραιότητα στη στατιστική διαδικασία στην Ελλάδα, σε αντίθεση με το τι γινόταν μέχρι τότε. Είναι λυπηρό διότι φαίνεται ότι αυτός είναι ακριβώς ο λόγος για τον οποίο διώκεται – επειδή έβαλε τη στατιστική ακρίβεια πάνω από τις πολιτικές επιδιώξεις».
Οπως εξηγεί ο Ν. Βερόν, «χρειάζεται να κάνει πολύ περισσότερα για να προστατέψει την ακεραιότητα των κυβερνητικών στατιστικών. Η υπόθεση Γεωργίου δείχνει ότι το υπάρχον σύστημα δεν επαρκεί. Είναι απλώς απαράδεκτο να διώκονται στατιστικολόγοι επειδή επέμειναν στα σωστά νούμερα».