Γύρω στις 3 τα ξημερώματα της Πέμπτης 17 Αυγούστου 1944, δεκάδες μηχανοκίνητα και πεζοπόρα τμήματα του Γερμανικού Στρατού μαζί με Γερμανούς και Έλληνες ταγματασφαλίτες, με προεξέχον το μηχανοκίνητο τάγμα του δωσίλογου Νίκου Μπουραντά. εισέβαλαν στη Νίκαια από την περιοχή της Πέτρου Ράλλη στο ύψος του Γ' Νεκροταφείου και από το Περιβολάκι (Πλατεία Δαβάκη) και την περικύκλωσαν.
Τις πρώτες πρωινές ώρες,σε όλες τις γειτονιές αντηχούν τα χωνιά των ταγματασφαλιτών: «Προσοχή- προσοχή! Σας ομιλούν τα τάγματα ασφαλείας. Όλοι οι άντρες 14 έως 60 ετών να πάνε στην πλατεία της Οσίας Ξένης διά έλεγχο ταυτοτήτων. Όσοι εντοπίζονται στα σπίτια τους θα τουφεκίζονται επί τόπου»..
Έπειτα από μερικές ώρες περίπου 20.000 Κοκκινιώτες βρίσκονταν στην πλατεία και εκεί ξεκίνησαν οι δωσίλογοι (φορώντας κουκούλες για να μην αναγνωρίζονται) να υποδεικνύουν στους Ναζί τους Έλληνες πατριώτες πρόσφυγες που κατοικούσαν στην Κοκκινιά. Αυτοί οδηγούνταν στη Μάντρα της Κοκκινιάς (μερικά στενά μακριά από την πλατεία) με την κατηγορία ότι ήταν κομμουνιστές και εκτελούνταν ομαδικά.
Ο χαφιές της Κοκκινιάς, Μπατράνης, διακρίνει μέσα στο πλήθος τον λοχαγό του ΕΛΑΣ Αποστόλη Χατζηβασιλείου και με ειρωνεία τον χαιρετά ‘τα σέβη μου λοχαγέ’, δίνοντας έτσι το σύνθημα, για να τον βασανίσουν επί τόπου φριχτά, βγάζοντάς του το ένα μάτι με μια ξιφολόγχη, ζητώντας του να αναγνωρίσει με το άλλο και να καταδώσει τους συναγωνιστές του.
Κάποιοι έσκυψαν το βλέμμα, θες για να μη βλέπουν το αποτρόπαιο θέαμα, θες από τον φόβο μη λυγίσει κάτω από τα βασανιστήρια και τους αναγνωρίσει.
Αυτός όμως τους φώναξε: «Πατριώτες, ψηλά το κεφάλι! Δεν προδίνω κανέναν!» Σέρνεται για να κρεμαστεί αναίσθητος. Λίγο πριν το τέλος του ψέλλισε. «ΣΥΝΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΕΚΔΙΚΗΣΗ».
Λίγο μετά το μεσημέρι οι εκτελέσεις σταμάτησαν. Στη μάντρα, τα πτώματα, σωρός το ένα πάνω στο άλλο, κείτονται στο αίμα που έχει δημιουργήσει ένα παχύ στρώμα.
«Ότι βρείτε δικό σας» λέει ο επικεφαλής των Γερμανών στους κουκουλοφόρους χαφιέδες, οι οποίοι σπεύδουν και σκυλεύουν τα πτώματα. Τα γερμανικά πολυβόλα εκτελούν και τους ίδιους.
Ταυτόχρονα με τις ομαδικές εκτελέσεις, οι Γερμανοί λεηλάτησαν και έκαψαν δεκάδες σπίτια. Στο τέλος της ημέρας εκατοντάδες πτώματα μεταφέρθηκαν και θάφτηκαν στο Γ' Νεκροταφείο, ενώ περίπου 8.000 Κοκκινιώτες οδηγήθηκαν ως όμηροι στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου.
Στο χώρο της Μάντρας η εικόνα είναι αποτρόπαια. Σωρός τα πτώματα, τσουβαλιασμένα το ένα πάνω από το άλλο. Το αίμα δύο πήχες έγλυφε το πάτωμα. Οι Γερμανοί δίνουν διαταγή στους κουκουλοφόρους να σκυλέψουν τους νεκρούς. Αυτοί ορμούν πάνω στα κουφάρια των ηρώων και αρχίζουν να τους παίρνουν Ρολόγια, δαχτυλίδια , βέρες κ.α. Δεν πρόλαβαν να ολοκληρώσουν την πράξη τους και οι ίδιοι οι Γερμανοί εκτέλεσαν κάποιους από αυτούς επί τόπου.
Η αυλαία αυτής της τραγωδίας κλείνει το απόγευμα, οπότε και ξεδιαλέγονται 8.000 Κοκκινιώτες και στέλνονται στο στρατόπεδο του Χαιδαρίου Ένα τεράστιο ανθρώπινο ποτάμι ξεκίνησε από την Κοκκινιά για το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου
Σε όλους τους δρόμους της Κοκκινιάς ακούς μόνο κλάματα μανάδων, συζύγων και παιδιών, ενώ από παντού ρέει αίμα και η πόλη μυρίζει θάνατο.
Μαρτυρίες αναφέρουν ότι ένας από τους ταγματασφαλίτες που τους συνόδευαν, καθ΄ όλη τη διαδρομή φώναζε «Η Κοκκινιά δεν είναι εδώ. Η Γερμανία είναι εδώ. Πάρτε το χαμπάρι και θα πεθάνετε όλοι σας». Από το Χαϊδάρι γύρω στα 1.800 άτομα σέρνονται στα κολαστήρια της Γερμανίας.
Το Μπλόκο της Κοκκινιάς! Ή, όταν το αίμα πότισε τους δρόμους, πότισε τη Μάντρα της Κοκκινιάς, γράφοντας Ιστορία!
Της λήθης το πηγάδι μπορεί να «κατάπιε» πολλά, το Μπλόκο όμως της Κοκκινιάς θα είναι πάντα εκεί για να μας θυμίζει την βαρβαρότητα των Γερμανών κατακτητών, τη λύσσα των Γερμανοτσολιάδων Συνεργατών & Καταδοτών και τους αγώνες ενός ανυπότακτου κόσμου.
Είναι κάτι σαν ανάγκη, κάτι σαν “χρέος” αυτή η ελάχιστη αναφορά , έστω και αν είναι «βαρύ» και «στενάχωρο» το θέμα.
Χαράματα Παρασκευής, 17 Αυγούστου 1944, η κόκκινη γειτονιά, η Κοκκινιά, ζώστηκε από Γερμανούς και τους Συνεργάτες με μηχανοκίνητες στρατιωτικές ομάδες και εν μέσω πυροβολισμών και εκρήξεων χειροβομβίδων, 20.000 άνδρες από 14 έως 60 χρονών, μαζεύτηκαν στην πλατεία της Οσίας Ξένης.
Βασανιστήρια, ξυλοδαρμοί και μετά η θηριωδία:
76 εκτελέστηκαν στην Μάντρα, 50 σε μια άλλη μάντρα στα Αρμένικα, 40 κάηκαν στο Σχιστό και εκατοντάδες εκτελέστηκαν εν ψυχρώ στους δρόμους, στα σοκάκια και στα σπίτια τους.
8.000 έκλεισαν στο Χαϊδάρι, από τους οποίους 1.000 έστειλαν στα κάτεργα της Γερμανίας, ως ομήρους, οι περισσότεροι των οποίων δεν γύρισαν.
Πρωταγωνιστές αυτής της εφιαλτικής φρικωδίας ο Πλυτζανόπουλος και ο Σγούρος, οι οποίοι και ΑΘΩΩΘΗΚΑΝ από την «Ελληνική Δικαιοσύνη» το Μάρτιο του 1947, για τα εγκλήματά τους.
Ούτε οι νεκροί, ούτε ο αγώνας τους δικαιώθηκε.
Πηγή: αρχείο ΕΡΤ