Η σύμπτωση δύο επετείων, αφενός των εξήντα ετών από τη Συνθήκη της Ρώμης, στις 25 Μαρτίου 1957, και αφετέρου των 100 ετών από τη Ρωσική Επανάσταση του 1917, θέτει με ειρωνικό τρόπο τη διερώτηση για το τι έχουν απογίνει σήμερα τα οράματα που στήριξαν τα δύο γεγονότα.
του Διονύση Σκλήρη
(Δημοσιεύτηκε στο 4ο τεύχος του περιοδικού ΖΗΝ)
Δύο γεγονότα συνδεόμενα άλλωστε μεταξύ τους καθώς ένας από τους στόχους της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, προδρόμου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήταν εξαρχής μια ευρωπαϊκή καπιταλιστική ολοκλήρωση με γεωπολιτικές παραμέτρους ως ανάσχεση της σοβιετικής επιρροής σε ένα ψυχροπολεμικό πλαίσιο. Εξήντα χρόνια μετά, και παρά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», η συσπείρωση απέναντι στη Ρωσία επαναπροβάλλεται ως ποθούμενη ιδεολογική συνοχή σε μία αποσυντιθέμενη Ευρώπη, όπου κυριαρχούν όλο και περισσότερο οι φυγόκεντρες δυνάμεις, σε μία λογική «αν ο Ψυχρός Πόλεμος δεν υπήρχε, θα έπρεπε να τον (επαν)εφεύρουμε». Οι προβαλλόμενες ιδεολογικές διαφορές, όμως, μοιάζουν όλο και περισσότερο καρικατούρες του παλιού εαυτού τους: Μια υποτιθέμενη πάλη μεταξύ των ευρωπαϊκών δημοκρατικών αξιών και του ευρασιατικού αυταρχισμού δυσκολεύεται να κρύψει ή να συγκρατήσει ένα πιο φλέγον διακύβευμα, αυτό μεταξύ αφενός της παγκοσμιοποιημένης μονοτροπίας μιας ακροκεντρώας φιλελεύθερης συναίνεσης και αφετέρου ενός μεταφασισμού που νοσταλγεί την εθνική και πολιτισμική καθαρότητα ως προστασία από τις αβεβαιότητες αυτής της παγκοσμιοποίησης. Ένα δίλημμα που και αυτό παραμένει στη σφαίρα του μετα-ιδεολογικού, ελλείψει μιας αυθεντικής αριστερής αντιπρότασης.
Ας δούμε, όμως, λίγο πιο συγκεκριμένα αυτή τη μετα-ιδεολογική μας συνθήκη. Η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα ήταν τέκνο της ευφορίας των τριών πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, όπου κατά την ανοικοδόμηση στο πλαίσιο του συστήματος ισοτιμιών του Bretton Woods, τα κύρια ευρωπαϊκά κράτη είχαν σταθερούς ρυθμούς ανάπτυξης και αύξησης των μισθών, ενώ παρά την ψυχροπολεμική προτεραιότητα υπήρχαν ακόμη στα εθνικά κοινοβούλια πραγματικά ιδεολογικά διλήμματα που απευθύνονταν στη δημοκρατική διαδικασία. Μετά, όμως, την κρίση του καπιταλισμού στη δεκαετία του 1970 και την κατάρρευση του συστήματος του Bretton Woods, η Ευρωπαϊκή Ένωση εξελίχθηκε σε μία προσπάθεια δημιουργίας μιας νέας εσωτερικής σταθερότητας μέσα σε έναν παγκόσμιο καπιταλισμό αποδιαρθρωμένο, όπου η υπερδύναμη των Η.Π.Α. είχε ανταλλάξει την ισχύ της στη βιομηχανική παραγωγή με μία πρωτοπορία της στο ολοένα και πιο αποχαλινωμένο χρηματοπιστωτικό σύστημα, στην ψηφιακή τεχνολογία και στη στρατιωτική υπεροπλία. Στο πλαίσιο αυτό και ιδίως μετά τη διάλυση των σοσιαλιστικών καθεστώτων κατά τη δεκαετία του 1990, η Ευρωπαϊκή Ένωση κατέστη όλο και περισσότερο ένας μηχανισμός αφαίρεσης της δημοκρατίας μέσω μιας μετάθεσης των αποφάσεων σε υπερεθνικούς και μεταδημοκρατικούς θεσμούς που στήριζαν παγίως το νεοφιλελεύθερο δόγμα της ιδιωτικοποίησης των βιομηχανιών και των υπηρεσιών, της διάλυσης του κοινωνικού κράτους και της προτεραιότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα. Βεβαίως, η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε ξεκινήσει εξαρχής ως μία οικονομική κοινότητα υπερεθνικής και μεταδημοκρατικής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης με ψυχροπολεμικό άλλοθι. Δεν θα ήταν σωστό να πούμε ότι άλλαξε χαρακτήρα στην πορεία. Ωστόσο, αρχικά βάσισε την ελκυστικότητά της σε ένα όραμα ειρήνης και αδέλφωσης των ευρωπαϊκών λαών, που θα μπορούσαν πλέον να ζήσουν για πρώτη φορά στην Ιστορία τους χωρίς πολέμους μεταξύ τους, στο δημοκρατικό κεκτημένο με μια περισσότερο πολιτισμική και δικαιωματική έννοια της δημοκρατίας και στη δυνατότητα ελεύθερης διακίνησης και των προσώπων. Στην πορεία τα ελκυστικά ιδεώδη έδειξαν ένα σκληρό πρόσωπο: Το ιδανικό της εσωτερικής ειρήνης όντως επικράτησε, αλλά με τίμημα την αύξηση των πολέμων στο εξωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου η νατοϊκή Δύση αναζητούσε μέσω «ανθρωπιστικών πολέμων» την εξόντωση αποδιοπομπαίων τράγων για την εξασφάλιση της εσωτερικής συνοχής της, μια διαδικασία στην οποία Ε.Ε. και ΝΑΤΟ υπήρξαν συχνά συγκοινωνούντα δοχεία. Και ακόμη χειρότερα, η έστω και εσωτερική αυτή ειρήνη είχε ως τίμημα την εγκατάσταση ενός μηχανισμού μαζικής αφαίρεσης της δημοκρατίας με τη μεταφορά των αποφάσεων από τα εθνικά κοινοβούλια σε μη εκλεγμένες γραφειοκρατίες και σε διακρατικούς θεσμούς όπου η αντιπροσώπευση χάνεται κάπου στη μετάφραση. Ακόμη και η ελκυστική ελεύθερη διακίνηση των προσώπων κατέστη τραγική οιονεί αναγκαστική διακίνηση των προσώπων, καθώς η αύξηση των ανισοτήτων εντός της Ένωσης αναγκάζει πλέον τους πολίτες των λιγότερο ανταγωνιστικών κρατών να μεταναστεύσουν. Κάπως έτσι η Ευρωπαϊκή Ένωση κατέστη συνώνυμη της μεταδημοκρατίας και της αναγκαστικής διαρκούς κινητικότητας στο πλαίσιο μιας όλο και πιο συνθλιπτικής λιτότητας.
Σήμερα, εξήντα χρόνια μετά την ίδρυση της Ε.Ο.Κ., είναι σαφές ότι οι λαοί της Ευρώπης απεχθάνονται την επιβεβλημένη αυτή μονοτροπία, η προσπάθεια, όμως, για έξοδο λαμβάνει τη μορφή μιας νέας Δεξιάς, που συχνά φλερτάρει με έναν ιδιότυπο μεταφασισμό. Ο λόγος που οι περισσότεροι λαοί της Ευρώπης (με μια από τις λίγες εξαιρέσεις τον ελληνικό, αλλά ίσως όχι για πολύ) στρέφονται προς τη Νέα Δεξιά αντί για την Αριστερά ίσως δεν είναι δύσκολο να κατανοηθεί: Η Νέα Δεξιά έχει μία σαφή απάντηση: Επιστροφή στην αγκαλιά της εθνοκρατικής προστασίας και κλείσιμο των συνόρων. Μπορεί να είναι μία απάντηση όχι εύκολα πραγματοποιήσιμη, οδυνηρή, ενίοτε και ουτοπική. Είναι, όμως, σαφής. Έναντι αυτής της καθαρής πρότασης λύσης, η Αριστερά συνήθως κάνει δύο διαφορετικά πράγματα: Ή προτείνει μικρούς συμβιβασμούς εντός της ευρωπαϊκής πολιτικής, οι οποίες δεν πείθουν τους λαούς ότι θα πάνε πέρα μιας ξεθυμασμένης πολιτισμικής και δικαιωματικής Αριστεράς που δεν θα μπορέσει να αλλάξει τη βαρβαρότητα της καθημερινής ζωής τους. Ή, όταν προτείνει έξοδο από το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, αναγκάζεται είτε να γίνει ουραγός του δεξιού εθνικισμού, είτε να μιλήσει με ειλικρίνεια επαγγελλόμενη ακόμη μεγαλύτερες θυσίες από τους λαούς, χωρίς σαφή ορίζοντα ελπίδας, και χωρίς την κινητοποίηση των αρχέγονων μηχανισμών άμυνας που μπορεί να κινητοποιήσει ο δεξιός εθνικισμός, και όλα αυτά σε ένα περιβάλλον ιδεολογικής κατίσχυσης του αντικομμουνισμού και γεωπολιτικών φοβήτρων.
Το ότι οι λαοί στρέφονται περισσότερο στη Νέα Δεξιά, παρά στην Αριστερά, μοιάζει, λοιπόν, να έχει ως αιτία το πλεονέκτημα σαφήνειας που εκ των πραγμάτων διαθέτει πάντα αυτός που επικαλείται πιο πρωτόγονες διεξόδους. Όταν η απειλή για τους λαούς είναι η επισφάλεια από το άνοιγμα στον πιο άγριο ανταγωνισμό από κοινού με άνωθεν επιβεβλημένες πολιτικές λιτότητας που διαιωνίζουν τον φαύλο κύκλο της κρίσης, τότε η επαγγελία μιας ασφάλειας ερχόμενης από το παρελθόν φαίνεται ακαταμάχητη. Χωρίς αυτό να απαλλάσσει την Αριστερά από τις ευθύνες της, που δεν έχει καταφέρει να πείσει.
Είναι τραγικό, αλλά φαίνεται ότι οι εκλογές φαίνεται να έχουν δημοκρατικό νόημα υπερβαίνοντας την αναγκαστική συναίνεση μόνο όταν οι λαοί εκλέγουν αυτούς που χλευάζουν τη δημοκρατία. Και κατά ειρωνικό τρόπο, η απάντηση που δίνεται σήμερα στη μεταδημοκρατία είναι ο μεταφασισμός αυτών που επαγγέλλονται ότι μπορούν να είναι και εντός και εκτός του δημοκρατικού παιχνιδιού. Ακόμη πάντως και αυτή η στροφή των λαών σε λύσεις ασφάλειας και καθαρότητας ερχόμενες από το παρελθόν μοιάζει να επαναφέρει μια ελάχιστη πολιτική ενδεχομενικότητα στη γηρασμένη Δύση. Έχει ενδιαφέρον να δούμε τι γίνεται την ίδια στιγμή στην περιφέρεια και εκτός της. Στη Ρωσία η επέτειος των εκατό ετών από την Επανάσταση του 1917 δίνει την αφορμή να διαφανεί μία άλλου είδους μετα-ιδεολογία. Η επανάσταση εντάσσεται σε ένα αφήγημα εθνικής συνέχειας με την έμφαση στον χαρακτήρα της ως μεγάλης «Ρωσικής» επανάστασης. Τονίζεται ο ρόλος της στην εκβιομηχάνιση της Ρωσίας σε μία οιονεί ομογενή πορεία από την τσαρική Ρωσία στον νέο συγκεντρωτισμό του Vladimir Putin. Κατά άρση, το ίδιο αφήγημα τονίζει την αρνητική επίδραση που είχαν οι διεισδύσεις της Δύσης.
Κατά έναν παράδοξο τρόπο στη Δύση μπορεί να αποδοθεί και η διείσδυση της κομμουνιστικής ιδεολογίας ή η εργαλειοποίηση του μπολσεβικισμού από γεωπολιτικά συμφέροντα στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου, αλλά και η κατοπινή προσπάθεια να ανατραπεί ο μπολσεβικισμός με την ένοπλη δράση των δυτικών δυνάμεων που προωθούσαν όμως και τα εθνικά τους συμφέροντα πλάι στα ιδεολογικά. Στο αφήγημα αυτό έχει μικρότερη σημασία η ιστορική ιδεολογική τοποθέτηση, αν ήταν κάποιος με τους «Κόκκινους» ή τους «Λευκούς», και περισσότερο μια «ρωσική ψυχή», που ήξερε και να αντιμετωπίσει ηρωικά όσους την επιβουλεύονταν και να καρτερήσει στους χαλεπούς καιρούς μεταξύ Πολέμου και Ειρήνης. Η εθνική συμφιλίωση επέκεινα της ιδεολογικής διαφοράς εκβάλλει εντέλει σε μία μετα-ιδεολογία, όπου εικόνες μεγαλείου του παρελθόντος μπορεί να είναι ακρίτως τσαρικές ή κομμουνιστικές, αρκεί να κατατείνουν στη Ρωσία του σήμερα ως μία συνέχιση του μεγαλείου του χθες.
Έχει τώρα ενδιαφέρον να δούμε ότι μια παρόμοια μετα-ιδεολογία λαμβάνει χώρα και στη Νότια Αμερική. Ύστερα από μία δεκαετία ελπιδοφόρας κατίσχυσης αριστερών κυβερνήσεων που απαντούσαν στις παρεμβάσεις των Η.Π.Α. και τον καταστροφικό ρόλο του Δ.Ν.Τ., έχουμε μια δυναμική επάνοδο της Δεξιάς στη Βραζιλία, την Αργεντινή και αλλού. Το ενδιαφέρον είναι ότι οι νέες Δεξιές της Νότιας Αμερικής δεν διαφημίζουν πλέον την ιδεολογική τους διαφορά από τις προηγούμενες αριστερές κυβερνήσεις, αλλά μάλλον στήνουν αφηγήματα εθνικής συνέχειας που περιλαμβάνουν τόσο τις αριστερές όσο και τις δεξιές στιγμές, με τις τελευταίες να υπερτερούν υποτίθεται στην καλή διαχείριση μέσα σε ένα ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον.
Την ίδια στιγμή στην Κίνα το αμάλγαμα τυπικού κομμουνισμού και κρατικού καπιταλισμού με προσφορά φτηνής εργατικής δύναμης ακολουθεί μία πολιτική οδό στην οποία μία πεφωτισμένη γραφειοκρατία συνεχίζει να κυβερνά χωρίς να επιτρέπει δημοκρατία, παρά μόνο μία σχετική φιλελευθεροποίηση στο επίπεδο της ελευθερίας της συνείδησης. Μπορεί να γίνει ορατό ένα μέλλον όπου η πίστη στη δύναμη των ελίτ θα μπορεί να συνυπάρχει με περισσότερες δημοκρατικές ελευθερίες στο πλαίσιο μάλιστα ενός πολιτισμικού κομφουκιανισμού που να συνδυάζει στωική αποδοχή της εξουσίας με πνευματικές αξίες στο τοπικό επίπεδο. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν η συνθήκη αυτή είναι το παρελθόν της Ευρώπης, οπότε περιμένουμε λόγω της παγκοσμιοποίησης η Κίνα να μεταρρυθμιστεί πλησιάζοντας το δημοκρατικό κεκτημένο, η δε τωρινή της κατάσταση ερμηνεύεται ως ανήκουσα σε παλαιότερες περιόδους της Ευρώπης όταν διήγε περιόδους πεφωτισμένης δεσποτείας, όπου ο αυταρχισμός ήταν αναγκαίος για την εμπέδωση δομών πρόσφορων στον καπιταλισμό. Ή αν, αντιθέτως, η κινεζική συνθήκη είναι το μέλλον της Ευρώπης, ένα μέλλον που η Ευρώπη θα κληθεί να μιμηθεί. Εντέλει, πόσο διαφέρει η διοίκηση της Κίνας από μια επαΐουσα κάστα γραφειοκρατών με σταδιακή παραχώρηση ελευθεριών και άνοδο του βιοτικού επιπέδου στον λαό από την ευρωπαϊκή συνθήκη όπου και πάλι οι αποφάσεις έχουν εκχωρηθεί σε πολιτικώς ανεύθυνα σώματα στο ευρωπαϊκό κέντρο, ενώ η περιφέρεια αρκείται σε μία πολιτισμική και δικαιωματική κατανόηση της δημοκρατίας χωρίς πραγματική εξουσία των λαών; Τι, αλήθεια, φαίνεται ευκολότερο σήμερα, μία μεταρρύθμιση της Κίνας προς την κατεύθυνση του δημοκρατικού κεκτημένου ή μία μεταρρύθμιση της Ευρώπης προς μία βίντατζ πεφωτισμένη δεσποτεία;
Θα λέγαμε, λοιπόν, ότι στη μεν Ευρώπη έχουμε μία κρίση, η οποία δίνει την ευκαιρία σε μία νέα Δεξιά να προωθήσει έναν ιδιότυπο μεταφασισμό, όπου εθνικιστές ηγέτες αμφισβητούν την ακροκεντρώα συναίνεση διεκδικώντας να είναι και μέσα και έξω από το παιχνίδι της. Δεν είναι σίγουρο ότι η Νέα Δεξιά αυτή αποτελεί μία γνήσια πολιτική εναλλακτική ή απλώς μία στιγμή όπου ο καπιταλισμός για λίγο καιρό ξαποσταίνει και ξανά προς τη δόξα τραβά. Το γεγονός είναι ότι μετά από πάρα πολύ καιρό αμφισβητείται η παγιωμένη συναίνεση και, ιδίως στο γεωπολιτικό επίπεδο, διανοίγονται δυνατότητες αδιανόητες πρωτύτερα, όπως λ.χ. η αποδιάρθρωση θεσμών, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, ή η αμφισβήτηση θεσμών, όπως το ΝΑΤΟ. Παράλληλα, σε αναπτυσσόμενες χώρες του κόσμου, όπως στη Ρωσία και στη Νότιο Αμερική, οι νέες Δεξιές παγιώνουν αφηγήματα εθνικής συνέχειας και συνοχής, όπου το αριστερό ή κομμουνιστικό παρελθόν θεωρούνται ως αφομοιώσιμες στιγμές ενός εθνικού μεγαλείου. Παραμένει ως άγνωστος x το Ισλάμ, που φαντάζει ως το μόνο αναφομοίωτο σε μια παγκοσμιοποιημένη συνθήκη διαρκούς αφομοίωσης και αναχώνευσης των πιο διαφορετικών ιδεολογικών ετερογενειών. Εξ ου και η Ιστορία παραμένει απρόβλεπτη.