της Νάντιας Ρούμπου
Ψίθυροι φόβου και άγνοιας
Το 2013, έναν χρόνο αφού διαγνώσθηκε ως φορέας του ιού HIV, ο απολυμένος εργαζόμενος προσελήφθη από τη μεγάλη εταιρεία ρούχων στην Ελλάδα και όπως πολλοί οροθετικοί, επέλεξε να μην γνωστοποιήσει στον χώρο εργασίας του ότι είναι φορέας. Δύο χρόνια αργότερα, εμφάνισε στο δέρμα του σάρκωμα καπόζι, δηλαδή μία μορφή καρκίνου του δέρματος που εμφανίζεται συχνά σε οροθετικούς.
Η δικηγόρος και νομική εκπρόσωπος της οργάνωσης Κέντρο Ζωής που στηρίζει τους ανθρώπους που ζουν με HIV/AIDS, Χαρά Παπαγεωργίου, εξηγεί στο TPP ότι «το σάρκωμα ήταν πράγματι εμφανές και είχαν ήδη αρχίσει να ακούγονται οι σχετικοί ψίθυροι στο κατάστημα, ωστόσο οι φωνές πήραν άλλη διάσταση όταν μία συνάδελφος του τρυπήθηκε κατά λάθος με ένα αντικλεπτικό ρούχων. Η γυναίκα αυτή, φοβήθηκε ότι με το ίδιο αντικλεπτικό είχε τρυπηθεί και εκείνος προηγουμένως και ότι κάτι θα κολλήσει».
Κατανοώντας τις ανησυχίες τής συναδέλφου του, ο οροθετικός εργαζόμενος τής είπε ανοιχτά ότι είναι φορέας, την καθησύχασε και της πρότεινε να την πάει στον γιατρό του. Έτσι και έγινε και ο γιατρός τής εξήγησε αναλυτικά γιατί δε διατρέχει κανέναν κίνδυνο. Όπως αναμενόταν, μετά από αυτό το περιστατικό έμαθαν την ιστορία και οι υπόλοιποι εργαζόμενοι του καταστήματος. Προκλήθηκε ταραχή και η υπεύθυνη τού καταστήματος, «ως όφειλε» όπως σχολιάζει η δικηγόρος, ενημέρωσε τη διοίκηση της εταιρείας. Σύμφωνα με την κ. Παπαγεωργίου, «η εταιρεία εξέφρασε την πρόθεση της να τον απολύσει, αλλά η υπεύθυνη τού καταστήματος διαμαρτυρήθηκε, υποστηρίζοντας ότι είναι καλός υπάλληλος και δε συντρέχει λόγος απόλυσης». Λίγους μήνες αργότερα, η εταιρεία απέλυσε την υπεύθυνη.
Η απόλυση
Σύμφωνα με τα όσα υποστηρίζει ο οροθετικός και απολυμένος εργαζόμενος, η εταιρεία δημιούργησε μία νέα θέση για εκείνον την επόμενη κιόλας μέρα αφού η διοίκηση ενημερώθηκε για το περιστατικό, και του ζητήθηκε να γίνει αποθηκάριος προκειμένου να μην έρχεται σε επαφή με τρίτα άτομα. «Αυτή ήταν και η πρώτη άμεση διάκριση που έγινε εις βάρος του» τονίζει η δικηγόρος που έχει αναλάβει την υπόθεση. «Βλέποντας ότι η προσπάθεια τους να τον εξωθήσουν σε παραίτηση δεν ευδοκίμησε, τον μετακίνησαν σε άλλο πιο κεντρικό κατάστημα με περισσότερη δουλειά, ενώ λίγους μήνες αργότερα, τον Μάρτιο του 2017 ήρθε τελικά και η απόλυση».
Ο απολυμένος εργαζόμενος προσέφυγε τότε στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ), καταγγέλλοντας τη στάση της επιχείρησης και συγκεκριμένα, την απόλυσή του λόγω οροθετικότητας ως παράνομη και αντίθετη στις διατάξεις του νόμου 4443/2016 που απαγορεύει τη διακριτική μεταχείριση εργαζομένου λόγω χρόνιας πάθησης στην εργασία. Η εταιρεία, όμως, «υποστήριξε ότι είχε άγνοια επί του θέματος και ότι ο άνθρωπος απολύθηκε γιατί ήταν “κακός εργαζόμενος”» εξηγεί η δικηγόρος.
Όταν βρέθηκαν στο ΣΕΠΕ, η εταιρεία «λόγω του εταιρικού της προφίλ κοινωνικής ευθύνης και της κατάστασης τού πρώην εργαζομένου της», πρότεινε να επαναπροσληφθεί ώστε το θέμα να διευθετηθεί εξωδικαστικά. Σύμφωνα με τη δικηγόρο όμως, η πασίγνωστη πολυεθνική ρούχων δεν αναγνώρισε την ακυρότητα της παράνομης απόλυσης που είχε προηγηθεί. Επιπλέον, δεν δέχτηκε να προβεί σε ενέργειες που θα συνέβαλαν στην αποκατάσταση της προσβολής της προσωπικότητας που είχε υποστεί ο απολυμένος, ούτε δέχτηκε να αποκαταστήσει τη βλάβη της υπόληψής του στο εργασιακό του περιβάλλον, το οποίο εξαιτίας της συμπεριφοράς της εταιρείας ήταν επιφυλακτικό, αν όχι και εχθρικό, προς τον ίδιο.
Ο Συνήγορος του Πολίτη, έχει εκδώσει σχετικό πόρισμα, με το οποίο αναγνωρίζει ότι ο συγκεκριμένος εργαζόμενος απολύθηκε παράνομα, ενώ ταυτόχρονα απορρίπτει τους ισχυρισμούς των εργοδοτών ότι «δε γνώριζαν την οροθετικότητά του» και εισηγείται την επιβολή διοικητικών κυρώσεων στην εργοδότρια εταιρεία.
«Εμείς αυτό που λέμε από την πλευρά μας είναι ότι μετά από αυτή τη βλάβη που δέχτηκε εις βάρος της προσωπικότητάς του, καθώς και εις βάρος των εργασιακών του δικαιωμάτων, δεν μπορεί απλώς να επανέλθει στην εργασία του. Πρέπει να προηγηθούν κάποιες ενέργειες που να αποκαταστήσουν το εργασιακό κλίμα με τους συναδέλφους και με τη διοίκηση ώστε να νιώθει ασφαλής» εξηγεί η κ. Παπαγεωργίου.
Η υπόθεση κατέληξε τελικά στις δικαστικές αίθουσες, καθώς ο απολυμένος εργαζόμενος αξιώνει από την εταιρεία να αναφέρει επίσημα ότι κακώς τον απέλυσε λόγω της οροθετικότητάς του και να τον επαναπροσλάβει, αφού πρώτα κάνει επίσημη ενημέρωση σε όλο το προσωπικό σχετικά με το ότι δεν κινδυνεύει κανείς, αφού ο HIV δεν μεταδίδεται με τη χειραψία, το φιλί ή τη χρήση αντικειμένων από κοινού, όπως το μπάνιο.
«Ο κόσμος δυστυχώς έχει πολύ ελλειπή ενημέρωση σχετικά με τη μετάδοση του ιού και το κράτος δεν έχει μεριμνήσει να μπει μέσα στις επιχειρήσεις και να σπάσει αυτή την άγνοια», προσθέτει η δικηγόρος.
Η υπόθεση εκδικάσθηκε στις 30 Οκτωβρίου 2017 στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και τώρα αναμένεται η έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου.
Το TPP επικοινώνησε με την Benetton, αλλά η εταιρεία δεν ήθελε να κάνει κάποιο σχόλιο σχετικά με την υπόθεση. Αφού δημοσιεύτηκε το εν λόγω ρεπορτάζ, η Benetton επικοινώνησε η ίδια με το TPP και απέστειλε γραπτή απάντηση στην οποία αναφέρει ότι «υπάρχει νομική διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη και μέχρι να εκδοθεί απόφαση από το δικαστήριο, δεν μπορεί να σχολιάσει». Παράλληλα, προσθέτει ότι «ο υπάλληλος έχει απολυθεί για λόγους εντελώς άσχετους με εκείνους που ισχυρίζεται»
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα έχει καταδικαστεί στο παρελθόν για καταχρηστικές απολύσεις οροθετικών από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ενώ βάσει μαρτυριών οροθετικών, οι ίδιοι έχουν υποφέρει πολύ στο εργασιακό τους περιβάλλον είτε γιατί δεν ήξεραν πού να κρύψουν τα χάπια τους που ήθελαν ψυγείο είτε γιατί έπρεπε να προφασίζονται δικαιολογίες για να μην κάνουν επαγγελματικά ταξίδια σε χώρες που, στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, απαγορευόταν η είσοδος οροθετικών. Ένα θετικό βήμα που πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 2016 είναι η βελτίωση της ελληνικής νομοθεσίας, με την ενσωμάτωση της Οδηγίας «για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία».
Reworkers: «Πρακτικές στιγματισμού, ρατσισμού και διακρίσεων θα μας βρίσκουν απέναντί τους»
Για την υπόθεση έχει κινητοποιηθεί και η συλλογικότητα Reworkers, τονίζοντας με ανακοίνωσή της ότι «πρακτικές στιγματισμού, ρατσισμού και διακρίσεων, εντός και εκτός χώρων δουλειάς, θα μας βρουν απέναντι». Συγκεκριμένα, η συλλογικότητα καταγγέλει ότι «η ευαισθησία της Benetton εξαντλείται στις διαφημιστικές καμπάνιες», ενώ υπενθυμίζει την ευθύνη της εταιρείας για «το έγκλημα του 2013, δηλαδή την κατάρρευση ενός οκταώροφου εργοστασίου που κατασκεύαζε ρούχα για λογαριασμό της στο Μπαγκλαντές και έχασαν τη ζωή τους 1.138 άνθρωποι, ενώ εκατοντάδες τραυματίστηκαν».
«Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η πολυεθνική επιχείρηση Benetton έχει υιοθετήσει δεκαετίες τώρα μια στρατηγική επιθετικού μάρκετινγκ, η οποία βασίζεται, υποτίθεται, στην προώθηση της “παγκόσμιας αγάπης” και του “σεβασμού απέναντι στο διαφορετικό”», συνεχίζει η συλλογικότητα, υπενθυμίζοντας και την προσπάθεια της εν λόγω εταιρείας να τραβήξει, μέσω φωτογραφιών, την προσοχή σε διάφορα κοινωνικά ζητήματα, επιδιώκοντας «να γκρεμίσει το τείχος της αδιαφορίας και να συνεισφέρει στην κοινωνική συνειδητοποίηση του κόσμου».
«Δεν υπάρχει καμία αυταπάτη ότι η ευαισθησία της Benetton, και της κάθε Benetton εξαντλείται στις διαφημιστικές καμπάνιες και τις εκστρατείες επικοινωνίας. Το μόνο που υπολογίζει είναι το κέρδος με κάθε μέσο και κάθε κόστος» κλείνουν οι Reworkers.
Σημείωση: Το όνομα της εταιρείας γνωστοποιήθηκε στο ThePressProject από την ανακοίνωση – καταγγελία της συλλογικότητας των Reworkers. Η δικηγόρος κ. Χαρά Παπαγεωργίου και το Κέντρο Ζωής ούτε επιβεβαίωσε, ούτε διέψευσε την πληροφορία.
*Η φωτογραφία του άρθρου τραβήχτηκε το 1990 από την τελειόφοιτη τότε φοιτήτρια φωτογραφίας, Τερέζ Φραρ, και απεικονίζει τον Ντέιβιντ Κίρμπι, γκέι ακτιβιστή, να πεθαίνει λόγω του AIDS, με την οικογένειά του δίπλα του. Η φωτογραφία της, μερικά χρόνια αργότερα, ήταν ανάμεσα στις 100 φωτογραφίες, που σύμφωνα με το Time, άλλαξαν τον κόσμο και έγινε η «σημαία» της Benetton.