Στα τέλη της δεκαετίας του '80 η ΕΣΣΔ θέλησε να απαντήσει στις κατηγορίες που δεχόταν για την πολιτική κατάχρηση της ψυχιατρικής επιστήμης, δηλαδή τον εγκλεισμό αντιφρονούντων σε άσυλα. Δέχτηκε μια αντιπροσωπεία αμερικανών επιστημόνων που πήραν συνεντεύξεις από τροφίμους ψυχιατρείων και συγγενείς τους. Το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από την έκθεση που συνέταξαν μετά οι αμερικανοί ειδικοί.
Δεν χρειάζεται να μου επισημάνει κανείς ότι οι αντιφρονούντες σήμερα δεν κλείνονται σε ψυχιατρεία. Το ξέρω. Θα ισχυριστώ παρ’ όλ’ αυτά ότι είναι τρομακτικό το πόσο καλά ταιριάζει αυτή η περιγραφή στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει η συστημική διανόηση και ενημέρωση την αντιμνημονιακή ρητορική.
Το επιχείρημα της σοβιετικής βαρβαρότητας σε σχέση με την ψυχιατρική αντιμετώπιση των αντιφρονούντων μπορούσε να συνοψιστεί στο ότι κανείς άνθρωπος που είναι στα συγκαλά του δεν θα αμφισβητούσε την αξία του κομμουνιστικού καθεστώτος, αφού ήταν το καλύτερο στον κόσμο. Ομοίως, θα έλεγα, κανείς δεν δικαιούται να αμφισβητήσει την τρέχουσα συνθήκη του νεοφιλελεύθερου μονόδρομου χωρίς να κριθεί με κριτήρια ψυχολογικά. Ως γνωστόν, ο καλύτερος τρόπος για να πειστείς ότι είσαι γνωστικός είναι να βάλεις ζουρλομανδύα στον γείτονά σου. Ομοίως, η βεβαιότητα ότι κάνουμε αυτό που πρέπει προκύπτει από το ότι μόνο παράφρονες εξακολουθούν να ασκούν κριτική. Επειδή πρόκειται για “καθεστωτικό επιχείρημα”, το χρησιμοποιούσε η Νέα Δημοκρατία εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά το χρησιμοποιεί και ο ΣΥΡΙΖΑ εναντίον των συντρόφων που δεν ακολούθησαν την πορεία του στον δρόμο προς την ευθύνη. Τα παραδείγματα λοιπόν αντλούν και από τη δεξιά και από τη συριζαϊκή (ας την πούμε “νεοδεξιά”) πλευρά, με κοινό τους έδαφος την αλλεργία προς τις αντιρρήσεις.
Ξεκινώ από το κλασικό παράδειγμα, την “παλαβή αριστερά” του Πάσχου Μανδραβέλη. Η “παλαβή αριστερά” δεν είναι ένας πολιτικός αντίπαλος, είναι ένα τσούρμο γελοίοι. Δεν ονομάζονται παράφρονες, είναι κάπως πιο συγκαταβατικά χαριτωμένοι: παλαβοί. Χαρακτηρίζονται δηλαδή από ένα μείγμα αφέλειας και άγνοιας κινδύνου. Ο όρος εμφανίζεται αρχικά στα Αγγλικά ως loony left και εισάγεται στη γλώσσα της “Καθημερινής” για να γελοιοποιήσει αυτά στα οποία ποτέ δεν απαντά.
Τα πολιτικά πρόσωπα που δεν ακολούθησαν την στροφή του ΣΥΡΙΖΑ προς την εξαχρείωση που συναντούμε σήμερα, όπως η Κωνσταντοπούλου και ο Βαρουφάκης, κρίνονται πάντοτε ως υλικό για το ντιβάνι ή το άσυλο. Η Ζωή Κωνσταντοπούλου ως υστερικιά, τρελή κλπ και ο Γιάννης Βαρουφάκης ως νάρκισσος, από πολιτικούς και ψυχιάτρους. Είναι γνωστό ότι ο Πάνος Καμμένος αναφέρεται μονίμως ως ψεκασμένος, παρότι ήταν ο Μάκης Βορίδης, ο Φώτης Κουβέλης κ.ά. που είχαν καταθέσει σχετικές επερωτήσεις στη Βουλή. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάτι στο οποίο να συμφωνώ με τον Πάνο Καμμένο, αλλά η διαδικασία αυτή ήταν προφανώς κατάπτυστη.
Αν αναρωτηθούμε αν πρόκειται για κάτι που το κάνουν όλοι, η απάντηση είναι όχι. Αντιθέτως, εις ό,τι με αφορά, κατανοώ πολύ καλά τους λόγους για τους οποίους μπορεί κάποιος να πιστεύει το αντίθετο από αυτό το οποίο πιστεύω εγώ, χωρίς να έχω την ανάγκη να θεωρήσω τρελούς (ή προδότες) αυτούς με τους οποίους διαφωνώ ή έχω διαφορετικά και αντικρουόμενα συμφέροντα.
Δύο διανοούμενοι-υποστηρικτές της συστημικής/φιλελεύθερης ανάγνωσης της κρίσης, που έχουν συστηματικά προσφέρει τέτοια εργαλεία, είναι ο Στέλιος Ράμφος και ο Ματθαίος Γιωσαφάτ. Ο Στέλιος Ράμφος έχει επιχειρήσει σε ένα μικρό βιβλίο του (Ο “άλλος” του καθρέφτη. Ψυχογραφία της αγωνίας μας) να αναλύσει ψυχολογικά το ελληνικό πρόβλημα. Γράφει: “Θεωρώ κρίσιμο να επιμείνη κανείς στη συνθήκη του παιδισμού για να κάνη την προσέγγιση του ελληνικού γρίφου γονιμώτερη”. [Ο ελληνικός λαός] χρειάζεται έναν φύλακα άγγελο επί μονίμου βάσεως. […] Ο λαός υποστηρίζει παθιασμένα το σύμβολο του “πατέρα”, προσδοκά την αποτελεσματικώτερη κηδεμονία και διεκδικεί την ευεργετικώτερη κρατική μέριμνα και προστασία, ώστε να ξεπερνά με άνωθεν δοσίματα -τα πασίγνωστα “επιδόματα”- την βαθειά αγχώδη του ανασφάλεια”. (Πιστεύω ότι ο Ράμφος απέχει ποιοτικά παρασάγγας από τους επικαιρικούς ομοϊδεάτες του, αλλά αυτό δεν αφορά το συγκεκριμένο βιβλίο). Ο Γιωσαφάτ ξεπέρασε νομίζω κάθε όριο αυτογελοιοποίησης γράφοντας ότι “είμαστε ένας λαός που δεν έχει αγαπηθεί αρκετά. Και γι’ αυτό σπεύδουμε να πιστέψουμε όποιον μας υπόσχεται λίγη «αγάπη»… Γι’ αυτό αγαπήσαμε και όλες τις δικτατορίες που μας προέκυψαν και τις επικαλούμαστε ακόμα”. Ρωτήθηκε στη συνέχεια: “Γιατί στην Ελλάδα ακόμα επιμένουμε σε παρωχημένες σοσιαλιστικές ιδέες;” και απάντησε το μνημειώδες: “Αν είσαι νέος και δεν έχεις κοπέλα και ταυτόχρονα δεν έχεις και εργασία για να αυτοπραγματωθείς, ψάχνεις διέξοδο στην ιδεολογία…”
Η αντιπολιτευτική αμηχανία της ΝΔ την έχει οδηγήσει στην καταγέλαστη επιχειρηματολογική απόπειρα να πείσει το ακροατήριό της ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μια νέα σοβιετία. Κατά έναν παράδοξο τρόπο, το μόνο κοινό που βρίσκω εγώ μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΕΣΣΔ είναι η αντιμετώπιση της διαφωνίας ως παραφροσύνης. Η διαδικασία αυτή (“ψυχολογιοποίηση” ονομαζόταν στην αργκώ που καλλιεργούσαν τα συγγράμματα που με μπούκωνε κάποτε το Πάντειο) αποτελεί τον αντίποδα κάθε κριτικής ματιάς.
Το “πλοίο των τρελών” είναι μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα λογοτεχνική και εικονογραφική παράδοση. (Ο Μ. Φουκώ μάλιστα αναφέρει ότι αυτά τα καράβια υπήρξαν στην πραγματικότητα. Δεν προσθέτω ότι αυτό συνηθιζόταν κυρίως στη Γερμανία, για να μην ενθαρρύνω εθνικιστικά στερεότυπα). Αυτή την παράδοση θα πρέπει να συμβουλευτούν οι ιθύνοντες: βάζεις σε ένα καράβι όλους μαζί τους τρελούς και το ξαποστέλνεις. Εκεί οι τρελοί θα πίνουν, θα ξερνάνε, θα πνίγονται, θα βγουν σε κάποια μακρινή στεριά, αλλά θα ξέρουμε ότι τουλάχιστον εμείς που μείναμε εδώ δεν είμαστε τρελοί. Εμείς ξέρουμε τι κάνουμε. Κάνουμε ό,τι μας λένε.