Όταν κανείς καλείται να ασκήσει μια πολιτική, κρίνονται οι πράξεις του. Ο εσωτερικός ψυχολογικός διχασμός μπορεί να είναι πολιτικά αδιάφορος, αλλά είναι ένα δράμα που παρακολουθούμε συνεχώς, με νέα επεισόδια σχεδόν κάθε βδομάδα.
Μέσα στο κλασικό πλέον μέτωπο «ΣΥΡΙΖΑ εναντίον ΣΥΡΙΖΑ», αξίζει ιδιαίτερη μνεία στον Νίκο Φίλη, ο οποίος στο θέμα της (ν)τροπολογίας για τον περιορισμό των απεργιών (και διατάξεις όπως η αναγκαία ύπαρξη «δόλου» του εργοδότη για να τεκμηριωθεί εργατικό ατύχημα) ζήτησε τη συγκρότηση «ενός ρωμαλέου εργατικού κινήματος που μπορεί με τη μαζική και συνειδητή συμμετοχή των εργαζομένων να καταργήσει στην πράξη τις ρυθμίσεις για τις απεργίες που σχεδιάζει να ψηφίσει η κυβέρνηση». Ακόμα και με γνώμονα τις σχιζοφρενικές τάσεις του ΣΥΡΙΖΑ από το 2015 και μετά, η δήλωση Φίλη είναι αρκετά πρωτότυπη: Ποτέ ξανά βουλευτής δεν ζήτησε από την κοινωνία να καταργήσει νόμο που ετοιμάζεται να ψηφίσει.
Το τελευταίο διάστημα ο Νίκος Φίλης είναι η μόνιμη φωνή διαφωνίας στην κυβερνητική πλειοψηφία, ασκώντας κριτική σε μια σειρά από βασικά ζητήματα της ασκούμενης πολιτικής: Την πώληση όπλων στην Υεμένη (την οποία «πιθανότατα θα ψήφιζε και ο ίδιος αν το έλεγε το κόμμα»), τα πλεονάσματα 3,5%, το υπάρχον πλαίσιο για πλειστηριασμούς. Δεν είναι μόνος φυσικά στο παράδοξο σχήμα της ενδοκυβερνητικής αντιπολίτευσης: Τον Μάρτιο, για παράδειγμα, ο Πάνος Σκουρλέτης (η «δεύτερη φωνή» αυτήν την περίοδο στους διαφωνούντες) έγραφε ένα καταγγελτικό άρθρο στην «Εφημερίδα των Συντακτών» για την πώληση της ΔΕΗ, με αιχμές ακόμα και για «στημένο» διαγωνισμό.
Υπάρχουν βέβαια κάποια επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται σε τέτοιες περιπτώσεις, για να δικαιολογήσουν τις διαφωνίες βουλευτών, που συνοδεύονται από ένα ξερό «ναι σε όλα». Το πρώτο και πολυχρησιμοποιημένο είναι η «σωτηρία της χώρας», που θα έπρεπε όμως να συνοδεύεται και από ένα «συγγνώμη» προς τους προηγούμενους, που είχαν κατοχυρώσει αυτήν την πατέντα και λοιδορούνταν από τον τότε ΣΥΡΙΖΑ. Την περίοδο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, εμφανίστηκαν δύο ακόμα επιχειρήματα, που έχουν να κάνουν με το ηθικό πλεονέκτημα: «Δεν θα ρίξω εγώ την κυβέρνηση της Αριστεράς» και «δεν θα αφήσουμε τη χώρα σε αυτούς που την κατέστρεψαν 40 χρόνια».
Ένας βουλευτής που διαφωνεί αλλά δεν καταψηφίζει, καταργεί την ίδια του τη βουλευτική ιδιότητα. Όταν αυτό συμβαίνει κατά συρροή, το Κοινοβούλιο μεταβάλλεται σε διεκπεραιωτικό όργανο: η αντιπολίτευση κριτικάρει, διαμαρτύρεται, οι κυβερνητικοί βουλευτές εκφωνούν περισπούδαστους λόγους βγαλμένους από κυβερνητικά non paper και η σεμνή τελετή λήγει με μηχανικά «ναι σε όλα». Παράλληλα, η μετατροπή των κυβερνητικών βουλευτών σε πειθήνια όργανα, μειώνει δραστικά την πίεση προς την κυβέρνηση ώστε να επιτύχει περισσότερα στη διαπραγμάτευση. Είναι γνωστό από τις σχετικές αφηγήσεις ότι ο Τσίπρας στη διαπραγμάτευση του 2015 επαναλάμβανε συχνά ότι «αυτά δεν θα μπορέσω να τα περάσω από την κοινοβουλευτική μου ομάδα»
Αν ο κ.Φίλης, ή οποιοσδήποτε άλλος, διαφωνεί, γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν ρίχνει την κυβέρνηση, ούτε παραδίδει τη χώρα στην «καταστροφή των προηγούμενων». Μπορεί, αν το επιθυμεί να καταψηφίσει, αποδεχόμενος τις όποιες συνέπειες θα έρθουν στη συνέχεια (π.χ. διαγραφή, ως είθισται στα μνημονιακά χρόνια). Μπορεί επίσης, να παραιτηθεί και να δώσει τη θέση του μέσω της λίστας σε κάποιον πρόθυμο. Έτσι, και η πλειοψηφία των 153 δεν θα κινδυνεύσει, και ο ίδιος θα τηρήσει τα λεγόμενα και τα πιστεύω του. Δεν πρόκειται περί ιδεοληπτικής προσκόλλησης σε κάποια «ιδεολογική καθαρότητα», πρόκειται για τη στοιχειώδη απαίτηση να συμβαδίζουν οι λέξεις με τις πράξεις.
Ένα ακόμη επιχείρημα, από αυτά που δεν λέγονται από τους ίδιους τους διεκπεραιωτές μιας τέτοιας πολιτικής, είναι πως αυτή η στάση δεν είναι απλώς άτολμη και υποκριτική, αλλά και βαθύτατα υπολογιστική: η εσωτερική αντιπολίτευση σώζει τα προσχήματα απέναντι στο αριστερό ακροατήριο, λειτουργεί ως βαλβίδα αποσυμπίεσης για όσους διατηρούν τέτοιες ευαισθησίες, ενώ ταυτοχρόνως δεν εκθέτει την κυβέρνηση σε κανέναν κίνδυνο, αφού όλα τελειώνουν την ώρα που πρέπει επιτέλους να μεταφραστούν σε πράξη, δηλαδή σε ψήφο. Επίσης, αυτό δίνει μακροπρόθεσμα τη δυνατότητα να παραστήσει ο διαφωνών ότι κράτησε ψηλά τη σημαία της αριστεροσύνης όταν θα έρθει ο καιρός ο ΣΥΡΙΖΑ να ξαναγίνει αριστερός και αντιμνημονιακός, όταν θα είναι πάλι στην αντιπολίτευση. Διότι δεν πρέπει να έχουμε καμία απολύτως αμφιβολία ότι θα έρθει η στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ θα λέει αυτά που έλεγε παλιά, όταν θα είναι πάλι μόνο λόγια και δεν θα χρειάζεται να τα υποστηρίξει με πράξεις. Σε εκείνη τη φάση, πολιτικοί σαν τον Νίκο Φίλη θα μπορούν επαξίως να πουν “εγώ τα έλεγα” και να πρωτοστατήσουν στην αναβάπτιση του κόμματος στην αριστερή αθωότητα.
Ο διαχωρισμός μεταξύ του είναι και του φαίνεσθαι, του αληθινού και του ψεύτικου, του εσωτερικού και του εξωτερικού, γίνεται σαφής από την αρχαιότητα. Στην πολιτική, μέσα σε έναν ορυμαγδό δηλώσεων, δεσμεύσεων, διακηρύξεων και επικοινωνιακής στρατηγικής, γίνεται συνεχώς μια προσπάθεια θόλωσης των ορίων μεταξύ προσώπου και προσωπείου, προσπάθεια ανήθικη, αφού μόνο στόχο έχει την ιδιοτελή χειραγώγηση των πολιτών για την κατάληψη ή τη διατήρηση της εξουσίας. Η λύση είναι φυσικά απλή και καθόλου πρωτότυπη: Κοιτάμε πάντα τις πράξεις, όχι τα λόγια.
Για όποιον λοιπόν δεν παίζει μικροκομματικά παιχνίδια, υπάρχουν δύο μόνο επιλογές: υπερψηφίζει ή καταψηφίζει. Αυτό είναι ένα ασφαλές κριτήριο με το οποίο μπορεί και ο πολίτης που παρατηρεί αυτές τις διαμάχες να κρίνει ποιος υπερασπίζεται τι.