Οι άσχημες ειδήσεις του 2017 ήταν αμέτρητες. Ωστόσο ανάμεσα σε αυτές, υπήρξαν και σημαντικές νίκες που πέτυχαν κινήματα παγκοσμίως, μοιράζοντας ελπίδα για ένα καλύτερο 2018. Το Transnational Institute συγκέντρωσε 12 τέτοιες ιστορίες και σας τις παρουσιάζουμε συγκεντρωμένες εδώ.
του Roberto Veras De Oliveira στο Open Democracy
Η γενική απεργία της 28ης Απριλίου 2017 στη Βραζιλία έγινε 11 χρόνια μετά την τελευταία και 100 χρόνια μετά την πρώτη. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο συνδικαλισμός συμμετείχε ενεργά στην ιστορία της χώρας. Μετά τις δυο δεκαετίες δικτατορίας (1964-1985), κατά τη διάρκεια της οποίας υπέστη διώξεις, το συνδικαλιστικό κίνημα διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη διαδικασία εκδημοκρατισμού και κατάφερε να συμπεριλάβει κοινωνικές βελτιώσεις στο Σύνταγμα του 1988. Μεταξύ του 1983 και του 1996, τα βραζιλιάνικα συνδικάτα πραγματοποίησαν έξι γενικές απεργίες.
Από την αρχή, φάνηκαν δύο διαφορετικές προσεγγίσεις: η πρώτη, εκπροσωπούμενη από το Ενιαίο Κέντρο Εργατών (Unified Workers’ Central (Central Única dos Trabalhadores- CUT), δημιουργήθηκε το 1983 και είναι διάδοχος του λεγόμενου «νέου συνδικαλισμού» και συμμάχησε με το Εργατικό Κόμμα (PT). Η άλλη, εκπροσωπούμενη από την Εθνική Διάσκεψη της Εργατικής Τάξης (Conferência Nacional da Classe Trabalhadora- CONCLAT), δημιουργήθηκε την ίδια χρονιά με την υποστήριξη τομέων που συνδέονται με επίσημες ομοσπονδίες και συνομοσπονδίες και μετονομάστηκε το 1986 σε Γενική Συνομοσπονδία Εργαζομένων (Confederação Geral dos Trabalhadores- CGT). Λίγα χρόνια αργότερα, το 1991, ένα τμήμα αντιφρονούντων της CGT δημιούργησε την Συνδικαλιστική Δύναμη (Força Sindical – FS), η οποία υποστηρίζει ένα ρεαλιστικό όραμα που σχετίζεται με την ιδέα του νεοφιλελευθερισμού.
Στη δεκαετία του 1990, οι κυβερνήσεις των Φερνάντο Κολόρ ντε Μέλο και Φερνάντο Ενρίκε προώθησαν μια νεοφιλελεύθερη ατζέντα με μακροοικονομικές πολιτικές αποσυνδεδεμένες από τη δημιουργία θέσεων εργασίας: ιδιωτικοποιήσεις, εκποίηση δημόσιων υπηρεσιών, χαλαρότερες εργατικές νομοθεσίες, αντι-συνδικαλιστικές θέσεις κ.ο.κ. Αντιμέτωπα με τις συνέπειες της αύξησης της ανεργίας, της άτυπης αγοράς εργασίας και των περικοπών στους μισθούς και στις παροχές, τα σωματεία αναγκάστηκαν να αμυνθούν. Κατάφεραν σε μεγάλο βαθμό να παραμείνουν στην πρώτη γραμμή των διεκδικήσεων των εργαζομένων, αλλά δεν κατάφεραν να αναδείξουν την πολιτική ηγεσία που τα χαρακτήριζε στο παρελθόν.
Η γενική απεργία της 28ης Απριλίου 2017 στη Βραζιλία έγινε 11 χρόνια μετά την τελευταία και 100 χρόνια μετά την πρώτη.
Υπό τις προεδρίες του Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα και της Ντίλμα Ρούσεφ, η χώρα ξαναμπήκε σε μια πορεία οικονομικής ανάπτυξης και βελτίωσης της κατανομής του εισοδήματος. Οι καλύτερες, τυπικές συνθήκες στον εργασιακό χώρο και ένα πιο ευνοϊκό πολιτικό κλίμα ωφέλησαν τις επιδόσεις των συνδικάτων στις συλλογικές διαπραγματεύσεις και σε διάφορες περιπτώσεις πολιτικής δράσης. Αλλά αυτό δεν είχε ως αποτέλεσμα την ανάκαμψη του πολιτικού ρόλου που είχαν τα συνδικάτα στη δεκαετία του 1980. Η επικρατούσα θέση στο πλαίσιο της CUT ήταν να υποστηρίζει την ανάθεση της πρωτοβουλίας στην κοινωνική και εργασιακή ατζέντα στην κυβέρνηση, και αυτό οδήγησε σε εσωτερικές διαφωνίες. Ακολούθησε η εμφάνιση του Συνδικαλιστικού και Λαϊκού Κέντρου Conlutas (Central Sindical e Popular/Conlutas- CSP-Conlutas), επηρεασμένο από δύο κόμματα στα αριστερά του PT: το Κόμμα για τον Σοσιαλισμό και την Ελευθερία (Partido Socialismo e Liberdade – PSOL) και το Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα Εργατών (Partido Socialista dos Trabalhadores Unificado – PSTU). Το Εργατικό Κέντρο της Βραζιλίας (CTB) συνδέθηκε με το Κομμουνιστικό Κόμμα Βραζιλίας (PCdoB) και ήταν και Διασυνδικαλιστική (Inter-union).
Η δεύτερη θητεία της Ρούσεφ ξεκίνησε το 2015, στο πλαίσιο της έναρξης της οικονομικής κρίσης και της προώθησης των συντηρητικών δυνάμεων, με τη βοήθεια των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης και υποστηριζόμενων από την επιτυχώς συντονισμένη δεξιά δράση και στα δύο νομοθετικά σώματα καθώς και από τη μετατόπιση του δικαστικού σώματος προς τα δεξιά αλλά και την κινητοποίηση τμημάτων της μεσαίας τάξης κάτω από το σύνθημα της «καταπολέμησης της διαφθοράς». Η πίεση προς στην κεντροαριστερή κυβέρνηση συνέχισε να αυξάνεται στην αποπομπή της προέδρου με μη συνταγματικά μέσα. Το κοινοβουλευτικό, δικαστικό και μιντιακό πραξικόπημα διενεργήθηκε από τον Απρίλιο έως τον Αύγουστο του 2016. Με την απομάκρυνση της Ρούσεφ, ο αντιπρόεδρος Μισέλ Τέμερ επενέβη και ανέλαβε καθήκοντα αρχηγού του συνασπισμού που ελέγχονταν από το κόμμα του, το Βραζιλιάνικο Κόμμα Δημοκρατικού Κινήματος (PMDB) και το κόμμα του Καρντόζο, το Βραζιλιάνικο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (PSDB), το οποίο είχε ηττηθεί από το PT στις τέσσερις προηγούμενες εκλογές. Έκτοτε, καθώς η οικονομική κρίση βαθαίνει και η ανεργία φτάνει στο 13,7% (αφού έφτασε στο χαμηλότερο ποσοστό της, στο 4,8% το 2014), η σημερινή κυβέρνηση εφαρμόζει μια κοινωνικά και πολιτικά οπισθοδρομική ατζέντα. Παρά τα πολύ χαμηλά ποσοστά αποδοχής της και τις κατηγορίες για διαφθορά στην οποία εμπλέκονται βασικά στελέχη της -συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του προέδρου-, εξακολουθεί να βασίζεται στην ευρεία υποστήριξη από το Κογκρέσο και τα Μέσα, γεγονός που της επιτρέπει να συνεχίζει το πολιτικό και κοινωνικό της πρόγραμμα.
Η κυβέρνηση έχει τρεις κύριες προτεραιότητες. Πρώτον, τη δημοσιονομική προσαρμογή, η οποία αποσκοπεί κυρίως στη μείωση των δημοσίων δαπανών (η συνταγματική τροπολογία που θέτει ανώτατα όρια στον προϋπολογισμό για τα επόμενα 20 χρόνια, έχει εγκριθεί, με μόνη εξαίρεση τις πιστώσεις του προϋπολογισμού για τις πληρωμές τόκων). Δεύτερον, τον περιορισμό των κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων (έχει ήδη εγκριθεί ένας νόμος που επεκτείνει σε μεγάλο βαθμό την εξωτερική ανάθεση, ακόμη και στο πλαίσιο της δημόσιας διοίκησης, ενώ στο Κογκρέσο εξετάζονται επί του παρόντος πολλά νομοσχέδια για τη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας και των συντάξεων). Τρίτον, την εντατικοποίηση των ιδιωτικοποιήσεων και η μεταφορά δημόσιων επιχειρήσεων στον ιδιωτικό τομέα (συμβολικά είναι εδώ τα περιουσιακά στοιχεία της Petrobras και οι περιοχές εξόρυξης ορυκτών).
Το κοινοβουλευτικό, δικαστικό και μιντιακό πραξικόπημα διενεργήθηκε από τον Απρίλιο έως τον Αύγουστο του 2016. Με την απομάκρυνση της Ρούσεφ, ο αντιπρόεδρος Μισέλ Τέμερ επενέβη και ανέλαβε καθήκοντα αρχηγού του συνασπισμού που ελέγχονταν από το κόμμα του.
Δεν έχει βάλει στο στόχαστρο μόνο τις κοινωνικές πολιτικές των κυβερνήσεων Λούλα και Ντίλμα, αλλά και τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται από το Σύνταγμα του 1988, ακόμα και οι εγγυήσεις που περιλαμβάνονται στην Ενοποίηση των Εργατικών Νόμων (CLT) της δεκαετίας του 1940. Μέχρι στιγμής, οι διαμαρτυρίες εναντίον αυτής της μεταβολής έχουν κατασταλεί βίαια και ποινικοποιήθηκαν με την υποστήριξη των κυρίαρχων Μέσων. Το νέο σενάριο τοποθετεί έτσι τεράστια ευθύνη στους ώμους των συνδικαλιστικών οργανώσεων και των λαϊκών κινημάτων για να αντιστραφεί αυτή η οπισθοδρομική ατζέντα.
Αυτό ήταν το πλαίσιο στο οποίο οι συνδικαλιστικές οργανώσεις- CUT, CTB, Διασυνδικαλιστική, CSP-Conlutas, UGT, Συνδικαλιστική Δύναμη, Νέα Κεντρική, CSB και CGTB- και τα λαϊκά κινήματα- το Κίνημα των Αγροτών (MST), το Κίνημα των Αστέγων Εργατών (MTST) και το Κέντρο Λαϊκών Κινημάτων (CMP), μεταξύ άλλων-, οργανωμένων και συγκροτημένων σε μπλοκ- όπως το Λαϊκό Μέτωπο Χωρίς Φόβο ή το Λαϊκό Μέτωπο της Βραζιλίας- κάλεσαν σε γενική απεργία στις 28 Απριλίου. Ήταν μια ασυνήθιστη στιγμή ένωσης των διαφορετικών συνδικάτων και λαϊκών δυνάμεων. Πρέπει να σημειωθεί, για παράδειγμα, ότι η Συνδικαλιστική Δύναμη, παρά τη συμμετοχή της στην κυβέρνηση Λούλα, υποστήριξε την άσκηση δίωξης εναντίον της Ρούσεφ.
Η γενική απεργία έγινε σε μια καθοριστική στιγμή. Την προηγούμενη Τετάρτη, τα μέλη του Κογκρέσου ενέκριναν το νομοσχέδιο για την εργασιακή μεταρρύθμιση που είχε υποβάλλει η κυβέρνηση, το οποίο πρέπει τώρα να περάσει από τις διαδικασίες της Γερουσίας. Η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος εξετάζεται επίσης αυτή την περίοδο και πρόκειται σύντομα να εγκριθεί από το Κογκρέσο.
Υποστηριζόμενη από την έντονη δραστηριότητα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η διαμαρτυρία είχε την αρχική υποστήριξη ορισμένων βασικών συνδικάτων όπως των εργαζομένων στον τραπεζικό, μεταλλουργικό, πετρελαϊκό και πετροχημικό κλάδο, των δασκάλων του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, των εργαζομένων στις δημόσιες μεταφορές και στα δίκυκλα, των ταχυδρομείων, του εμπορίου, της υγειονομικής περίθαλψης και των σωματείων αστικών υπηρεσιών. Η κυβέρνηση επέμεινε στα σχέδιά της και αγνόησε το κίνημα το οποίο δημιουργούσε βάσεις. Τα κυρίαρχα Μέσα ήταν προσεκτικά, αποφεύγοντας οποιασδήποτε πληροφορία θα διέδιδε το κάλεσμα για απεργία, το οποίο έγινε βασικά μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Η υποστήριξη των Καθολικών ιερέων και επισκόπων σε ολόκληρη τη χώρα ερμηνεύτηκε ως μια πολύ θετική εξέλιξη για την απεργία- μια αλλαγή στάσης που ενισχύθηκε από την άρνηση του Πάπα Φραγκίσκου να δεχτεί την πρόσκληση του Τέμερ στις εορταστικές εκδηλώσεις για την 300η επέτειο της Παναγίας Απαρεκίδα, προστάτιδας της Βραζιλίας. Εκτός από την άρνησή του να παραστεί, ο Πάπας πρόσθεσε ορισμένα επικριτικά σχόλια σχετικά με τα κυβερνητικά μέτρα που επιδεινώνουν την κατάσταση των φτωχότερων τμημάτων του πληθυσμού.
Τα κυρίαρχα Μέσα ήταν προσεκτικά, αποφεύγοντας οποιασδήποτε πληροφορία θα διέδιδε το κάλεσμα για απεργία, το οποίο έγινε βασικά μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Η απεργία στις 28 Απριλίου προκάλεσε το πάγωμα των δραστηριοτήτων σε όλη τη χώρα, και συνοδεύτηκε από πορείες, συγκεντρώσεις, αποκλεισμούς δρόμων και διαμαρτυρίες. Οι επαρχιακές κυβερνήσεις που συνεργάστηκαν με τον Τέμερ έδωσαν το πράσινο φως για την καταστολή και το Ρίο ντε Τζανέιρο ήταν ένα παράδειγμα: η αστυνομία εμπόδισε τους διαδηλωτές να συγκεντρωθούν στην συνοικία Cinelandia της πόλης, χρησιμοποιώντας δακρυγόνα και προχωρώντας σε ξυλοδαρμούς εναντίον των διαδηλωτών. Στο Goiás, ένας νεαρός φοιτητής που είχε χτυπηθεί από έναν αστυνομικό βρίσκεται σήμερα σε κώμα [Σ.τ.Μ. Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στις 10/5/2017]. Στο Σάο Πάολο, τρεις ηγέτες του MTST συνελήφθησαν και βρίσκονται τώρα στη φυλακή, κατηγορημένοι για εμπρησμό και υποκίνηση βίας. Με τις δηλώσεις τους, οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι υποβάθμισαν και ποινικοποίησαν τη διαμαρτυρία: για τον υπουργό Γεωργίας, η απεργία ήταν «ασήμαντη». Για τον Τέμερ, ήταν μόνο «μικρές ομάδες που μπλοκάρουν τους δρόμους και τους τερματικούς σταθμούς», οδηγούμενες από την εναντίωσή τους απέναντι στον «εκσυγχρονισμό της εθνικής νομοθεσίας». Όσο για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, προσπάθησαν αρχικά να αγνοήσουν αυτό που συνέβαινε, αλλά τελικά τους ήταν αδύνατο να συγκαλύψουν τα γεγονότα και επέλεξαν να αναφέρουν τις συγκρούσεις και τις υλικές καταστροφές στους δρόμους.
Οι διοργανωτές υποστηρίζουν ότι περίπου 35 εκατομμύρια εργαζόμενοι στήριξαν την απεργία, γεγονός που την καθιστά μία από τις μεγαλύτερες γενικές απεργίες στην ιστορία της χώρας. Η δράση τους συνεχίστηκε με τις διαδηλώσεις της 1ης Μαΐου, πιέζοντας τους βουλευτές και τους γερουσιαστές που πρόκειται να ψηφίσουν υπέρ ή κατά του νομοσχεδίου για τις μεταρρυθμίσεις στα εργασιακά και στο συνταξιοδοτικό και προετοιμάζοντας μια μεγάλη ενοποιημένη πορεία στην Μπραζίλια- σε ημερομηνία που δεν έχει οριστεί ακόμα. Για τις δυνάμεις που αντιτίθενται στη συντηρητική επίθεση, η 28η Απριλίου αρχίζει ήδη να θεωρείται μια ιστορική ημέρα κατά την οποία η πορεία της χώρας στράφηκε υπέρ της αντίστασης.