του Θάνου Καμήλαλη
Από το 2008, όταν έγινε γνωστή η αγορά από την Artume του οικοπέδου του πρώην εργοστασίου Μουζάκη και το σχέδιο της, η τοπική κοινωνία αντιδρά, προβάλλοντας ένα διαφορετικό σχέδιο για την προστασία της πολιτιστικής αξίας και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων της περιοχής (δείτε εδώ το σχετικό ρεπορτάζ του TPP). Στην απέναντι όχθη, με σειρά τροποποιήσεων της νομοθεσίας, παρεμβάσεων και διαφόρων ειδών μεθοδεύσεων (ακόμα και λίγο πριν την κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας), το πλαίσιο σταδιακά ξηλώθηκε από τις κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ – ΝΔ και έπειτα ράφτηκε ξανά, στα μέτρα της εταιρείας. Δύο βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ (μέχρι και σήμερα), ο νυν Πρόεδρος της Βουλής, Νίκος Βούτσης και η Χαρά Καφαντάρη, τόνιζαν, σε ερώτηση τους στη Βουλή το 2013:
«Το όλο χρονικό της υπόθεσης μέχρι σήμερα καθώς και οι χειρισμοί από πλευράς της ARTUME σε συνεργασία με επιμέρους υπηρεσιακούς φορείς και πολιτικό προσωπικό, συνιστά κατάφωρη και συστηματική παραβίαση της νομιμότητας μέσω της σταδιακής δημιουργίας τετελεσμένων (όπως η κατεδάφιση του προτεινόμενου ως διατηρητέου βιομηχανικού συγκροτήματος) και προσχεδιασμένων προηγούμενων (όπως η εξασφάλιση της άρσης απαλλοτριώσεων και απόπειρα –μέχρι στιγμής- εξασφάλισης της «κατάλληλης» ρυμοτομικής γραμμής βάσει του εταιρικού σχεδίου μελλοντικής ανάπτυξης).»
Παρά τις καταγγελίες και τις αντιδράσεις όμως, η «επένδυση», ένα γιγάντιο κτίσμα από μπετόν με έκταση 22.000 τ.μ. και ύψος που θα φτάνει ακόμα και τα 21 μέτρα, δίπλα στον αρχαιολογικό χώρο της Ακαδημίας Πλάτωνος (που θα χρησιμεύει ως «αυλή») ακολούθησε τη συνήθη πλέον πορεία των τελευταίων χρόνων: Γίνεται πράξη από το κόμμα που την κατήγγειλε επανειλημμένα τα χρόνια που βρισκόταν στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όπως συνέβη π.χ. με το Ελληνικό, τα περιφερειακά αεροδρόμια, τον ΟΛΠ, τον ΟΛΘ κ.α. Σε κάθε σύγκρουση για μία καινούρια «επένδυση», οι υπερασπιστές της χρησιμοποιούν ως μόνιμη επωδό τα οικονομικά της οφέλη για το Δημόσιο και είναι απορίας άξιον το ότι στην προχθεσινή του ανακοίνωση, το υπουργείο Περιβάλλοντος δεν αναφέρθηκε στις πιθανές «θέσεις εργασίας» που θα δημιουργηθούν και στα δημοσιονομικά έσοδα. Καλύτερα βέβαια, γιατί τίποτα από αυτά δεν φαίνεται να ισχύει.
Είναι εύλογο ότι, όπως τονίζουν και οι κάτοικοι, η ανέγερση ενός Mall θα αποτελέσει σοβαρό χτύπημα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις της περιοχής που δεν έχουν τη δυνατότητα να το ανταγωνιστούν. Οι πολυχώροι αυτοί, μπορεί να συγκεντρώνουν την κατανάλωση, αλλά δεν την αυξάνουν (εκτός αν χάρη στα Mall θα… βρέχει και λεφτά). Πριν λοιπόν ακουστούν οι συνηθισμένες ευχές για θέσεις εργασίας, θα πρέπει να συνυπολογιστεί και το πόσες επιχειρήσεις θα κλείσουν, ή θα αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους ως αποτέλεσμα της «επένδυσης». Στην εξίσωση αυτή επίσης, δεν συνυπολογίζεται η ποιότητα των νέων θέσεων εργασίας, όπου η πρόσφατη εμπειρία και τα κρούσματα σε μεγάλους, τερατωδώς κερδοφόρους επιχειρηματικούς ομίλους δεν προκαλεί και μεγάλη αισιοδοξία. Όσο για τα «οικονομικά οφέλη του Δημοσίου», αυτή είναι μία ακόμα ενδιαφέρουσα ιστορία
Το 2014 αποκαλύφθηκε το σκάνδαλο των Luxleaks, μία από τις πρώτες περιπτώσεις όπου έγιναν παγκοσμίως γνωστές οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν πολυεθνικές εταιρείες για να μην πληρώνουν στα κράτη όπου δραστηριοποιούνται τους φόρους που αναλογούσαν. Όπως αποκάλυψαν τότε τα «Νέα», ανάμεσα στις εταιρείες που εμπλέκονταν στα Luxleaks ήταν και η Artume, η οποία αποτελεί μέρος ενός πολύπλοκου εταιρικού σχήματος, με έδρα (και) το Λουξεμβούργο και μέσω ειδικών φορολογικών καθεστώτων μπορεί να λαμβάνει υβριδικά δάνεια με συμμετοχή στο κέρδος, σε ποσοστό 80 με 100%, με σκοπό όταν έρθει η ώρα της απόσβεσης, τα έσοδα να μην καταγράφονται ως κέρδη, αλλά ως αποπληρωμές των δανείων της μητρικής εταιρείας κι έτσι, να μην φορολογηθούν στην Ελλάδα. Λίγες μέρες αργότερα, την υπόθεση εξηγούν αναλυτικά 10 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ (μεταξύ των οποίων ξανά οι Βούτσης και Καφαντάρη):
«Η Artume S.A. ανήκε κατά 100% στην εταιρεία Artemis Hermes, με έδρα το Λουξεμβούργο, η οποία με τη σειρά της συνδεόταν με άλλες εταιρείες, που περιλαμβάνονταν σε ένα ιδιαίτερα περίπλοκο σχήμα, το οποίο δραστηριοποιούνταν σε τρεις ηπείρους και δεκάδες χώρες. Συγκεκριμένα, το κομμάτι της δομής που αφορούσε την επένδυση στην χώρα μας, ξεκινούσε από το Ντέλαγουερ των ΗΠΑ και το αγγλικού τύπου MGP Europe Fund III, για να καταλήξει τελικά στην Artume S.A. στην Ελλάδα, δημιουργώντας στην διαδρομή του το εταιρικό πλέγμα επενδύσεων του ομίλου MGPA. Σημειώνεται εδώ ότι ο εν λόγω όμιλος εξαγοράσθηκε από τη, γνωστή από τα τεκταινόμενα στον χώρο των τραπεζών, Black Rock. Για τις ανάγκες της επένδυσης μέσω της Artume, η Artemis Hermes είχε χορηγήσει έως το τέλος του 2008 στην ελληνική θυγατρική της, δάνεια ύψους σχεδόν 50 εκατομμυρίων ευρώ, τα οποία, όπως αναφερόταν στις οικονομικές καταστάσεις της Λουξεμβουργιανής εταιρείας, θα έπρεπε να αποπληρωθούν έως τα τέλη του 2016.
Ωστόσο, από τον Ιούνιο του 2007- πριν δηλαδή αρχίσει να χορηγεί δάνεια η λουξεμβουργιανή Artemis Hermes στην ελληνική Artume S.A.-, οι φορολογικές αρχές του Λουξεμβούργου είχαν δώσει την έγκρισή τους στο σχέδιο για την ελάφρυνση φόρων του «βαβελικού» εταιρικού σχήματος της MGPA, σχέδιο το οποίο περιελάμβανε έντοκα, άτοκα αλλά και υβριδικά δάνεια, ένα είδος χορηγήσεων που μπορούν να χαρακτηρίζονται και ως χρέος και ως μετοχικό κεφάλαιο ανάμεσα σε διαφορετικές επικράτειες και έτσι να αποφεύγονται οι φόροι και στην μία επικράτεια και στην άλλη γνωστή ως «μέθοδος διπλής μη φορολόγησης». Τα συγκεκριμένα δάνεια στα σχέδια της MGPA ονομάζονται Profit Participating Loans (PPL), δηλαδή χορηγήσεις με συμμετοχή στο κέρδος. Έτσι, τα κέρδη των εταιρειών που δανείζονταν χρήματα θα επέστρεφαν στο μεγαλύτερο ποσοστό ως τόκοι των δανείων, που είχαν λάβει και έτσι δεν θα φορολογούνταν. Επιπρόσθετα το υβριδικό δάνειο που έχει χορηγηθεί θα μετρούσε ως χρέος και έτσι οι τόκοι που θα επέστρεφαν στο Λουξεμβούργο, θα εξέπιπταν από τους φόρους.»
Μοιάζει απίθανο να έχει αλλάξει κάτι από τότε, ενώ μόλις πριν λίγους μήνες, σύμφωνα με το Documento, η κυβέρνηση «έδινε τα χέρια με εταιρεία που χρωστάει εκατομμύρια». Άλλωστε, το σχήμα στο οποίο συμμετείχε η Artume ήταν και είναι καθ' όλα νόμιμο, ενώ έκτοτε, μετά τις αποκαλύψεις, δεν έχει υπάρξει καμία νέα πληροφορία περί «συμμόρφωσης» της Blackrock, ούτε η Ε.Ε. έχει φροντίσει να αντιμετωπίσει πειστικά το πρόβλημα της φοροαποφυγής των ισχυρών, ειδικά όταν χρησιμοποιούν ως «μεσάζοντες» ευρωπαϊκά κράτη. Το «παράλογο» εδώ είναι ότι ενώ όλα αυτά είναι γνωστά και τεκμηριωμένα, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, όταν δεν καταγγέλλει τις μεθόδους φοροαποφυγής για να επιτεθεί στη ΝΔ, είναι εξαιρετικά πρόθυμη να συνεργαστεί με τέτοιες εταιρείες, υλοποιώντας σχέδια που μόνο βλαβερά για το κοινωνικό σύνολο μπορούν να αποδειχθούν.
Αν σας θυμίζουν κάτι όλα αυτά, είναι γιατί η περίπτωση της Artume μοιάζει αρκετά στο οικονομικό σκέλος με την «επένδυση» της Eldorado στη Χαλκιδική. Κι εκεί, υπάρχει ένας έτοιμος μηχανισμός φοροαποφυγής, όπως είχε τεκμηριώσει η SOMO από το 2015, που δεν έχει διαψευστεί και είναι έτοιμος να εφαρμοστεί όταν η εταιρεία αρχίζει να παράγει κέρδος στην Ελλάδα. Μάλιστα, όπως αποκάλυψε το TPP στα τέλη Δεκεμβρίου, η Eldorado βρίσκεται στα Paradise Papers, γεγονός που επιβεβαιώνει τα όσα είχε τονίσει η SOMO. Το γιατί εταιρείες που αποδεδειγμένα δημιουργούν μηχανισμούς που μειώνουν τα οφελή για το Δημόσιο από τη δραστηριότητα τους, παραμένουν προνομιακοί συνομιλητές μιας κυβέρνησης που όψιμα καταγγέλλει τέτοιες πρακτικές, απαντάει στο ερώτημα «για ποιους έρχεται η ανάπτυξη» και «ποιους εξυπηρετεί η ασκούμενη πολιτική», χωρίς καμία δικαιολογία.
Κι επίσης, οι υποθέσεις όπου η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ δρα χωρίς τη δαμόκλειο σπάθη (και παράλληλα τη δικαιολογία) των μνημονιακών δεσμεύσεων, είναι οι καλύτερες αποδείξεις της πολιτικής της κατεύθυνσης. Εκεί δηλαδή που δεν υπάρχει το «και τι να κάναμε», εκεί που δεν υπάρχει το «διαφωνώ, αλλά με αναγκάζουν», εκεί που όλα εξαρτώνται από την ίδια. Σιγά σιγά, τέτοια παραδείγματα πληθαίνουν, δίνοντας σαφείς αποδείξεις. Δεν είναι μόνο η Ακαδημία Πλάτωνος, όπως δεν είναι μόνο και το ότι η υπόθεση της Eldorado βρίσκεται μεν σε διαιτησία, αλλά χωρίς το σενάριο της λύσης της σύμβασης. Είναι και το δώρο στον ΟΠΑΠ με τα φρουτάκια χωρίς περιορισμούς, η μείωση του Ειδικού Φόρου Τηλεόρασης για τους καναλάρχες στο νέο τηλεοπτικό τοπίο που προετοιμάζεται το 2018, η «φωτογραφική» τροπολογία για το πρόστιμο της ΣΕΚΑΠ του Σαββίδη που είχε κατατεθεί προ μηνών, τα διόδια και η μη ενόχληση των κατασκευαστικών που αποδεδειγμένα είχαν δημιουργήσει καρτέλ κ.α.
Όλες αυτές οι περιπτώσεις – εξυπηρετήσεις συμφερόντων (μαζί και με τις αντίστοιχες μνημονιακές) είναι χρήσιμες για έναν λόγο. Συνθέτουν το μωσαϊκό της «ανάπτυξης» που ευαγγελίζεται η κυβέρνηση, ίδια με τις προηγούμενες. Σε μια περίοδο που η κυβερνητική γραμμή προβάλλει τον Αύγουστο του 2018 ως σημείο μηδέν για το τέλος της κρίσης, σε μια περίοδο που κυβέρνηση και μείζονα αντιπολίτευση διαγωνίζονται στις δεσμεύσεις για «προσέλκυση επενδύσεων» και στις κορώνες για την ανάπτυξη.
Η ανάπτυξη όμως αυτή, που θα αποτυπώνεται στους οικονομικούς δείκτες, θα είναι για τους λίγους και ισχυρούς. Οι υπόλοιποι, θα αποζητούν ένα μικρό… μέρισμά της.