του Θάνου Καμήλαλη
Δύο σχεδόν εβδομάδες μετά το συλλαλητήριο για το «Μακεδονικό» στη Θεσσαλονίκη και ενόψει του αντίστοιχου στην Πλατεία Συντάγματος, δεν υπάρχει καμία σύλληψη ή προσαγωγή για τον εμπρησμό στο νεοκλασσικό της Θεσσαλονίκης, που βρισκόταν η κατάληψη Libertatia, αλλά και την επίθεση στον Ελεύθερο Κοινωνικό Χώρο Σχολείο. Τα αστυνομικά ρεπορτάζ δεν έχουν γεμίσει με πληροφορίες ότι «οι έρευνες συνεχίζονται» ή «οι δράστες βρίσκονται υπό αστυνομικό κλοιό». Ο υπουργός Δημοσίας Τάξης, Νίκος Τόσκας, δεν έχει κάνει δηλώσεις ζητώντας τη σύλληψη των δραστών, ή την εκκαθάριση των ακροδεξιών στοιχείων εντός της αστυνομίας. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν έχουν καταθέσει ερωτήσεις στη Βουλή, αντίθετα ο Κυριάκος Μητσοτάκης, που πιστεύει ότι «η βία προέρχεται αποκλειστικά από την άκρα αριστερά», την επόμενη μέρα θεώρησε χρήσιμο να τοποθετηθεί για τα Εξάρχεια και τον Ρουβίκωνα. Ο φιλελεύθερος χώρος, που πρωτοστατεί συνήθως στην «καταδίκη της βίας από όπου κι αν προέρχεται, δεν έχει γεμίσει από αναλύσεις για επιθέσεις που θα μπορούσαν πολύ εύκολα να έχουν νεκρούς και τραυματίες.
Όλα αυτά, ενώ υπάρχουν αποκαλυπτικά βίντεο που δείχνουν, τόσο την ξεκάθαρη σχέση των δραστών με ακροδεξιά ομάδα που συμμετείχε στο συλλαλητήριο (είναι εμφανές το πανό), όσο και την εξοργιστική ανοχή, ή και σύμπραξη, αστυνομικών στην επίθεση στο «Σχολείο». Εντάξει, ας μην είμαστε υπερβολικοί, αντίδραση και «τήρηση της τάξης», υπήρξαν. Την επόμενη μέρα, οι αστυνομικές δυνάμεις συνέλαβαν πέντε άτομα που συμμετείχαν στην αντιφασιστική διαδήλωση με αφορμή τον εμπρησμό (που διεξήχθη υπό πολύ στενό αστυνομικό κλοιό). Οι συλληφθέντες ήδη βαραίνονται με κατηγορίες.
Φυσικά, τίποτα από τα παραπάνω δεν προκαλεί έκπληξη. Όσο κι αν μεγάλη μερίδα του πολιτικού συστήματος και τα συστημικά ΜΜΕ προσπαθούν να πείσουν για το αντίθετο, η προνομιακή σχέση αστυνομίας – ακροδεξιάς και η προκλητική ανοχή κρατικών αρχών σε φασιστικές επιθέσεις είναι τεκμηριωμένη εδώ και χρόνια. Ακόμα κι αν ξεχάσουμε εντελώς τη μαύρη περίοδο προ της δολοφονίας Φύσσα, όταν οι δικογραφίες για δεκάδες εγκληματικές επιθέσεις κατέληγαν στα συρτάρια, μόνο με δείγμα τους τελευταίους μήνες τα παραδείγματα είναι ντροπιαστικά πολλά. Οι ατιμώρητες επιθέσεις επί μήνες σε μετανάστες στον Ασπρόπυργο, η επίθεση αστυνομικών σε μετανάστη που συνοδεύτηκε από σύλληψη της ασκούμενης δικηγόρου πού ήταν αυτόπτης μάρτυρας στο περιστατικό και πήγε στο Α.Τ Ομονοίας να καταθέσει, η περίπτωση της «νέας ζαρντινιέρας» είναι μερικά πρόσφατα κρούσματα.
Την Πέμπτη μάλιστα, η πραγματικότητα αντιστράφηκε πλήρως. Μία ανάρτηση μέλους του Ρουβίκωνα στο Facebook διαστρεβλώθηκε πλήρως από ΜΜΕ, που έσπευσαν να ανακαλύψουν «απειλές» κατά του συλλαλητηρίου. Η ανάρτηση αναφέρει συγκεκριμένα:
«Στις 4 Φλεβάρη μπορεί να χυθεί αίμα. Κάποιοι θα κρατάνε “σφουγγαρίστρες” και κάποιοι άλλοι μαχαίρια. Άλλοι θεωρούν ότι “θα είναι η μέρα τους” και κάποιοι άλλοι θέλουν “να περάσει η μέρα χωρίς απώλειες”. Θα δείξει. Με πολύ θόρυβο και μάλλον με μεγάλο κόστος για όλους».
Πόσο παράλογη, απειλητική, ή εκτός πραγματικότητας είναι η σκέψη ότι «μπορεί να χυθεί αίμα» την Κυριακή, δεδομένων όσων συνέβησαν στο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης; Και πόσο απίθανο είναι οι επιθέσεις σε παρόμοιους χώρους από ακροδεξιές ομάδες να συνεχιστούν, υπό την κάλυψη της πολύ μαζικής συγκέντρωσης και το κλίμα μίσους; Μάλλον καθόλου. Τα περισσότερα ΜΜΕ βέβαια, άρχισαν να αλαλάζουν για «απειλές Ρουβίκωνα», επινόησαν σενάρια τρομοκρατίας, ενώ, με τη συνδρομή και του αντιπροέδρου της ΝΔ, Άδωνι Γεωργιάδη και των διοργανωτών του συλλαλητηρίου, η απειλή για την ασφάλεια των πολιτών την Κυριακή είναι αναρχικές οργανώσεις (ή και όπως ακούστηκε, το αντιφασιστικό συλλαλητήριο της ίδιας μέρας) και όχι αυτοί που, καπηλευόμενοι τις διάφορες ανησυχίες συμπολιτών τους, θα φορέσουν γαλανόλευκα για να κρύψουν τα μαύρα.
Ήδη, χάρη στην ανοχή που απολαμβάνει η ακροδεξιά και στην κατασκευή του «επικίνδυνου εχθρού», που «απειλεί να χτυπήσει το συλλαλητήριο», κυκλοφορούν πληροφορίες σε εθνικιστικές ιστοσελίδες ότι οργανώσεις, όπως η Ομάδα εφέδρων καταδρομέων «ΟΔΕΥΩ» (Ομας Δυναμικών Εξορμήσεων Υψίστης Ωφέλειας) και μέλη της «Ασπίδας Εθνικής Σωτηρίας», θα αναλάβουν την «περιφρούρηση» του συλλαλητηρίου. Για την προστασία από «τους ακραίους» δηλαδή, αναλαμβάνουν παραστρατιωτικές οργανώσεις. Λογικό. Τι μπορεί να πάει στραβά;
Σε τέτοιες περιπτώσεις, όταν το χέρι των ακροδεξιών οπλίζεται και ενθαρρύνεται, κρατικά, πολιτικά και κοινωνικά, όταν η κρατική ανοχή στα γεγονότα της Θεσσαλονίκης στέλνει μήνυμα στις φασιστικές ομάδες ότι μπορούν να δρουν ατιμώρητες, όταν μεγάλο μέρος της κοινωνίας κλείνει τα μάτια στον εθνικιστικό λόγο και το ακροδεξιό παραλήρημα του κάθε Φραγκούλη Φράγκου, η απάντηση είναι πάντα «πολλά». Επικίνδυνα πολλά. Από την σοβαρή πιθανότητα να επαναληφθούν τα εγκλήματα της Θεσσαλονίκης, μέχρι την πολιτική και κοινωνική ενίσχυση και αποδοχή των νεοναζί της Χρυσής Αυγής (μετά από μια περίοδο υποχώρησης λόγω της δίκης) και, πιο μακροπρόθεσμα, την ώθηση μιας πολύ μεγάλης μάζας πολιτών προς τον επικίνδυνο εναγκαλισμό με τον φασισμό.
Βρισκόμαστε σε μια πολύ περίεργη περίοδο. Φανταστήκατε ποτέ ένα συλλαλητήριο στο οποίο θα καλούν, μεταξύ άλλων, ο Άρης Πορτοσάλτε και η Ζωή Κωνσταντοπούλου; Σε μία εκδήλωση που διοργανώνουν διάφορες «Πανμακεδονικές», «Πολιτιστικές» οργανώσεις με ξεκάθαρη ακροδεξιά ιδεολογία, σε χώρους όπου εν χορώ εξυβρίζονται οι κάτοικοι μίας άλλης χώρας ως «γυφτοσκοπιανοί» και κάτοικοι της «Monkeydonia» (τρέφοντας έτσι και τον εθνικισμό της ΠΓΔΜ), σε έναν χώρο που οι παραστρατικοί θα «περιφρουρούν» και τα χρυσαυγίτικα τάγματα θα βαδίζουν σε στρατιωτικό παράγγελμα υπό τις εντολές του υπόδικου Κασιδιάρη, η Δεξιά πιστεύει ότι βλέπει τους «Παραιτηθείτε» που ονειρεύτηκε πέρσι και μερίδα της Αριστεράς τη λαϊκή αντίδραση στα μνημόνια που ζητάει από τον Αύγουστο του 2015.
Αυτό που συμβαίνει, εδώ και δύο εβδομάδες, είναι ότι εκτός των ακροδεξιών οργανώσεων που επιχειρούν να βγουν στην επιφάνεια, μία μεγάλη μερίδα του πολιτικού κόσμου βλέπει για πρώτη φορά μία τόσο μαζική κινητοποίηση, μετά την ψήφιση του τρίτου μνημονίου και την περίοδο κοινωνικής λιποθυμίας και ήττας που ακολούθησε και επιδιώκει να επωφεληθεί μικροπολιτικά. Κι αν κομμάτι της Δεξιάς δεν έχει και συχνά πρόβλημα να συναγελάζεται με τον εθνικισμό, οι υπόλοιποι, που συμμετέχουν ατομικά ή συλλογικά είτε με αγνές ανησυχίες είτε με στόχο να στρέψουν τη συζήτηση εκεί που επιθυμούν, θα πρέπει να αναλογιστούν τις πιθανές συνέπειες της ανοχής στον φασισμό που επιδεικνύουν. Άλλωστε, «ο δρόμος προς την κόλαση είναι στρωμένος με τις καλύτερες προθέσεις».