-Άρθρο 49, Σύνταγμα της Ιταλικής Δημοκρατίας
Δημοσιεύτηκε στο Political Critique
Καθώς η Ιταλία προσεγγίζει τις εκλογές της 4ης Μαρτίου 2018, γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο ότι ένα από τα θεμελιώδη ερωτήματα δεν είναι απλά «ποιον θα πρέπει να ψηφίσω;» αλλά μάλλον «θα πρέπει άραγε να ψηφίσω;». Θα ήθελα να δηλώσω αμέσως ότι σκοπεύω να ψηφίσω στις 4 Μαρτίου και ότι πιστεύω βαθιά στα δημοκρατικά καθήκοντα καθώς και στα δικαιώματα ενός πολίτη. Αλλά η συζήτηση δεν μπορεί να σταματήσει εκεί. Μεταξύ φίλων, συναδέλφων και γενικά πολιτών, είναι κοινός τόπος η έκφραση αγανάκτησης και αηδίας για το κομματικό σύστημα και συνεπώς η πρόθεση της αποχής.
Οι πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις για τις επερχόμενες εκλογές τοποθετούν την αποχή γύρω στο 34%. Σύμφωνα με το Demos & pi, στο τέλος του 2016 η έλλειψη πίστης στα πολιτικά κόμματα βρισκόταν στο κατακλυσμικό 94%. Τι στο καλό έχει συμβεί; Και πώς μπορούμε να το πολεμήσουμε; Η συζήτηση θα ήταν μακρά και εδώ μπορώ μόνο να την σκιαγραφήσω. Επιπλέον, δεν είμαι συνταγματολόγος αλλά (μόνο) ιστορικός. Παρ’ όλα αυτά λίγη ιστορία θα μπορούσε να βοηθήσει.
Η μεταπολεμική κομματοκρατία
Την περίοδο της σφοδρής πολιτικής και συνταγματικής συζήτησης από το 1945-1948, η οποία διαμόρφωσε το σύστημα της αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης της Ιταλίας, τα κόμματα αναδύθηκαν με υπερβολική πολιτική δύναμη. Ελάχιστοι αποτελεσματικοί έλεγχοι, είτε εσωτερικοί είτε εξωτερικοί, έαν τυχόν υπάρχουν, ασκήθηκαν στις δραστηριότητές τους, ενώ δεν υπήρξαν δεσμεύσεις για τη διασφάλιση της εσωτερικής δημοκρατίας.
Υπήρξαν διάφοροι λόγοι για αυτήν την κατάσταση, από τους οποίους η ιδιοτέλεια ήταν μόνο ένας. Η ανάγκη να καταπολεμηθούν φυγόκεντρες τάσεις –μια μακράν ανησυχία των ιταλικών κυβερνώντων ελίτ– ήταν ένας άλλος. Οι επιφανειακές αναταράξεις και η ιδεολογική διάσπαση της καινούργιας άρχουσας τάξης παραπλάνησαν πολλούς ξένους δημοσιογράφους χωρίς σοβαρή αντίληψη των πραγμάτων, όμως στην πραγματικότητα διασφαλίζουν μεγάλες γραμμές συνέχειας. Πάνω από 90% των πολιτών πήγαινε τακτικά να ψηφίσει τόσο σε τοπικό όσο και εθνικό επίπεδο.
Αυτή ήταν η εποχή των μαζικών πολιτικών κομμάτων, που καθησύχαζε από ορισμένες απόψεις αλλά όχι και τόσο από κάποιες άλλες. Συγκεκριμένα το ιστορικό και βαθιά ενσωματωμένο σύστημα ρουσφετιών, τα raccomandazioni, το πελατειακό σύστημα και το σύστημα της οικογενειοκρατίας δεν αντιμετωπίστηκαν καθόλου μετωπικά. Αυτοί οι παλιοί αλλά όχι αρχαϊκοί κοινωνικοί μηχανισμοί ξεκίνησαν από τους Χριστιανοδημοκράτες και τους συμμάχους τους και τους δόθηκε ένα καινούριο προσωπείο. Το 1957 ο Giulio Andreotti έφτασε στο σημείο να διατυπώνει τη θεωρία της αριστοκρατίας του πελατειακού συστήματος, «Τιμή […] σε εκείνους που υπηρετούν τους άλλους με μια ταπεινή ανθρώπινη επαφή που μερικές φορές αναπτερώνει την ελπίδα εκείνων που δεν πιστεύουν πλέον στην αλληλεγγύη των άλλων». Το μόνο πρόβλημα τέτοιων μαρτυρικών πράξεων χριστιανικής αγαθοεργίας ήταν σπανίως ανιδιοτελείς και συχνά παράνομες.
Πάνω σε αυτές τις βάσεις χτίστηκε η ιταλική κομματοκρατία. Τα κυβερνώντα πολιτικά κόμματα, αποδεσμευμένα από τους δικαστικούς εκείνη την εποχή (πολλοί εκ των οποίων ήταν πρώην φασίστες), ή από άλλoυς θεσμικούς περιορισμούς, κατέλαβαν συστηματικά το κράτος και μοίρασαν μεταξύ τους όλες τις θέσεις ισχύος και επιρροής εκεί. Η διαφθορά ήταν συστημική, όχι περιστασιακή, όπως ήταν και οι επαφές και τα ρουσφέτια μεταξύ πολιτικών και εγκληματικών οργανώσεων.
Η κενότητα της άμεσης δημοκρατίας
Έχω επιστρέψει στα πρώτα χρόνια της δημοκρατίας για να ερευνήσω, έστω σύντομα, τις ρίζες της σημερινής απομάκρυνσης από το πολιτικό σύστημα και τη συνεπαγόμενη αποχή. Φυσικά, οποιαδήποτε ανάλυση αυτής της διαδικασίας είναι μακρά και περίπλοκη. Θα έπρεπε να δώσουμε ειδική προσοχή σε εκείνες τις στιγμές, όπως την πρωτοβουλία Mani Pulite του 1992 του μιλανέζου δικαστή, όταν φαινόταν ότι η πολιτική κατάσταση ήταν και πάλι ρευστή, όπως τα χρόνια 1945-48. Δεν έμελλε να ευοδωθεί, και η τότε αποτυχία βάρυνε πολύ σημαντικούς τομείς του εκλογικού σώματος, αυξάνοντας τον κυνισμό, την ιδιώτευση και την απόγνωση.
Η δεύτερη σκέψη μου αφορά τη σχέση μεταξύ αντιπροσωπευτικής και συμμετοχικής ή άμεσης δημοκρατίας. Τα άρθρα 50, 71 και 75 του Ιταλικού Συντάγματος αναφέρονται και τα τρία στη δυνατότητα χρήσης «άμεσων» μεθόδων για να εκφραστεί η λαϊκή βούληση. Το δικαίωμα να οργανωθεί ένα λαϊκό αίτημα, να ξεκινήσει μια λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία και πάνω από όλα να οργανωθεί ένα δημοψήφισμα είναι σημαντικά εργαλεία, αν και κάπως μετριοπαθή και περιορισμένα, για να δώσουν τη δυνατότητα στους πολίτες να έχουν κάποιου είδους λόγο στη διαχείριση της χώρας.
Τα τελευταία 20-30 χρόνια σε διεθνές επίπεδο έχουν γίνει προσπάθειες σύνδεσης των δύο τύπων δημοκρατίας, από τις οποίες η μόνη διάσημη είναι ο συμμετοχικός προϋπολογισμός, το «biancio partecipativo», του Πόρτο Αλέγρε στη Βραζιλία. Το βασικό στοιχείο διαχωρισμού είναι η συμμετοχή των πολιτών στη διαβούλευση, με την έννοια ότι συζητούν και στη συνέχεια αποφασίζουν για συγκεκριμένα θέματα. Στην Ιταλία, αντιθέτως, πολύ μεγάλος θόρυβος έχει γίνει γύρω από την partitocrazia, την κομματοκρατία, για την ανάγκη συμμετοχής, ωστόσο η αντίληψή τους γι’ αυτήν εξαντλείται σε μια αόριστη συμβουλή, με τη χρήση των πιο μοντέρνων εργαλείων, αλλά χωρίς καμία δυνατότητα λήψης αποφάσεων.
Οι πολυδιαφημισμένες συγκεντρώσεις του Matteo Renzi στο Leopoldo της Φλορεντίας – «Συναντήσεις ανθρώπων που πιστεύουν στην πολιτική, όχι κομματικές συναντήσεις» – ήταν το τέλειο παράδειγμα αυτής της οφθαλμαπάτης. Άλλες παραλλαγές περιλαμβάνουν τη λεγόμενη «ψηφιακή δημοκρατία» του Beppe Grillo, πίσω από την οποία κρύβεται η υπερβολική συγκέντρωση εξουσίας στο πρόσωπό του και αυτό του γιου του καλύτερου φίλου του. Ή η ωμή, διακομματική απόφαση να μην εφαρμοστούν τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος του 2011 για το νερό ως δημόσιο αγαθό.
Πουθενά στο ιταλικό κομματικό σύστημα δεν υπάρχει η ελάχιστη αναγνώριση ότι η σταθερή δραστηριότητα της συμμετοχής εγγυάται, προκαλεί ή ελέγχει την ποιότητα της αντιπροσώπευσης. Αντιθέτως, φαίνεται ότι όσο πιο διεφθαρμένη και καταρρακωμένη γίνεται η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, και όσο πιο άνευρη γίνεται η συμμετοχή, τόσο πιο πιθανό είναι ότι οι πολίτες θα απέχουν σε ακόμη πιο μεγάλο ποσοστό.
Η μετάφραση έγινε συλλογικά από μέλη της πλατφόρμας των 1101.