του Γιώργου Μουργή 

Ο χαρακτηρισμός, στην εισαγγελική πρόταση της δίκης σε δεύτερο βαθμό των Νίκου Ρωμανού, Αργύρη Ντάλιου, Δημήτρη Πολίτη και Γιάννη Μιχαηλίδη ως «ατομικών τρομοκρατών» -ο πέμπτος, ο Γεράσιμος Τσάκαλος, έχει δηλώσει ότι είναι μέλος της Συνωμοσίας των Πυρήνων της Φωτιάς- παρακάμπτει το γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι έχουν αθωωθεί αμετάκλητα από την κατηγορία της ένταξης σε τρομοκρατική οργάνωση με προηγούμενες αποφάσεις που εκδίκαζαν άλλες υποθέσεις τους (ληστείες Βελβεντού, Φιλώτα κλπ.).
 
Πράγματι, τα διάφορα αδικήματα (4 ληστείες τραπεζών, εμπρησμοί, κατοχή πυρομαχικών, πλαστογραφίες) στην πλειοψηφία τους είναι μεταξύ τους άσχετα. Πέραν της κατοχής πυρομαχικών και των πλαστογραφιών, για κάθε ένα από τα υπόλοιπα αδικήματα καταδικάστηκε ένας μόνο εκ των κατηγορουμένων και στην πλειοψηφία των περιπτώσεων με μόνο στοιχείο κάποιο δείγμα DNA. Δηλαδή ο ένας καταδικάστηκε για τη μία ληστεία, άλλος για τις άλλες τρεις, άλλος για τον έναν εμπρησμό κ.ο.κ.
 
Συγκεκριμένα, η πρωτοβάθμια απόφαση 3130/2016 του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων αναφέρει ότι μετά την απαλλαγή των κατηγορουμένων για την πράξη της ένταξης και συμμετοχής σε τρομοκρατική οργάνωση λόγω δεδικασμένου, «οι λοιπές πράξεις για τις οποίες κατηγορούνται και κηρύχθηκαν ένοχοι οι ανωτέρω κατηγορούμενοι δεν απεκδύονται το χαρακτήρα τους ως τρομοκρατικών, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι κατηγορούμενοι διά των συνηγόρων τους, αφού, σύμφωνα με όσα αναφέρονται ανωτέρω στη μείζονα σκέψη, αυτές μπορούν να τελούνται και από ένα μόνον πρόσωπο».
 
Μέχρι σήμερα τα δικαστήρια δέχονταν ότι τιμωρείται ως μέλος τρομοκρατικής οργάνωσης «όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα από τρία ή περισσότερα πρόσωπα που δρουν από κοινού και επιδιώκουν την τέλεση του εγκλήματος της παραγράφου 1» ( παράγραφος 4 του 187Α του ΠΚ).  Το Τριμελές Εφετείο, ωστόσο, υιοθέτησε μια διευρυμένη εφαρμογή του νόμου και η εισαγγελέας του Πενταμελούς Εφετείου, του οποίου αναμένεται η απόφαση, έκανε λόγο για «μοναχικούς λύκους», αναφέροντας αρκετές φορές ως επιβαρυντικό στοιχείο το ότι οι κατηγορούμενοι δηλώνουν αναρχικοί.
 
Ζητήσαμε ένα σχόλιο για το TPP από τον Νίκο Ρωμανό και τον Αργύρη Ντάλιο με αφορμή την εισαγγελική πρόταση και την αναμενόμενη απόφαση από το Εφετείο στις 26 Μαρτίου 2018:

«Είναι σαφές πλέον και γνωστό σε όλους πως η κάστα των δικαστών και των εισαγγελέων – γέννημα θρέμμα χουντικών και ακροδεξιών κύκλων- χρησιμοποιεί όλα τα μέσα για να συγκαλύψει σκάνδαλα, να χαϊδέψει διεφθαρμένους πολιτικούς ή επιχειρηματίες και να ξεπλύνει τον βρώμικο ρόλο τους, ενώ ταυτόχρονα εξαντλεί όλη την εκδικητικότητα της απέναντι σε όσους βρίσκονται στο κοινωνικό περιθώριο, τους κοινωνικούς αγωνιστές, φτωχοδιάβολους και μικροπαραβάτες. Ακόμη κι όταν η δικιά τους φαρέτρα νομικών επιχειρημάτων εξαντλείται, δε θα διστάσουν να καταφύγουν σε δικές τους αυθαίρετες ερμηνείες, ακροβασίες και φασιστικά διατάγματα προκειμένου να μας καταδικάσουν με όσο μεγαλύτερες ποινές μπορούν. Το γνωστό ρητό που λέει ότι η ''δικαιοσύνη είναι σαν τα φίδια, καθώς δαγκώνει μόνο τους ξυπόλυτους'' αντιπροσωπεύει με τον καλύτερο τρόπο την πραγματικότητα που διαμορφώνει η αστική δικαιοσύνη με τις προκλητικές αποφάσεις της» .
 
Η καινοτομία του «ατομικού τρομοκράτη», του «μοναχικού λύκου» που προέρχεται από τον αναρχικό/αντιεξουσιαστικό χώρο, πέρα από παράδοξη είναι και επικίνδυνη διότι, δημιουργώντας δικαστικό προηγούμενο, ξεφεύγει από τη συγκεκριμένη αίθουσα δικαστηρίου, τους συγκεκριμένους κατηγορούμενους και θέτει τις βάσεις για ένα ποινικό δίκαιο του δράστη και όχι της πράξης. Δηλαδή, το δεδικασμένο και τη νομιμοποίηση της συνθήκης να τιμωρούνται οι ιδέες και όχι οι πράξεις, να στοχοποιούνται πολιτικοί χώροι και να επιβεβαιώνονται εκ των υστέρων  αυτές οι κατασκευές μέσα από τη συγκεκριμένη, αλλά και τις μελλοντικές δικαστικές αποφάσεις.
 
Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του συνηγόρου υπεράσπισης τoυ Αργ.Ντάλιου, δικηγόρου Αθηνών, Γιώργου Κακαρνιά στο TPP:
 
«Βρισκόμαστε μπροστά στο λογικά και νομικά παράδοξο γεγονός κάποιοι που αρχικά είχαν κατηγορηθεί για ένταξη και συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση, άρα ως μέλη δομημένης ομάδας, να αθωώνονται από την κατηγορία αυτή λόγω έλλειψης στοιχείων και στη συνέχεια να καταδικάζονται ως ατομικοί τρομοκράτες. Προκύπτει λοιπόν το ερώτημα. Τελικά οι κατηγορούμενοι τι ήταν; Μέλη ομάδας δομημένης και με διαρκή δράση που προβλέπει το 187ΑΠΚ παρ. 4 ή μοναχικοί λύκοι; Γιατί και τα δύο ταυτόχρονα δεν γίνεται. Θεωρώ ότι η μετατροπή της κατηγορίας από αυτήν της ένταξης σε τρομοκρατική οργάνωση σε αυτήν της διάπραξης τρομοκρατικών πράξεων ατομικά, πέραν του ότι είναι δικονομικά ανεπίτρεπτη όταν γίνεται μετά την έκδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος, είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη αν επικυρωθεί από το Πενταμελές Εφετείο. Κι αυτό διότι θα ανοίξει το δρόμο σε μία νέου τύπου εφαρμογή του λεγόμενου αντιτρομοκρατικού νόμου, όπου θα αποδίδεται η κατηγορία του μέλους τρομοκρατικής οργάνωσης χωρίς στοιχεία (κάτι που έχει γίνει κατ’ επανάληψη και συνεχίζει να συμβαίνει) και όταν η κατηγορία αυτή καταρρίπτεται στο δικαστήριο, ο κατηγορούμενος θα τιμωρείται και πάλι με τις ποινές του 187Α ΠΚ, αυτή τη φορά ως ατομικός τρομοκράτης».
 
Την ίδια ώρα, μοιάζει να περνάει απαρατήρητη απ’ τη δικαιοσύνη, σαν να μην έχει σχέση με την «απειλή του πολιτεύματος», άρα και μικρότερη απαξία, η δράση των χρυσαυγιτών φονιάδων και των  νεοναζιστικών παραφυάδων που μόλις πρόσφατα συνελήφθησαν και παραπέμφθηκαν όχι με τον αντιτρομοκρατικό νόμο αλλά για κακουργηματικές πράξεις και ενώ είναι ακόμα σε εξέλιξη η δίκη της Χρυσής Αυγής.
 
Αυτή η ad hoc εφαρμογή νόμων και διατάξεων, σε βάρος της ισονομίας, ειδικά όταν πρόκειται για κατηγορουμένους του αναρχικού και αντιεξουσιαστικού χώρου, χώρων που αυθαίρετα έχουν καταχωρισθεί ως δεξαμενή τρομοκρατών, δεν είναι τυχαία ούτε παράδοξη, καθώς ο στόχος της δεν είναι μόνον η τιμωρία των κατηγορούμενων αλλά ο  παραδειγματισμός, οι εξοντωτικές ποινές που περιμένουν τους «απείθαρχους». Και μάλιστα με αποδέκτη μια συγκεκριμένη ηλικιακή κατηγορία, τη στρατευμένη νεολαία, η οποία επαναπροσδιορίζεται εμφατικά ως πρόβλημα μετά τον Δεκέμβρη του 2008, και όσο οι ανθρωποφάγοι όροι της οικονομικής διαχείρισης, η κοινωνική και πολιτική κρίση, η παραγωγή άνεργων, άστεγων, φτωχοποιημένων πληθυσμών απαιτεί σιδερένια πειθαρχία προκειμένου να μην καταρρεύσει το σύστημα. Στην πράξη αυτό υλοποιείται μέσα από την συρρίκνωση ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων με πρόταγμα την ανάγκη της τήρησης του νόμου και της τάξης, ανθρωποθυσίες στον βωμό του «δημόσιου συμφέροντος», την κατασκευή ενός πλάσματος πειθαρχημένης, συναινετικής κοινωνίας που τοποθετείται απέναντι στους «απείθαρχους».
 
Λέει για το θέμα αυτό η εγκληματολόγος Αφροδίτη Κουκουτσάκη: «Αν επιχειρήσουμε να αναζητήσουμε κάποια κρίσιμα στοιχεία της περιόδου, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε δύο δραματικά φορτισμένες κατηγορίες και τη μεταξύ τους σχέση: φόβος και οργή. Σ’ έναν εύφλεκτο κόσμο, “οι κοινωνίες μας είναι υπέρμετρα κορεσμένες από μια μη αναγνωρίσιμη οργή'', λέει ο Mike Davis σ’ ένα κείμενό του για τον ελληνικό Δεκέμβρη, με τίτλο ''Ο σπόρος της οργής'' που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Il Manifesto στις 19/12 του 2008. Και συνεχίζει: ''Ο σπόρος της εξέγερσης έχει ήδη δώσει ξεκάθαρα τους καρπούς του, αλλά η αστική κοινωνία μόλις που αναγνωρίζει τη σοδειά''. Σ' ένα συνεχές, λοιπόν, όπου η οργή τροφοδοτεί τον φόβο ως προνομιακό του αντικείμενο, η οργή επανορίζεται με όρους “επικίνδυνων ομάδων”. Και μια ευάλωτη ηλικιακή κατηγορία καλείται για μια ακόμα φορά να παίξει τον ρόλο του εσωτερικού εχθρού. Να υποταχθεί, να παταχθεί ως εάν αυτό να ήταν το μέσο που θα αποκαθιστούσε την τάξη πραγμάτων και τη διαρρηγμένη αίσθηση ασφάλειας. Αν λοιπόν δεχτούμε ότι η ποινή δεν είναι μόνον στρατηγικό αλλά και πολιτισμικό ζήτημα, καθώς συγκροτεί ταυτόχρονα μια διαδικασία επιβολής ελέγχου αλλά και μια σφαίρα παραγωγής νοημάτων και ερμηνειών της πραγματικότητας, τότε μπορούμε να δούμε πώς η οργή συναρτάται με την “κοινωνική αταξία” με όρους αιτίου -αποτελέσματος και συσκοτίζεται η κοινή αφετηρία οργής και φόβου που εδράζεται στην ίδια τη βία που χαρακτηρίζει τις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις: η εκπειθάρχηση της οργής σημαίνει ταυτόχρονα εκπειθάρχηση του φόβου διαμέσου της εστίασής του στα παράγωγα και όχι στα αίτια μιας ενιαίας διαδικασίας. Στη διακυβέρνηση με άλλα λόγια της ανθρώπινης συμπεριφοράς διαμέσου του φόβου».
 
Στην επιβολή του δόγματος «Νόμος και Τάξη», συνδεδεμένο δήθεν με την αποσταθεροποίηση της δημόσιας τάξης, συμπληρωμένο με αντιδικονομικά παράδοξα, επιχειρείται να κατοχυρωθεί  ένα νέο δικαστικό δεδικασμένο: Το πολιτικό και δικαστικό περιβάλλον που υιοθετεί τη θεωρία της ατομικής τρομοκρατίας – τρομοκράτη, ως συνέχεια του κράτους καταστολής, αλληθωρίζει προς το παρασύστημα σκευωριών της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας και συμβάλλει έτσι στην καταχρηστική υπέρβαση εξουσίας με αυτές τις καταδικαστικές αποφάσεις. Αποτελεί δε, προσπάθεια επιβολής ενός ιδιότυπου πολιτικού και όχι μόνο φόβου, ώστε να ευδοκιμήσει η ιδιώτευση ή ο κατά περίσταση χαφιεδισμός και η κατασκευή ενόχων ως δήθεν «ατομικών τρομοκρατών».

Αν δεν μπει φραγμός στις ορέξεις συγκεκριμένων δικαστικών κύκλων που νέμονται την εξουσία με αλαζονεία, επίδειξη ισχύος και αυθαιρεσία, σύντομα θα βρεθούμε μπροστά σε μια μεθοδευμένη επιχείρηση εξόντωσης της νεολαίας και όχι μόνο των συγκεκριμένων κατηγορούμενων, μέσα από ένα τρομολαγνικό σκηνικό που αποβλέπει στην τελική διάβρωση των αξιών, ποινικοποιώντας τη σκέψη των νέων ανθρώπων και όχι μόνο.

Θα επιβραβεύεται, δηλαδή, κατά το δοκούν, η (παρα)δικαστική τρομοκράτηση δημιουργώντας κατά φαντασίαν «ατομικούς τρομοκράτες» με απρόβλεπτες συνέπειες στην κοινωνία και κατ’ επέκταση σε ολόκληρο τον νομικό μας πολιτισμό.