του Θάνου Καμήλαλη
Τα θετικά της Σύμβασης ξεκινούν από τον ίδιο τον ορισμό της βίας κατά των γυναικών, που πλέον αναφέρεται ως εξής: «Όλες τις πράξεις μίας βίας βασιζόμενης στο φύλο οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα ή ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα, φυσική, σεξουαλική, ψυχολογική ή οικονομική βλάβη ή πόνο για τις γυναίκες, συμπεριλαμβανομένων των απειλών τέλεσης τοιούτων πράξεων, τον εξαναγκασμό ή την αυθαίρετη αποστέρηση της ελευθερίας, είτε αυτή συμβαίνει στο δημόσιο ή τον ιδιωτικό βίο».
Με τον ορισμό αυτό, η έννοια της βίας κατά των γυναικών διευρύνεται, ενσωματώνοντας και εκφάνσεις της που συχνά θεωρούνται αμελητέες, παραγνωρίζονται ακόμη και από τα ίδια τα θύματα ή περνούν απαρατήρητες. Η οικονομική βλάβη, για παράδειγμα, αλλά και οι απειλές τέλεσης βίαιων πράξεων κάθε μορφής. Σημαντική προσθήκη υπάρχει και στον όρο της ενδοοικογενειακής βίας, που κρίνεται πιο επιβαρυντικά για τον δράστη και αφορά πλέον όλες τις πράξεις βίας «μεταξύ πρώην ή νυν συζύγων ή συντρόφων, ανεξάρτητα ή όχι του κατά πόσο ο δράστης μοιράζεται ή έχει μοιρασθεί την ίδια κατοικία με το θύμα».
Όπως είχε αναφέρει το TPP σε προηγούμενο ρεπορτάζ, σύμφωνα με πανευρωπαϊκή έρευνα του 2014, το 25% των γυναικών στην Ελλάδα έχουν υπάρξει θύματα σωματικής, σεξουαλικής ή ψυχολογικής βίας μετά την ηλικία των 15 ετών, ενώ η έκθεση της ΕΙΕ ανεβάζει το ποσοστό στο 28%. Από το 2011, η Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων (Γ.Γ.Ι.Φ.) λειτουργεί την 24ωρη Γραμμή SOS 15900, όπου θύματα αλλά και τρίτα πρόσωπα μπορούν να απευθυνθούν για να αναφέρουν περιστατικά βίας. Η Γραμμή SOS δέχτηκε το περασμένο έτος συνολικά 4.266 καταγγελίες για έμφυλη βία, εκ των οποίων οι 3.034 κλήσεις προέρχονταν από τις ίδιες τις κακοποιημένες γυναίκες, ενώ οι 1.232 κλήσεις, από τρίτα πρόσωπα που ανησυχούσαν βλέποντας τα σημάδια πάνω στο σώμα της γυναίκας
Σύμφωνα με το νομοσχέδιο που έχει κατατεθεί στη Βουλή και πρόκειται να ψηφιστεί από την Ολομέλεια, η επικύρωση της Σύμβασης από την Ελλάδα συνοδεύεται με μια σειρά από τροποποιήσει διατάξεων του Ποινικού Κώδικα, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται οι εξής αλλαγές:
- Τα έθιμα και οι παραδόσεις που ακολουθεί ο δράστης, όπως επίσης και η θρησκεία ή η επίκληση στην «τιμή του» δεν συνιστούν στοιχεία ικανά να μειώσουν την ποινή του. Η προσθήκη γίνεται προκειμένου η προστασία του θύματος να καταστεί πληρέστερη, μέσω της αφαίρεσης επιχειρημάτων που σχετίζονται με τα παραπάνω χαρακτηριστικά και μέχρι τώρα μπορούσε να επικαλεστεί ο δράστης στο στάδιο της προσμέτρησης της ποινής.
- Προβλέπεται νέα διάταξη για το stalking, δηλαδή την «επίμονη συμπεριφορά καταδίωξης ή παρακολούθησης», που θεωρείται πλέον ποινικό αδίκημα. Όπως αναφέρει συγκεκριμένα η ατιολογική έκθεση του νομοσχεδίου, το αδίκημα του stalking τελείται όχι με «απειλή βίας ή άλλης παράνομης πράξης», αλλά μέσω της «επίμονης καταδίωξης ή παρακολούθησης του θύματος, που πραγματοποιείται είτε με την επιδίωξη διαρκούς επαφής μέσω τηλεπικοινωνιακού ή ηλεκτρονικού μέσου (τηλέφωνα, μηνύματα κλπ.) είτε με διαρκείς επισκέψεις στο περιβάλλον του θύματος, παρά την εκπεφρασμένη βούλησή του, προκαλώντας στο θύμα τρόμο ή ανησυχία»
- Γίνεται δυνατή, μολονότι μόνο αν κριθεί αναγκαίο, το θύμα βίας να μπορεί να ζητήσει αποζημίωση που θα καλύπτεται από το Δημόσιο, ενώ επιταχύνονται οι σχετικές δικαστικές διαδικασίες, με την επιβολή προθεσμίας έξι μηνών.
- Καταργείται η μεσαιωνική παράγραφος 3 στο άρθρο 339, που προέβλεπε ότι στην περίπτωση της ασέλγειας κατά ανηλίκου, αν μεταξύ του δράστη και του θύματος τελέστηκε γάμος, τότε δεν ισχύει η ποινική δίωξη του πρώτου
- Σε περίπτωση που ο δράστης δεν ολοκληρώσει το ειδικό πρόγραμμα για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας σε δημόσιο φορέα, η δίωξη του ανασύρεται από το αρχείο και συνεχίζεται η ποινική διαδικασία.
- Απαγορεύεται η άδεια οπλοφορίας του δράστη.
Ενώ παράλληλα, το κράτος αναλαμβάνει μια σειρά από υποχρεώσεις, που έχουν στόχο την πρόληψη και αντιμετώπιση της έμφυλης βίας, αλλά και την υποστήριξη των θυμάτων. Μεταξύ αυτών:
- Συστήνεται ειδικός ανεξάρτητος μηχανισμός παρακολούθησης της εφαρμογής της Σύμβασης, η GREVIO, που οφείλει να αποτελείται από άτομα εγνωσμένης ικανότητας στα ζητήματα φύλου. Η GREVIO αξιολογεί τα νομοθετικά μέτρα που λαμβάνει το κράτος, δημοσιεύει περιοδικές εκθέσεις, μπορεί να εκδίδει συστάσεις και εν γένει εξασφαλίζει τον σεβασμό των ορισμών της Σύμβασης.
- Το ελληνικό κράτος αναλαμβάνει την υποχρέωση να δημιουργήσει καταφύγια για γυναίκες – θύματα βίας, σε όλη την επικράτεια, αλλά και να μεριμνά για τη χρηματοδότησή τους. To ίδιο οφείλει να κάνει για τη δημιουργία και διατήρηση ομάδων ψυχολογικής και θεραπευτικής υποστήριξης
- Απαγορεύεται η επιστροφή αλλοδαπού προσώπου που είναι θύμα ενδοοικογενειακής βίας. Αυτό σημαίνει ότι σε περιπτώσεις βίας ακόμα κατά των γυναικών που δεν έχουν χαρτιά, σταματάει η διαδικασία της απέλασης ή της επαναπροώθησης και αν έχει άδεια παραμονής εξαρτημένη από τον άνδρα της, ο οποίος την κακοποιεί, θα πρέπει να της προσφέρεται νέα άδεια. (Δεδομένου βέβαια ότι δικαιώματα προσφύγων και μεταναστών παραβιάζονται συστηματικά τα τελευταία χρόνια, απομένει να δούμε αυτήν τη ρύθμιση στην πράξη).
«Τέλειο νομοθετικό πλαίσιο» αλλά…
Διεθνείς ανθρωπιστικές και φεμινιστικές οργανώσεις εκφράζονται με υμνητικά σχόλια για το κείμενο της Σύμβασης. Τονίζουν όμως ότι, μολονότι πρόκειται για ένα σημαντικό βήμα, απομένουν ακόμα πολλά να γίνουν. Βήματα που έχουν σχέση πλέον, τόσο με την εφαρμογή της Σύμβασης στην πράξη, όσο και με τροποποιήσεις που δεν περιέχονται στο νομοσχέδιο, όπως για παράδειγμα, στον ορισμό του βιασμού.
«Το στοίχημα είναι αυτό το τέλειο νομοθετικό πλαίσιο να μην μείνει στα χαρτιά» τονίζει στο TPP η Αλεξία Τσούνη, μέλος του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας. «Η μεγαλύτερη ανησυχία είναι να υπάρχει πάλι υποχρηματοδότηση, δηλαδή να μην δοθεί η προβλεπόμενη χρηματοδότηση από τον προϋπολογισμό για να γίνουν αυτές οι δομές, οι ξενώνες για παράδειγμα, όχι μόνο στην Αθήνα, αλλά σε όλη τη χώρα».
Η ύπαρξη ξενώνα αναφέρεται ως η πιο βασική προϋπόθεση για να μπορέσει μία γυναίκα να αποφασίσει να ξεφύγει οριστικά από την κακοποιητική συμπεριφορά. «Να ξέρει δηλαδή ότι θα μπορεί να πάει κάπου που δεν θα την κυνηγήσει, δεν θα την σκοτώσει, δεν θα της πάρει τα παιδιά. Και φυσικά όλες οι δομές που υποστηρίζουν τον ξενώνα, η ψυχολογική υποστήριξη, η νομική βοήθεια, επαγγελματίες υγείας, όλα αυτά που θα πρέπει να έχει η γυναίκα για να φύγει από τον φαύλο κύκλο. Πρέπει δηλαδή να μην μπει η αντιμετώπιση της μάστιγας σε δεύτερη μοίρα, λόγω της λιτότητας, αλλά να εφαρμοστούν τα όσα προβλέπει αυτή η Σύμβαση», προσθέτει η Αλεξία Τσούνη.
Αυτήν την στιγμή, τα καταφύγια για γυναίκες – θύματα βίας χαρακτηρίζονται ελάχιστα, με μερικά από αυτά να λειτουργούν μόνο μετά από πρωτοβουλίες κάποιων δήμων και άλλα, με πόρους από ΜΚΟ. Η χρηματοδότηση τους όμως μέχρι τώρα δεν είναι διασφαλισμένη. «Το Δίκτυο Γυναικών Ευρώπης για παράδειγμα είχε πολλά χρόνια καταφύγιο για γυναίκες που μάλιστα ήταν θύματα trafficking, αλλά λόγω έλλειψης χρηματοδότησης της οργάνωσης αυτό έκλεισε. Δεν μπορούμε δηλαδή να βασιζόμαστε μόνο στις ΜΚΟ που κάνουν αιτήσεις για τέτοιες δράσεις, πρέπει να υπάρχει μία συνέχεια, και προφανώς να είναι το κράτος υπεύθυνο για να παρέχει τέτοιες δομές, με τις ΜΚΟ αν θέλουν, να κάνουν επιπλέον δράσεις» τονίζει το στέλεχος της Διεθνούς Αμνηστίας.
Εκτός της ανάγκης διασφάλισης της χρηματοδότησης, ως δεύτερο σημείο που χρήζει ιδιαίτερης προσοχής είναι ο συντονισμός των κρατικών φορέων που θα κληθούν να ασχοληθούν, πιο εντατικά πλέον, με την έμφυλη βία. «Επειδή σε αυτήν τη διαδικασία εμπλέκονται πολλές διαφορετικές υπηρεσίες, είναι ένα μεγάλο στοίχημα να συντονιστούν οι κρατικές υπηρεσίες, κάτι που έχουμε δει σε άλλα θέματα να μην γίνεται. Από τον αστυνομικό που θα καταγράψει το περιστατικό, τον γιατρό στον οποίο η γυναίκα θα πάει για να ζητήσει εξέταση και να αποδείξει την κακοποίηση, τα τραύματα, τον βιασμό ή οποιαδήποτε μορφή βίας, τον ψυχολόγο που θα παρέχει υποστήριξη στη γυναίκα και θα σκιαγραφήσει το προφίλ της μέχρι και τις υπόλοιπες υπηρεσίες, χρειάζεται συντονισμός ώστε να ξέρει ανά πάσα στιγμή το κράτος σε ποιο σημείο είναι η υπόθεση κάθε γυναίκας. Και ιατρικά και νομικά, σε όλες τις φάσεις. Μπορεί δηλαδή να υπάρχουν χρήματα, αλλά να μην λειτουργήσουν καλά οι δομές λόγω κακού συντονισμού» σχολιάζει η κ.Τσούνη.
Όλες οι παραπάνω διασφαλίσεις κρίνονται αναγκαίες, καθώς το σημαντικότερο εμπόδιο μιας γυναίκας θυμάτος βίας είναι ο φόβος. «Οι γυναίκες που μας καλούν φοβούνται. Επικρατεί διστακτικότητα, όσον αφορά τον εάν τελικά θα γίνει καταγγελία ή όχι. Τα θύματα γνωρίζουν ότι εάν υπάρξει καταγγελία στην αστυνομία θα γίνουν κάποιες ενέργειες, θα περάσει ο θύτης αυτόφωρο, θα οριστεί κάποιο δικαστήριο, ωστόσο ο θύτης θα επιστρέψει στο σπίτι, επομένως ανησυχούν για το τι θα συμβεί στο μεσοδιάστημα» είχε τονίσει στο TPP ψυχολόγος της 24ωρης Γραμμή SOS 15900. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΗΕ, παγκοσμίως λιγότερο από το 40% των θυμάτων θα αναζητήσει κάποιας μορφής βοήθεια, ενώ λιγότερο από το 10% θα καταγγείλει τη βία στην αστυνομία.
Η ανάγκη αλλαγής του ορισμού του βιασμού
Η Σύμβαση μπορεί να είναι «τέλεια», σύμφωνα με τις οργανώσεις, το νομοσχέδιο που ετοιμάζεται να ψηφίσει η Βουλή όμως σίγουρα δεν είναι. Η σημαντικότερη έλλειψη αφορά τη μη αλλαγή του ορισμού του βιασμού, αντίθετα με τον ορισμό που του δίνει το Συμβούλιο της Ευρώπης
Στον ελληνικό Ποινικό Κώδικα (άρθρο 336) ο ορισμός του βιασμού αναφέρει ότι «όποιος με σωματική βία ή με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου εξαναγκάζει άλλον σε συνουσία ή σε άλλη ασελγή πράξη ή σε ανοχή της τιμωρείται με κάθειρξη». Η αναφορά όμως στην προϋπόθεση της σωματικής βίας ή την απειλή δεν συμβαδίζει με τα διεθνή πρότυπα και δίνει μεγάλα περιθώρια στους δράστες να μην τιμωρηθούν για τις πράξεις τους.
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με την Ελληνική Ιατροδικαστική Εταιρεία, οι βιασμοί ξεπερνούν τους 4.500 το χρόνο, αλλά μόνο ένα μικρό ποσοστό εξ αυτών καταγγέλλεται στις αρχές και μόνο περίπου 150 φτάνουν στα δικαστήρια. «Κάποια θύματα πιστεύουν ότι το να καταγγείλουν την πράξη θα είναι μία επιπλέον ταλαιπωρία γι΄ αυτά και πιθανά δεν θα δικαιωθούν» είχε τονίσει τον Νοέμβριο του 2017 ο πρόεδρος της Ελληνικής Ιατροδικαστικής Εταιρείας, Γρηγόρης Λέων. Όπως σημειώνουν μέλη φεμινιστικών οργανώσεων, ένας από τους παραπάνω λόγους είναι ότι σε πολλές περιπτώσεις οι βιαστές δεν καταδικάζονται για την πράξη τους, αφού το θύμα δεν μπορεί να αποδείξει ότι της ασκήθηυκε σωματική βία (π.χ. δεν διαθέτει σημάδια από πάλη). Υπάρχουν περιπτώσεις, προσθέτουν, όπου «το θύμα παγώνει από τρόμο, ή ναρκώνεται, για παράδειγμα από κάτι στο ποτό ή το πολύ αλκοόλ ή ουσίες και έτσι ο βιασμος πραγματοποείται χωρίς χρήση βίας, αλλά και χωρίς τη συναίνεση της γυναίκας».
Η Σύμβαση, από την άλλη, ορίζει ως μόνο κριτήριο του βιασμού την «απουσία συναίνεσης», ενώ από το 2013 η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για την Εξάλειψη των Διακρίσεων κατά των Γυναικών συνέστησε ότι τυχόν απαίτηση της νομοθεσίας ότι η σεξουαλική επίθεση διαπράττεται με εξαναγκασμό ή βία και ότι οποιαδήποτε απαίτηση απόδειξης διείσδυσης πρέπει να αφαιρεθεί. Όπως σημειώνει η Διεθνής Αμνηστία, από όταν το νομοσχέδιο τέθηκε σε δημόσια διαβούλευεση «το διεθνές δίκαιο και τα πρότυπα ανθρωπίνων δικαιωμάτων απαιτούν η σεξουαλική επίθεση, συμπεριλαμβανομένου του βιασμού, να ορίζεται από την απουσία συναίνεσης για τη σεξουαλική δραστηριότητα. Επιπλέον, η συγκατάθεση πρέπει να παρέχεται οικειοθελώς, ως αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης του ατόμου, η οποία αξιολογείται στο πλαίσιο των περιβαλλόντων περιστάσεων. Ως εθελοντική και διαρκής συμφωνία για συμμετοχή σε συγκεκριμένη σεξουαλική δραστηριότητα, η συγκατάθεση μπορεί να ακυρωθεί ανά πάσα στιγμή».
«Οι ελληνικές αρχές οφείλουν να κάνουν ένα ακόμη προοδευτικό βήμα και να ακολουθήσουν το παράδειγμα άλλων ευρωπαϊκών χωρών όπως αυτό της Μεγάλης Βρετανίας, του Βελγίου και της Κύπρου και να τροποποιήσουν τον ορισμό του βιασμού έτσι ώστε να βασίζεται στην απουσία συναίνεσης στην σεξουαλική δραστηριότητα. Κάποιες φορές ο νομοθέτης δεν χρειάζεται να περιμένει την κοινωνία για να είναι έτοιμος για τέτοιες αλλαγές αλλά να της δείξει ο ίδιος τον δρόμο», τονίζε σε ανακοίνωση της οργάνωσης η Λία Γώγου, ερευνήτρια της Διεθνούς Αμνηστίας για την Ελλάδα.
Παράλληλα, οι οργανώσεις επαναφέρουν το θέμα της ταυτότητας φύλου και την ανάγκη να συμπεριληφθούν προβλέψεις για τα διεμφυλικά άτομα στις τροποποιούμενες διατάξεις. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται αλλαγές που δεν είχαν επιτραπεί με το ψηφισθέν νομοσχέδιο για την ταυτότητα φύλου, όπως καμία αναφορά στην εξωτερική εμφάνιση και αφαίρεση του ορίου ηλικίας, αλλά και οι διευρύνσεις των νέων ορισμών, ώστε να συμπεριλαμβάνονται και τα τρανς άτομα.