του Θάνου Καμήλαλη
Κάθε φορά που ένας δανειολήπτης πληρώνει τη δόση οποιουδήποτε δανείου, ή πιστωτικής κάρτας, καταβάλλει ένα μικρό αλλά σημαντικό εν τέλει ποσό για την εισφορά του ν.128/1975. Πρόκειται για ένα ποσοστό, (0,6% σε καταναλωτικά, επιχειρηματικά, πιστωτικές κλπ. και 0,12% στα στεγαστικά δάνεια) που συμπεριλαμβάνεται, ως ξεχωριστό τμήμα, στο επιτόκιο του δανείου και στη συνέχεια καταβάλλεται από τις τράπεζες σε έναν κοινό λογαριασμό του Δημοσίου στην Τράπεζα της Ελλάδας. Ο σκοπός της εισφορά αυτής, από τη δεκαετία του 1960 και στη συνέχεια στη Μεταπολίτευση, μέσω του σχετικού νόμου το 1975 ήταν να δημιουργηθεί ένα ταμείο, μέσω του οποίου θα επιδοτούνται οι εξαγωγικές επιχειρήσεις της χώρας, με σκοπό να διατηρείται ανταγωνιστικός ο τομέας των εξαγωγών. Από το τέλος του 1991 όμως, λόγω της εισόδου της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και των διατάξεων περί ανταγωνισμού του Ευρωπαϊκού Δικαίου, οι επιδοτήσεις των δανείων για εξαγωγές σταμάτησαν, καθώς θεωρούνταν πλέον παράνομες κρατικές ενισχύσεις. Και κάπου εδώ αρχίζουν τα προβλήματα…
Μολονότι δεν είχε πλέον κανέναν σκοπό, η εισφορά αυτή των δανειοληπτων διατηρήθηκε και, επί 24 χρόνια, συνέχισε να καταλήγει στον «κρυφό» λογαριασμό στην ΤτΕ, που παρέμεινε εκτός κρατικού προϋπολογισμού. Το αδιαφανές αυτό καθεστώς διατηρήθηκε μέχρι το 2015, όταν με μια υποπαράγραφο του τρίτου μνημονίου που ψηφίστηκε τον Αύγουστο στη Βουλή, αποφασίστηκε ότι πλέον τα χρήματα αυτού του λογαριασμού θα χρησιμοποιούνται, με απόφαση του υπουργού Οικονομικών, για την επιδότηση θυμάτων από «τρομοκρατικές επιθέσεις» ή «φυσικές καταστροφές». Το παραπάνω επιβεβαίωσε ο υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, τον περασμένο Οκτώβριο στη Βουλή, απαντώντας σε ερώτηση του βουλευτή της Ένωσης Κεντρώων, Γιάννη Σαρίδη.
Ο Τσακαλώτος, χαρακτήρισε αληθείς τις αναφορές του Σαρίδη σχετικά με την ύπαρξη της εισφοράς και το γεγονός ότι μετά την είσοδο της Ελλάδας στην Ε.Ε. αυτη «δεν θα έπρεπε να ισχύει, αλλά παρ' όλα αυτά συνεχίστηκε». Αποφεύγοντας (όχι για μοναδική φορά όπως θα δούμε) να αναφερθεί στο μεσοδιάστημα των 24 χρόνων, ο υπουργός Οικονομικών απάντησε τότε ότι «με το ν.4336/2015 έγινε αλλαγή για το πού μπορούν να πάνε αυτά τα χρήματα. Δεν είναι κατά το δοκούν, είναι με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Επιδοτούνται αποκλειστικά πληγέντες από φυσικές καταστροφές και από τρομοκρατικές πράξεις». Στη συνέχεια, ο Τσακαλώτος έδωσε και τα πρώτα στοιχεία για τα ποσά που βρίσκονται σε αυτόν τον λογαριασμό. Σύμφωνα με όσα ανέφερε στη Βουλή, επικαλούμενος στοιχεία της ΤτΕ, το 2015 και το 2016 οι συνολικές εισφορές των δανειοληπτών ανήλθαν περίπου, σε 436 εκατ. και 416 εκατ. ευρώ αντίστοιχα. Από αυτά, όπως πρόσθεσε ο υπουργός, δόθηκαν το 2015 60 εκατ. ευρώ και το 2016 110 εκατ. ευρώ, σε πληγέντες από φυσικές καταστροφές. Τα ακριβή ποσά είναι τα εξής:
2015
- Έσοδα: 436 εκατομμύρια ευρώ περίπου.
- Απόδοση: 65 εκατομμύρια ευρώ περίπου (44 εκ. για στέγαση παλιννοστούντων, 12 εκ. για αποζημίωση πυροπλήκτων και 5 εκ. σεισμοπαθών, καθώς και άλλα ποσά για πλημμυροπαθείς και αποκατάσταση διατηρητέων κτηρίων).
2016
- Έσοδα: 416 εκατομμύρια ευρώ περίπου
- Απόδοση: 110 εκατομμύρια ευρώ περίπου (18 εκ. σε πυρόπληκτους, 8 σε σεισμοπαθείς, 56 εκ. για στέγαση παλιννοστούντων).
Τα υπόλοιπα, χρησιμοποιούνται ως… καβάτζα. «Όπως καταλαβαίνετε, πάντα θέλουμε να αφήσουμε και μια καβάτζα, να μην τα ξοδέψουμε όλα τα λεφτά, γιατί μπορεί να γίνει κάποιο μεγάλο επεισόδιο είτε πλημμυρών είτε σεισμών. Οπότε νομίζω ότι με αυτόν τον τρόπο λειτουργεί σχετικά καλά ο νόμος του 2015» υποστήριξε ο υπουργός Οικονομικών. Μια καβάτζα μάλιστα, που παραμένει εκτός κρατικού προϋπολογισμού. Σύμφωνα με έγγραφη απάντηση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους τον περασμένο Μάιο σε ερώτημα του υπουργείου Οικονομικών, που έχει στη διάθεσή του το TPP «το προϊόν του εν λόγω λογαριασμού παρακολουθείται από την τράπεζα της Ελλάδος, αλλά δεν αποτελεί έσοδο του Κρατικού Προϋπολογισμού». Αυτό σημαίνει, όπως σημειώνουν πηγές του TPP, ότι ένα πολύ σημαντικό ποσό (που μόλις σε δύο χρόνια έφτασε τα 850 εκατ. ευρώ), δύναται να δίνεται μόνο με υπουργικές αποφάσεις, χωρίς κεντρική διαχείριση και με περιορισμένο έλεγχο.
Τα εύλογα ερωτήματα εδώ είναι πρώτον, αν πρέπει οι δανειολήπτες να χρηματοδοτούν, εν αγνοία τους μάλιστα και εν μέσω των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν, ένα τέτοιο ταμείο και δεύτερον, αν είναι χρήσιμο για το ελληνικό κράτος να διατηρεί μία «καβάτζα» τουλάχιστον 700 εκατ., που μάλιστα μεγαλώνει συνεχώς. Αλλά, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, αυτοί είναι μόνο δύο από τους προβληματισμούς γύρω από την όλη υπόθεση. Μια υπόθεση που βρίθει ερωτημάτων, ειδικά για την περίοδο 1992-2015, όταν ο λογαριασμός εμφανιζόταν να είναι άχρηστος.
«Πρόκειται για ένα νεφελώδες τοπίο και ακόμα είμαστε στην αρχή» σχολιάζει στο TPP ο Χαράλαμπος Περβανάς, πρόεδρος του Συλλόγου Δανειοληπτών και Προστασίας Καταναλωτών Β. Ελλάδος, που εδώ και πολλούς μήνες ασχολείται με το θέμα της εισφοράς του 1975. Σκοπός του Συλλόγου, που λειτουργεί από το 2009, είναι να βοηθήσει τον πολίτη, στηρίζοντάς τον και κατευθύνοντάς τον στη λύση προβλημάτων που αντιμετωπίζει στις δανειακές του συμβάσεις με τις τράπεζες. «Ο πολίτης, ο καταναλωτής, έχει αφεθεί απροστάτευτος στους αετονύχηδες, που τον εκμεταλλεύονται ξανά και ξανά», προσθέτει, ενώ θέτει ως αναγκαία κίνηση την παροχή από το κράτος δωρεάν νομικής βοήθειας στους δανειολήπτες, σχέδιο που υπήρχε το 2016 αλλά έκτοτε «όλοι έχουν τα αυτιά τους κλειστά»
Το νεφελώδες τοπίο που αναφέρουν μέλη του Συλλόγου φαίνεται και από τις μετά το 1991 αποφάσεις σχετικά με την τύχη του λογαριασμού. Σύμφωνα με απόφαση του τότε διοικητή της τράπεζας της Ελλάδας, Δημήτρη Χαλικιά, που δημοσιεύτηκε σε ΦΕΚ στις 25 Σεπτεμβρίου του 1991, καταργείται η «εισφορά που καταβάλλουν οι τράπεζες για την καταβολή διαφοράς τόκων υπέρ των εξαγωγικών επιχειρήσεων» από 1-1-1992.
Ωστόσο, η συγκεκριμένη πράξη του διοικητή της ΤτΕ στην συνέχεια είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ. Σε μία τροπολογία από τον Ιούνιο του 1992, μαθαίνουμε ότι ο κρυφός αυτός λογαριασμός χωρίζεται σε δύο «δευτεροβάθμιους λογαριασμούς», έναν για την ενίσχυση των εξαγωγικών επιχειρήσεων και έναν για «λογαριασμό επιδοτήσεων επιτοκίου» (για τον οποίον οι λεπτομέρειες παραμένουν άγνωστες). Μαθαίνουμε επίσης ότι με εντολή του υπουργού Οικονομικών το πλεόνασμα του λογαριασμού «δύναται να μεταφέρεται στον Κρατικό Προϋπολογισμό ως έσοδο», κάτι όμως που, σύμφωνα και με την απάντηση του ΓΛΚ παραπάνω, δεν έγινε ποτέ. Στη συνέχεια καταγράφονται νομοθετικές ρυθμίσεις που δεν αμφισβητούν την ύπαρξη της εισφοράς και φυσικά οι τράπεζες συνεχίζουν να προσθέτουν στο επιτόκιο του δανείου την «εισφορά του ν.128/1975»
Εδώ και μερικούς μήνες, η υπόθεση της εισφοράς και του κρυφού λογαριασμού βρίσκονται στη Βουλή και η υπόθεση που ξεκίνησε από τις καταγγελίες του Συλλόγου Δανειοληπτών Βορείου Ελλάδος μεταφέρθηκε σε σειρά επίκαιρων ερωτήσεων του βουλευτή Γιάννη Σαρίδη προς τον Ευκλείδη Τσακαλώτο. Κατά τη διάρκεια αυτών των συγκρούσεων έχουν προκύψει ορισμένα πολύ ενδιαφέρονται στοιχεία. Σε γραπτή του απάντηση τον Ιανουάριο, ο Τσακαλώτος επιβεβαιώνει ότι οι εισφορές για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις καταργήθηκαν το 1991 με την απόφαση του διοικητή της ΤτΕ, παραδέχεται έμμεσα ότι η εισφορά συνεχίστηκε και αναφέρει την αλλαγή το 2015, με το τρίτο μνημόνιο.
Ενώ το σημαντικότερο στοιχείο ήρθε, όταν το υπουργείο Οικονομικών κατέθεσε έναν (πρόχειρο μεν, στα πρακτικά της Βουλής δε) πίνακα που απεικονίζει τις εισροές και τις εκροές του συγκεκριμένου λογαριασμού:
Με μερικές απλές προσθέσεις βγαίνει ότι την περίοδο 1992-2014 (εξαιρείται το 1991 που χρησιμοποιούνταν για επιχειρήσεις και το 2015 που άλλαξε η χρήση) μπήκαν στο λογαριασμό περίπου 9,3 δισ. και βγήκαν περίπου 4,8 δισ. Οι επόμενες ερωτήσεις είναι εύλογες: Που πήγαν αυτά τα χρήματα και πόσα χρήματα υπάρχουν αυτήν την στιγμή εκεί μέσα; Δεν είναι πολύ λογικό, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΥΠΟΙΚ, αφού 9,3 δισ. μπήκαν και 4,8 δισ. βγήκαν (άσχετα αν δεν ξέρουμε πού) να υπάρχουν εκεί, μαζί με το 2015 και το 2016, περίπου 5 δισ.; Εδώ έρχεται η προαναφερόμενη απροθυμία του υπουργού Οικονομικών.
Είναι δυνατόν ο ΥΠΟΙΚ να μην γνωρίζει και να μην μπορεί να μάθει πόσα χρήματα έχει ένας λογαριασμός, που τελεί υπό την εποπτεία του; Απ' ό,τι φαίνεται είναι. Πριν λίγες μέρες, στην ερώτηση του Σαρίδη, που μάλιστα είχε κατατεθεί από τον Ιανουάριο, «πόσα χρήματα βρισκονται σε αυτόν τον λογαριασμό σήμερα;» ο Τσακαλώτος δεν απάντησε ποτέ, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες του βουλευτή να ακούσει ένα ποσό. Συγκεκριμένα, στην πρωτολογία του ο Τσακαλώτος απαντάει:
«Πρέπει να σας πω ότι δεν υπάρχει τίποτα παράνομο. Είναι ένας μεγάλος λογαριασμός, που όπως λέτε και στην ερώτησή σας, είναι στην Τράπεζα της Ελλάδας. Κάτω από αυτόν τον μεγάλο λογαριασμό υπάρχουν διάφοροι λογαριασμοί, μέσα στους οποίους είναι ο λογαριασμός που συζητάμε.»
Στη δευτερολογία του, ουσιαστικά επαναλαμβάνει το ίδιο, με περισσότερες λεπτομέρειες:
Ακριβώς επειδή είναι ένας λογαριασμός που είναι μέσα σε έναν μεγαλύτερο, είναι δύσκολο αυτό που ζητάτε να σας το δώσω με αριθμούς. Δεν είναι δηλαδή ένας λογαριασμός από μόνος του. Είναι ένας υπολογαριασμός στον μεγάλο λογαριασμό που μπαίνουν μέσα τα χρήματα που θα πάρουμε από τον ESM, που μπαίνουν μέσα τα χρήματα που μαζεύουμε από τις εξόδους στις αγορές. Αυτό είναι. Αν δεν το καταλάβατε, αυτή είναι η απάντησή μου.
Το βίντεο από τη σχετική συζήτηση έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον, ιδιαίτερα αν σκεφτεί κανείς ότι είναι παράλογο ένας υπουργός Οικονομικών να αδυνατεί να απαντήσει με συγκεκριμένους αριθμούς για έναν λογαριασμό του ελληνικού κράτους.
Θα πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι το χαρτί που καταθέτει στο τέλος (και μάλιστα διστάζει αρχικά να καταθέσει), είναι η τροπολογία του 1992 που αναφέρθηκε νωρίτερα. Ένα χαρτί που αφενός δεν… θυμήθηκε να καταθέσει όλο το προηγούμενο διάστημα, αφετέρου δεν αλλάζει τίποτα ως προς τη χρήση της εισφοράς και τη βασική ερώτηση για το συνολικό αποθεμα. Καθόλη τη διάρκεια, ο υπουργός μοιάζει να υπεκφεύγει από το να δώσει μία απλή απάντηση, που θα πρέπει να συμπίπτει βεβαίως με τα προηγούμενα στοιχεία του υπουργείου του.
Τα ερωτήματα πλέον, εκτός αυτών της «καβάτζας», διαδέχονται το ένα το άλλο και τα άγνωστα, περίεργα σημεία είναι πολλά. Τι επιδοτούσαν οι δανειολήπτες επί 24 χρόνια, όταν η αρχική χρήση της εισφοράς του Ν. 128/1975 είχε καταργηθεί; Ακόμα κι αν, όλα τα χρήματα πήγαιναν κάπου εντελώς νόμιμα, ακόμα κι αν χρησιμοποιούνταν για «κοινωνική πολιτική», δεν θα έπρεπε να υπάρχουν περισσότερα στοιχεία για το πώς, το πότε και το γιατί; Και φυσικά, τι γίνεται με το πλεόνασμα του λογαριασμού, που το ΥΠΟΙΚ βρίσκει ότι υπάρχει, παρουσιάζει σύνολο εισροών – εκροών αλλά δεν μπορεί να πει ακριβές ποσό; Όσο οι αρμόδιοι καθυστερούν να δώσουν μία απάντηση, τόσο η καχυποψία μεγαλώνει. Έχουν, για παράδειγμα, φύγει χρήματα, κάποια στιγμή μέσα σε 24 χρόνια, που δεν καταγράφηκαν ποτέ; Μήπως έχει σημασία που ο «υπολογαριασμός» αυτός βρίσκεται μαζί «με τα χρήματα του ESM και αυτά που μαζεύουμε από τις εξόδους στις αγορές». Μήπως το μυστικό αυτό ταμείο, που μαζεύει 400 εκατ. ετησίως και παραμένει εκτός του κρατικού προϋπολογισμού, θα χρησιμοποιηθεί κάποια στιγμή στο μέλλον;
Όλο και κάποια απάντηση θα βρεθεί. Το ρεπορτάζ συνεχίζεται