του Θάνου Καμήλαλη
Σε ομιλία του τη Δευτέρα στο Digital Economy Forum του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Πληροφοριών και Επικοινωνιών Ελλάδας, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης εξέθεσε αρκετά συγκεκριμένα τις απόψεις του για τα «νέα» πρότυπα στην αγορά εργασίας:
«Το κλασικό «δυτικό» ωράριο «9 με 5», στην ίδια δουλειά, να παίρνει κανείς σύνταξη από την ίδια δουλειά, από αυτήν στην οποία ξεκίνησε, αυτό είναι μάλλον ξεπερασμένο. Σε περιβάλλον τέτοιας τεχνολογικής επανάστασης οι ίδιοι οι πολίτες, αλλά και οι επιχειρήσεις θα θέλουν συχνά να οργανώνουν ευέλικτα το χρόνο εργασίας τους, σύμφωνα με τις δικές τους επιθυμίες. Για αυτό, η ευελιξία στην αγορά εργασίας και η προώθηση νέων τύπων συμβάσεων απασχόλησης μπορεί να ειδωθεί και ως ευκαιρία αύξησης της απασχόλησης, σε ένα περιβάλλον γήρανσης του πληθυσμού, ιδίως στην Ευρώπη και στις αναπτυγμένες οικονομίες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας.»
Κάτω η «ξεπερασμένη» 8ωρη εργασία, η μεγαλύτερη εργασιακή κατάκτηση, που πληρώθηκε με αίμα τον 19ο και 20ο αιώνα, ζήτω η «προώθηση νέων τύπων συμβάσεων απασχόλησης». Κάτω η εργασία γενικά, ζήτω η απασχόληση. Συμβάσεις – λάστιχο, ορισμένου χρόνου, απασχόληση όποτε το ζητήσει ο εργοδότης, κατάργηση των εργασιακών δικαιωμάτων που συνοδεύουν το παγιωμένο 8ωρο.
Για τον αρχηγό της Νέας Δημοκρατίας, αυτό είναι το μέλλον. Για κάποιον που επικοινωνεί με την εργασιακή πραγματικότητα, ρητή και άρρητη, είναι το παρόν. Σύμφωνα με στοιχεία του ΕΦΚΑ, πάνω από 600.000 εργαζόμενοι, το ένα τρίτο του εργασιακού δυναμικού της χώρας, πληρώνεται με μισθό κάτω από 380 ευρώ το μήνα. Από αυτούς, σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Εργασίας, περίπου 120.000 εργαζόμενοι αμείβονται με μεικτό μηνιαίο μισθό έως 100 ευρώ. Και φυσικά για όλους αυτούς, το ωράριο δεν καθορίζεται «σύμφωνα με τις δικές τους επιθυμίες», αλλά με μόνο γνώμονα την προσπάθεια να εξυπηρετεί το ωράριο της δεύτερης (ή και τρίτης) δουλειάς, που αναγκαστικά πρέπει να έχουν για να ζήσουν.
Αν έχουν χρόνο βέβαια, δεδομένου ότι «μερική απασχόληση» δεν σημαίνει απαραίτητα και λιγότερες ώρες εργασίας (ούτε συνδέεται αυτόματα με μισθό).
Το φαινόμενο φυσικά δεν είναι ελληνική πατέντα. Ο όρος «working poor» (εργαζόμενοι φτωχοί) χρησιμοποιείται εδώ και δεκαετίες στον δυτικό κόσμο για να περιγράψει εκατομμύρια ανθρώπους κάτω από το όριο της φτώχειας, που όμως έχουν δουλειά ή έστω βρίσκονται σε οικογένεια με ένα εργαζόμενο μέλος. Παράλληλα, στη χώρα πρότυπο της Ευρωζώνης και της σκληρής λιτότητας, τη Γερμανία, πάνω από 6 εκατ. άνθρωποι απασχολούνται με «mini jobs», με μισθό περίπου 450 ευρώ το μήνα. Είναι, συνοπτικά, το αποτέλεσμα των περίφημων μνημονιακών «μεταρρυθμίσεων» στην αγορά εργασίας, όπου η απορρύθμιση δεν είναι παρενέργεια, αλλά ύψιστος στόχος.
Και μάλιστα, δεν είναι καν μια σύγχρονη ιδέα. Ο Μητσοτάκης και οι ομοϊδεάτες του αυτοπροβάλλονται ως καινοτόμοι, μεταρρυθμιστές, κοινωνοί της νέας εποχής. Στην πραγματικότητα, οι ιδέες τους πηγάζουν από τον 19ο αιώνα. Ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο» παρουσιάζει απόψεις Άγγλων εκπροσώπων της αστικής τάξης, που ανησυχούν για την «ανταγωνιστικότητα στην αγορά εργασίας» και συγκρίνουν τα προνόμια των εργατών στη χώρα τους με τους λιγότερο προνομιούχους εργάτες τρίτων χωρών. Γράφει λοιπόν:
«Ενας Άγγλος συγγραφέας του 18ου αιώνα έγραφε: Στη Γαλλία η εργασία είναι κατά ένα ολόκληρο τρίτο φτηνότερη απ' ό,τι στην Αγγλία: Γιατί οι Γάλλοι φτωχοί εργάζονται σκληρά ενώ η τροφή και το ντύσιμό τους είναι πενιχρά (…) έτσι που πράγματι ξοδεύουν καταπληχτικά λίγο χρήμα. […] Φυσικά είναι δύσκολο να πετύχουμε μια τέτοια κατάσταση, δεν είναι όμως αδύνατο να την πετύχουμε, πράγμα που το αποδείχνει η ύπαρξή της τόσο στη Γαλλία, όσο και στην Ολλανδία»
Ενώ στο «Κεφάλαιο» παρατίθεται επίσης και η άποψη του μέλος του αγγλικού Κοινοβουλίου, Στάμπλτον, το 1873: «Αν η Κίνα γίνει μεγάλη βιομηχανική χώρα δε βλέπω πώς ο εργατικός πληθυσμός της Ευρώπης θ' αντέξει στον αγώνα, χωρίς να κατέβει ίσαμε το επίπεδο των ανταγωνιστών του».
Αυτοί όμως οι παραλληλισμοί του μεταρρυθμιστικού σήμερα με το φθαρμένο και σκοτεινό, μακρινό χθες, δεν είναι κάτι περίεργο, εντάσσεται στον διαρκή πόλεμο των τάξεων και τη σύγκρουση των μεταξύ τους συμφερόντων. Το «περίεργο» είναι η αντιπολιτευτική πρωτοτυπία της Νέας Δημοκρατίας. Ουσιαστικά, δεν διαφωνεί σε τίποτα από όσα υλοποιεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ στον τομέα της οικονομίας, απλώς επιθυμεί «βαθύτερες μεταρρυθμίσεις». Δηλαδή να γίνουν όλα ακόμη χειρότερα. Δημιουργείται λοιπόν το παράδοξο, η κυβέρνηση να αποθεώνεται από την τρόικα για την ταχύτητα με την οποία υλοποιεί τις μνημονιακές εντολές, η ελληνική κοινωνία να βιώνει εδώ και οκτώ χρόνια τις συνέπειες της πρωτοφανούς στα παγκόσμια χρονικά επιβολής λιτότητας, τα όσα οραματίζεται ο Μητσοτάκης στην αγορά εργασίας να είναι ήδη σκληρή για τους εργαζόμενους πραγματικότητα και μια αξιωματική αντιπολίτευση σε κατάσταση σχιζοφρένειας. Να καταγγέλλει τα όσα συμβαίνουν στην οικονομία αλλά να διακηρύσσει ότι όλα μπορούν να βελτιωθούν αν απλά αυξηθεί η δόση του δηλητηρίου. Κάπως έτσι, το τρίτο μνημόνιο που υλοποιεί ο ΣΥΡΙΖΑ μετά από πολιτική στροφή 180 μοιρών μοιάζει μετριοπαθές, τα μέτρα που έρχονται μοιάζουν αναγκαία και η προσπάθεια της κυβέρνησης, όπως κάθε άλλη, ότι υπάρχουν και χειρότερα, γίνεται ιδιαίτερα εύκολη. Ο Μητσοτάκης αντιπροσωπεύει από μόνος του τα χειρότερα.
Είπε κι άλλα όμως, στην ίδια ομιλία του ο Μητσοτάκης. Υποστήριξε ότι θα «γκρεμίσει το κομματικό κράτος» βασιζόμενος στη μνήμη… χρυσόψαρου που συχνά μαστίζει τον μέσο ψηφοφόρο. Η απάντηση εδώ είναι μια λέξη, η «ποσόστωση». Ο τρόπος δηλαδή με τον οποίον η τρικομματική κυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ μοίρασε τις θέσεις στο Δημόσιο με το σύστημα 4-2-1. «4 δικοί μας, 2 δικοί σας, 1 δικός τους». Κι όπως έχει αποκαλύψει το TPP, η «ποσόστωση» δεν αφορούσε μόνο τα ηγετικά στελέχη, αλλά όλο το Δημόσιο. Μολονότι ο Μητσοτάκης δεν ήταν τότε υπουργός (έγινε το 2013), το κόμμα του, που ελάχιστα έχει αλλάξει από τότε, ήταν αυτό που δημιούργησε έναν εντυπωσιακά περίπλοκο μηχανισμό για το μοίρασμα της πίτας των θέσεων του Δημοσίου.
Υπερασπίστηκε επίσης τις Συμπράξεις Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ), λέγοντας ότι «το Δημόσιο δεν πρέπει να φοβάται τις συμπράξεις με τον ιδιωτικό τομέα», προσθέτοντας ότι «το κράτος έχει μόνο να κερδίσει από τη συνεργασία και το outsourcing δημοσίων υπηρεσιών». Το «outsourcing» μπορεί να είναι μια γοητευτική και πολλά υποσχόμενη λέξη που φέρνει στο νου καινοτομία, αλλά η Ελλάδα έχει πολύ πικρή εμπειρία από τις ΣΔΙΤ. Συμπράξεις δημοσίου – ιδιωτικού τομέα ήταν ο τρόπος με τον οποίον οι εργολάβοι κατάφεραν να απομυζούν υπέρογκα ποσά από τους αυτοκινητοδρόμους, που ολοκληρώθηκαν με καθυστερήσεις και με βεβαιώσεις ότι ο κατασκευαστής θα συνεχίσει να έχει τα κέρδη που είχε προϋπολογίσει, μέσω διοδίων. Τελικά το Δημόσιο επιβαρύνθηκε με 1,2 δις. ευρώ επιπλέον, και οι πολίτες χρυσοπληρώνουν ακόμα και μισούς αυτοκινητοδρόμους . Μάλιστα το φαινόμενο των κακών ΣΔΙΤ δεν είναι μόνο ελληνικό. Το Ελεγκτικό Συνέδριο της Ε.Ε. εξέδωσε 100σέλιδη πανευρωπαϊκή έκθεσή με τίτλο «Οι Συμπράξεις Δημόσιου-Ιδιωτικού Τομέα στην ΕΕ: Πολλαπλές αδυναμίες και περιορισμένα οφέλη»…
Κι αυτά είναι μόνο, αν όχι η κορυφή, ένα μέρος του παγόβουνου. Σήμερα, για παράδειγμα, η Νέα Δημοκρατία του Μητσοτάκη, ενός θεωρητικά «φιλελεύθερου» πολιτικού, δεν ψήφισε το άρθρο για την αναδοχή παιδιών και από ομόφυλα ζευγάρια, όπως ακριβώς έκανε και σε προηγούμενα νομοσχέδια κοινωνικού χαρακτήρα και δικαιωμάτων (π.χ ταυτότητα φύλου). Ανάγει σε μείζον πολιτικό θέμα την «ανομία» του Ρουβίκωνα με τις μπογιές και τα τρικάκια, παθαίνοντας αφωνία στα πολλά και σημαντικά κρούσματα ακροδεξιάς βίας (όπως το κάψιμο της Libertatia). Δεν υπάρχει ούτε μια ανακοίνωση της ΝΔ για τέτοια περιστατικά. Αυτογελοιοποιείται με φράσεις όπως ο «εξωγήινος του Υμηττού» σε σημείο μάλιστα που στα social media υπάρχει η ερώτηση μεταξύ σοβαρού και αστείο για το αν οι επικοινωνιολόγοι του είναι οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ. Αδυνατεί να απαλλαγεί από τα βαρίδια του παρελθόντος, αποδεχόμενος τον Αντώνη Σαμαρά ως ιδεολογικό καθοδηγητή και τον Άδωνη Γεωργιάδη ως εμπροσθοφυλακή. Σωπαίνει προκλητικά για τις σχέσεις της συζύγου του με offshore και ταυτίζεται πολιτικά με ολιγάρχες όπως ο Βαγγέλης Μαρινάκης.
Ο αρχηγός της ΝΔ λοιπόν είναι ευλογία για τον ΣΥΡΙΖΑ, ο καλύτερος σύμμαχος στην προσπάθεια του Αλέξη Τσίπρα να υλοποιήσει κάτι, μέχρι πρότινος πολιτικά αδιανόητο: Να υλοποιήσει στην εντέλεια ένα μνημόνιο, να παγιδεύσει τη χώρα σε σκληρή λιτότητα μέχρι το 2022 και λιγότερο σκληρή μέχρι το 2060, να πουλήσει τα ασημικά της δημόσιας περιουσίας, να δεσμεύσει την υπόλοιπη για έναν αιώνα και να κερδίσει και τις επόμενες εκλογές. Λειτουργεί ως σκιάχτρο, ως βασικό προεκλογικό χαρτί των αντιπάλων του (βλ. «τι θέλετε; να έρθει ο Κούλης;»). Και καθώς η κοινωνία παγιδεύεται ξανά στον δικομματισμό, στη μεγάλη πιθανότητα οι εκλογές του 2019 να οδηγήσουν σε νέα νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, ο Τσίπρας θα του χρωστάει ένα πολύ μεγάλο ευχαριστώ. Θα τον έχει βοηθήσει όσο κανείς άλλος.