Αυτές θα περίμενε κανείς να είναι οι δηλώσεις κάποιου ορκισμένου Τσαβιστή, στην πραγματικότητα όμως τις έκανε ο Τζίμι Κάρτερ, πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, ο οποίος βραβεύθηκε το 2002 με το Νόμπελ Ειρήνης για το έργο του στο Carter Centre.

Η βρετανική εφημερίδα The Guardian τόλμησε να αναφερθεί στο σχόλιο αυτό του Κάρτερ για τη Βενεζουέλα σε άρθρο γνώμης που φιλοξένησε το 2012. Ωστόσο την Τετάρτη η ίδια εφημερίδα φάνηκε να ενστερνίζεται την άποψη που έχουν πλέον υιοθετήσει τα περισσότερα δυτικά μέσα ενημέρωσης και χώρες οι οποίες καλούν –σχεδόν απροκάλυπτα— σε πραξικόπημα στη χώρα αυτή της Λατινικής Αμερικής, κυρίως μετά τη νέα εκλογική νίκη του Νικολάς Μαδούρο στις 20 Μαΐου.
Ευρωπαϊκή Ένωση και ΗΠΑ, όπως και οι περισσότερες χώρες,  απέρριψαν το αποτέλεσμα των εκλογών. Η Ουάσινγκτον ανακοίνωσε ότι η εκλογική διαδικασία ήταν «προσβολή για τη δημοκρατία», ενώ με ανάρτησή της στο Twitter η αμερικανική αποστολή στον ΟΗΕ είχε σπεύσει να προκαταβάλει ότι δεν θα αποδεχθεί το αποτέλεσμα των εκλογών στη Βενεζουέλα πριν καν  κλείσουν οι κάλπες στη χώρα. Την επομένη ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ επέβαλε νέες κυρώσεις εναντίον του Καράκας.

Ο Μαδούρο εξελέγη με σημαντική διαφορά από τον αντίπαλό του Ενρί Φαλκόν, αν και η συμμετοχή έφτασε μόνο το 41%. Ο μεγαλύτερος συνασπισμός της αντιπολίτευσης MUD είχε ανακοινώσει ότι μποϊκοτάρει τις εκλογές και είχε καλέσει τους υποστηρικτές του να κάνουν το ίδιο.

Ο Φαλκόν είναι πρώην υποστηρικτής του Ούγκο Τσάβες ο οποίος το 2012 εντάχθηκε στο MUD και τελικά σχημάτισε δικό του κόμμα. Στις προεδρικές εκλογές του 2013 είχε αναλάβει την προεκλογική εκστρατεία του Ενρίκε Καπρίλες, αντιπάλου του Μαδούρο. Αν και οι σκληροπυρηνικοί της αντιπολίτευσης αντιμετώπισαν με καχυποψία την απόφασή του να θέσει τελικά υποψηφιότητα, ο Φαλκόν είχε τη στήριξη πιο μετριοπαθών στελεχών της αντιπολίτευσης.

Η απόφαση του MUD να μποϊκοτάρει τις εκλογές είναι από μόνη της περίεργη. Αυτή ήταν η καλύτερη ευκαιρία μετά το 1998 που είχε η αντιπολίτευση στη Βενεζουέλα να νικήσει τη Βολιβαριανή Επανάσταση. Η οικονομία της χώρας έχει σχεδόν καταρρεύσει, οι πραγματικοί μισθοί έχουν μειωθεί δραματικά, οι ελλείψεις σε βασικά προϊόντα και φάρμακα προκαλούν προβλήματα στην καθημερινότητα των Βενεζουελάνων, και φυσικά αγανάκτηση. Υπό αυτές τις συνθήκες θα έμοιαζε εύκολο για το MUD να κερδίσει ακόμη και τον ίδιο τον Τσάβες.

Η επίσημη δικαιολογία του MUD για το μποϊκοτάζ ήταν ότι δεν υπήρχαν επαρκείς εγγυήσεις πως δεν θα υπήρχε νοθεία στις εκλογές. Ωστόσο το εκλογικό σύστημα της Βενεζουέλας είναι ένα από τα πιο καλά προστατευμένα από τη νοθεία, ακριβώς εξαιτίας της πικρής εμπειρίας της χώρας προ του 1998. Ο Τζίμι Κάρτερ, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, έφτασε στο σημείο να το χαρακτηρίσει «το καλύτερο παγκοσμίως».

Κάποιοι απέδωσαν την απόφαση αυτή της αντιπολίτευσης στο γεγονός ότι δεν επετράπη σε δύο ηγετικά στελέχη της να συμμετάσχουν στην εκλογική διαδικασία. Ο Λεοπόλδο Λόπες βρίσκεται σε κατ’ οίκον περιορισμό και δεν μπόρεσε να θέσει υποψηφιότητα εξαιτίας του ρόλου του στις αιματηρές διαδηλώσεις του 2014 με την επονομασία La Salida (η έξοδος) που είχαν στόχο την ανατροπή του Μαδούρο μέσω ενός κύματος βίας.

Σύμφωνα με τον συγγραφέα του βιβλίου «Bad News From Venezuela: Twenty years of Fake News and Misreporting» Άλαν Μακλίοντ, το 2002 ο Λόπες είχε συμμετάσχει στο πραξικόπημα εναντίον του Τσάβες, ενώ το 2014 στόχος των οργανωτών της La Salida, μεταξύ των οποίων και ο ίδιος, ήταν η κυβέρνηση να αναγκαστεί σε παραίτηση μέσω ενός κύματος βίας, με βομβιστικές επιθέσεις σε σχολεία, κέντρα υγείας, λεωφορεία και πανεπιστήμια.
 
Από τις εκλογές έχει αποκλειστεί και ο πρώην υποψήφιος για την προεδρία Ενρίκε Καπρίλες, που έχει καταδικαστεί για κατάχρηση δημόσιου χρήματος όταν ήταν κυβερνήτης της πολιτείας Μιράντα.

Μια πιθανή εξήγηση για το προληπτικό μποϊκοτάρισμα των εκλογών από την αντιπολίτευση είναι ότι αυτό που επιθυμεί δεν είναι μόνο η προεδρία της Βενεζουέλας, αλλά η πλήρης κατάρρευση της Μπολιβαριανής Επανάστασης και αυτό μπορεί να το κάνει μόνο προκαλώντας ακόμη βαθύτερη πολιτική και οικονομική κρίση στη χώρα και τελικά πραξικόπημα.

Με δεδομένο ότι ο επικεφαλής της αντιπολίτευσης Χούλιο Μπόρχες και άλλα μέλη της στηρίζουν την επιβολή αυστηρότερων κυρώσεων εναντίον της χώρας, μοιάζει ξεκάθαρο ότι η στρατηγική τους είναι να οδηγήσουν τη Βενεζουέλα σε πλήρη κατάρρευση και να πάψουν να συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δημοκρατική διαδικασία.

Τον Δεκέμβριο ο Τραμπ απείλησε με στρατιωτική επέμβαση στη χώρα: «Διαθέτουμε πολλές επιλογές για τη Βενεζουέλα περιλαμβανομένης της στρατιωτικής, αν κριθεί απαραίτητο».

Ο Φαλκόν δέχθηκε προειδοποίηση από Αμερικανούς αξιωματούχους ότι οι ΗΠΑ ενδέχεται να επιβάλουν κυρώσεις εναντίον του, αν συμμετάσχει στις εκλογές, ενώ η Ουάσινγκτον στήριξε ανοικτά την απόφαση του MUD να μποϊκοτάρει την εκλογική διαδικασία.

Πηγές από την αμερικανική κυβέρνηση εξηγούν ότι την πολιτική της χώρας απέναντι στη Βενεζουέλα καθορίζει ο γερουσιαστής της Φλόριντα Μάρκο Ρούμπιο, ένας σκληροπυρηνικός που δεν μοιάζει να ενδιαφέρεται για την επίλυση της πολιτικής κρίσης στη χώρα.

Στις 9 Φεβρουαρίου ο Ρούμπιο έγραψε στο Twitter: «Ο κόσμος θα στήριζε τις ένοπλες δυνάμεις της Βενεζουέλας, αν αποφάσιζαν να προστατεύσουν τον λαό και να αποκαταστήσουν τη δημοκρατία ανατρέποντας έναν δικτάτορα».

Τα δυτικά μέσα ενημέρωσης από την πλευρά τους δεν προσπαθούν να καλύψουν τις απόπειρες των ΗΠΑ να επέμβουν στα εσωτερικά της Βενεζουέλας, αν και προτιμούν συνήθως να τις αναφέρουν ως την καταγγελία ενός παρανοϊκού και αποδυναμωμένου Μαδούρο, ενός πολιτικού που δαιμονοποιούν εδώ και χρόνια, ο οποίος προσπαθεί να ρίξει το φταίξιμο για την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα του σε άλλους. Και μεταξύ μας δεν έχει και άδικο, καθώς μεγάλο μέρος των οικονομικών προβλημάτων της Βενεζουέλας οφείλεται στις οικονομικές κυρώσεις που της έχουν επιβληθεί, κυρίως από τις ΗΠΑ.

Η εφημερίδα The New York Times σημειώνει ότι ο Μαδούρο «παρουσιάζει την προεκλογική του εκστρατεία ως μια μάχη εναντίον των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που επιθυμούν να αρπάξουν τον πετρελαϊκό πλούτο της Βενεζουέλας». Αυτή η καταγγελία αντιμετωπίζεται από τα Μέσα ως παράλογη. Ωστόσο ο Τραμπ έχει ήδη μιλήσει ανοικτά για αυτό, λέγοντας «πρέπει να πάρουμε το πετρέλαιό τους», αναφερόμενος στο Ιράκ.

Το 2002 θεωρήθηκε απρεπές ότι κάποια Μέσα στήριξαν το πραξικόπημα εναντίον του Τσάβες, όμως τώρα πια δυτικά Μέσα ενημέρωσης ζητούν ανοικτά να γίνει πραξικόπημα στη Βενεζουέλα. Εκτός από το προαναφερθέν άρθρο γνώμης του Guardian, η Washington Post δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο: «Οι πιθανότητες ενός στρατιωτικού πραξικοπήματος στη Βενεζουέλα αυξάνονται. Όμως μερικές φορές τα πραξικοπήματα μπορούν να οδηγήσουν στη δημοκρατία».

Από την πλευρά του το περιοδικό Foreign Policy προειδοποίησε κατά ενός πραξικοπήματος, όχι για ηθικούς λόγους, αλλά διότι «μπορεί να αποτύχει και τελικά να αυξήσει την επιρροή της Ρωσίας και της Κίνας στο δυτικό ημισφαίριο».
Άλλωστε δεν θα είναι η πρώτη φορά που οι ΗΠΑ υποκινούν ή και στηρίζουν ένα πραξικόπημα σε ξένη χώρα, και μάλιστα της Λατινικής Αμερικής. Εξάλλου δεν είναι κρυφό ή άγνωστο ότι η Ουάσινγκτον χρηματοδοτεί εδώ και χρόνια την αντιπολίτευση στη Βενεζουέλα με στόχο την ανατροπή της εκλεγμένης κυβέρνησης