Δημοσιεύτηκε στο Project Syndicate
ΛΟΝΔΙΝΟ – Οι κρίσεις ήταν πάντα περίοδοι πρόσφορες για νομισματικά πειράματα, και η οικονομική κατάρρευση του 2008-2009 δεν ήταν εξαίρεση. Πίσω από αυτό το επαναλαμβανόμενο φαινόμενο βρίσκεται το ενστικτώδεις αίσθημα ότι οι οικονομικές καταστροφές πρέπει να έχουν νομισματικά αίτια και συνεπώς και νομισματικές θεραπείες. Είτε υπάρχει παρά πολύ χρήμα, που οδηγεί σε πληθωρισμό, είτε δεν υπάρχει αρκετό, κάτι που οδηγεί σε ύφεση. Ο σκοπός, επομένως, των νομισματικών μεταρρυθμιστών – μεταξύ των οποίων υπάρχει πάντα ένας μεγάλος αριθμός κομπογιαννιτών και τσαρλατάνων – ήταν πάντα να διατηρήσουν το «χρήμα σε τάξη» και να εμποδίσουν τις μεταπτώσεις του να ενοχλήσουν την «πραγματική» οικονομία της παραγωγής και του εμπορίου.
Ένα ακόμη κίνητρο για νομισματικές μεταρρυθμίσεις ήταν η αποφυγή δραστικών επεμβάσεων στην καθεστηκυία τάξη. Εάν οι νομισματικές διακυμάνσεις ήταν οι αιτίες των οικονομικών διακυμάνσεων, και εάν είναι δυνατόν να διασφαλιστεί η ελάχιστη ποσότητα χρήματος ώστε να μπορέσει να διατηρηθεί η επιχειρηματική δραστηριότητα, τότε δεν θα χρειαζόταν κυβερνητική παρέμβαση. Αυτή ήταν η κύρια θεωρία των οικονομολόγων που ήταν οπαδοί της ελεύθερης αγοράς.
Λίγοι θυμούνται ότι η ποσοτική χαλάρωση (quantitative easing) σημάδεψε την αρχή της Νέας Συμφωνίας (New Deal) του προέδρου των ΗΠΑ Franklin D. Roosevelt. Με την οικονομία των ΗΠΑ συνδεδεμένη με το χρυσό, τα κρατικά ταμεία αγόρασαν χρυσό για να ανεβάσουν την τιμή του και ν’ αυξήσουν έτσι την αγοραστική δύναμη των καταχρεωμένων αγροτών. Αυτή η μαζική αγορά χρυσού του Roosevelt, η οποία είχε περιγράφει τότε από τον John Maynard Keynes σαν το «μεθυσμένο χρυσό στάνταρ», έχει γενικά απορριφθεί ως αναποτελεσματική. Αλλά για να αντιμετωπιστεί η κατάρρευση του 2008, ο Ben Bernanke, πρόεδρος της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ (Federal Reserve) και οπαδός του νομισματικού ελέγχου, καθώς και άλλοι κεντρικοί τραπεζίτες, επανέφεραν αυτήν την πρακτική με τη μορφή μαζικών αγορών κυβερνητικών ομολόγων. Αυτή η «πρωτότυπη νομισματική πολιτική» – ο Keynes σίγουρα θα την ονόμαζε «μεθυσμένο κεντρικό τραπεζικό σύστημα»- ήταν ο προκαθορισμένος μηχανισμός ανάκαμψης. Αν και το μεγαλύτερο μέρος από το νέο χρήμα συσσωρεύθηκε ή χρησιμοποιήθηκε για κερδοσκοπία, η ποσοτική χαλάρωση κατάφερε να απομακρύνει την ανάγκη για επεκτατική οικονομική πολιτική.
Σαν επακόλουθο των δύο κρίσεων υπήρξε έντονη διάθεση για τραπεζικές μεταρρυθμίσεις. Το 1933, ο αμερικανικός νόμος Glass-Steagall (Glass-Steagall Act) σταμάτησε τους τραπεζίτες από το να κερδοσκοπούν με τις καταθέσεις των πελατών τους. Μετά το 2009, κατά παρόμοιο τρόπο, ο νόμος Dodd-Frank στις ΗΠΑ, η Vickers Report στο Ηνωμένο Βασίλειο, και η Liikanen report στην Ευρωπαϊκή Ένωση είχαν σκοπό να κάνουν το τραπεζικό σύστημα πιο «ανθεκτικό» στα «σοκ». Παρ’ όλο που τα σοκ στο τραπεζικό σύστημα ήταν το αποτέλεσμα και όχι η αιτία των σοκ στην οικονομία, αυτό αγνοήθηκε: Το κυρίαρχο επιχείρημα ήταν ότι αν αποκατασταθεί η χρηματική και τραπεζική τάξη, θα σταματούσαν και τα σοκ.
Αυτό είναι και το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα πρέπει να κατανοηθεί η άνοδος των κρυπτονομισμάτων – η τελευταία έκρηξη νομισματικής μανίας. Αυτά τα «peer-to-peer» συστήματα ηλεκτρονικού χρήματος σκοπό έχουν την θεραπεία των οικονομικών ασθενειών, αλλά αυτή τη φορά παρακάμπτοντας εντελώς το τραπεζικό σύστημα. Γιατί χρειαζόμαστε αυτούς τους άρρωστους μεσάζοντες, ρωτούν οι εφευρέτες των κρυπτονομισμάτων, όταν μπορούμε να δημιουργήσουμε ηλεκτρονικά συστήματα αποθήκευσης και συναλλαγών, που είναι ασφαλή για τους χρήστες τους και αόρατα για τους επίδοξους ελεγκτές τους;
Οι τεχνικές λεπτομέρειες των νέων συστημάτων παραγωγής χρήματος είναι δύσκολο να κατανοηθούν• η έμπνευσή τους όμως όχι. Η εμφάνιση του Bitcoin τον Ιανουάριο του 2009 συνέπεσε με την τραπεζική κρίση. Τράπεζες χρεοκοπούσαν ή σώζονταν από την χρεοκοπία από τους φορολογούμενους. Ήταν κατανοητό ότι οι άνθρωποι ήθελαν να βρουν τρόπους να κρατήσουν τα χρήματα τους και τις χρηματικές συναλλαγές τους μακριά από τις καταρρέουσες τράπεζες και τις αρπακτικές φορολογικές αρχές. Το νέο κρυπτονόμισμα πρόσφερε μια λύση.
Πολλά είναι τα κίνητρα πίσω από την έλξη του Bitcoin, μη εξαιρουμένων και των ευκαιριών που προφέρει για κερδοσκοπία, διακίνηση ναρκωτικών και ξέπλυμα χρήματος. Πίσω όμως από τα πιο απεχθή κίνητρα υπάρχει το όνειρο του Friedrich Hayek για μια ελεύθερη αγορά χρήματος. Ο Hayek παρουσίασε την πρότασή του για ανταγωνιστικά νομίσματα ιδιωτικής έκδοσης στα μέσα της δεκαετίας του 1970, όταν ο πληθωρισμός ήταν σε έξαρση, κάτι που ο ίδιος απέδωσε στην υπερβολική δημιουργία πιστώσεων από τις κεντρικές τράπεζες. «Αν θέλουμε να επιβιώσει η ελεύθερη επιχειρηματικότητα», υποστήριξε, «δεν έχουμε άλλη επιλογή παρά να αντικαταστήσουμε το κυβερνητικό νομισματικό μονοπώλιο και τα εθνικά νομισματικά συστήματα με ελεύθερο ανταγωνισμό». Δεν στάθηκε δυνατόν να εμποδιστεί η κυβέρνηση από το να καταστρέψει το χρήμα, έγραψε ο Hayek. «Η κυβέρνηση απέτυχε, πρέπει να αποτύχει και θα συνεχίσει να αποτυγχάνει να παρέχει καλό χρήμα».
Το bitcoin μπορεί να θεωρηθεί μια προσπάθεια να προστατευτεί το χρήμα με τη χρήση νέας τεχνολογίας. Η συνολική ποσότητα bitcoins, για παράδειγμα, είναι καθορισμένη, όπως θα ήταν – πάνω, κάτω – και για ένα νόμισμα συνδεόμενο με το χρυσό. Παραδόξως, αν και δημιουργήθηκε από το «τίποτα», δεν θα προσφέρει τη δυνατότητα «δημιουργίας» χρήματος. Η «εξόρυξη» του bitcoin θα γίνεται σε όλο και μικρότερες ποσότητες μέχρι να εξαντληθεί το 2040, έχοντας δώσει 21 εκατομμύρια ψηφιακά νομίσματα. Με αλλά λόγια, δεν υπάρχει ελαστικότητα στο νόμισμα. Αυτό σημαίνει ότι πολύ πριν στερέψει το ορυχείο, το νόμισμα θα παρουσιάσει το ίδιο πρόβλημα με το στάνταρ του χρυσού: δεν θα παρέχει αρκετό χρήμα για να υποστηρίξει μια αυξανόμενη οικονομία κι έναν αυξανόμενο πληθυσμό. Το πρόβλημα θα γίνει πιο έντονο αν εμφανιστούν τάσεις για συσσώρευση bitcoins.
Ταυτόχρονα, τα κρυπτονομίσματα δεν παρέχουν καμία ασφάλεια ενάντια στον πληθωρισμό. Η ιδέα του Hayek ήταν ότι ένα σύστημα με ανταγωνιστικά νομίσματα θα οδηγούσε τελικά σε μονοπώλιο του νομίσματος που θα διατηρούσε καλύτερα την αξία του. Αυτό ακριβώς το ξεδιάλεγμα, με απόρριψη των πιο πληθωριστικών νομισμάτων, έχει όμως γίνει επανειλημμένα κατά τη διάρκεια της ιστορίας και καταλήξαμε στις κεντρικές τράπεζες. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι κάποιος θα το θεωρούσε απαραίτητο να ξαναχαράξει την ίδια πορεία μόνο και μόνο για να καταλήξει στο ίδιο σημείο.
Είναι γεγονός ότι οι ανθρώπινες κοινωνίες δεν έχουν ανακαλύψει καλύτερο τρόπο για να διατηρούν την αξία του χρήματος περίπου σταθερή από το να αναθέτουν σε κεντρικές τράπεζες να ελέγχουν την έκδοσή του και να επεμβαίνουν άμεσα η έμμεσα στον όγκο των πιστώσεων που δημιουργεί το τραπεζικό σύστημα. Η διάγνωση του Hayek για την τελευταία κρίση – υπερβολική δημιουργία πιστώσεων από τις τράπεζες – είναι πέρα ως πέρα σωστή. Αρκεί όμως να ρωτήσει κανείς γιατί έγινε αυτό, για να καταλάβει ότι δεν υπάρχουν αυτόματες απαντήσεις στην ερώτηση ούτε λύσεις στο πρόβλημα. Το ρητό «Αν φροντίσουμε την οικονομία, το χρήμα θα φροντίσει μόνο του τον εαυτό του» δεν είναι εντελώς αληθές. Αλλά είναι πιο κοντά στην αλήθεια από το δόγμα ότι οι νομισματικές μεταρρυθμίσεις από μόνες τους θα θεραπεύσουν τα προβλήματα μιας άρρωστης οικονομίας.
*Η μετάφραση έγινε συλλογικά από μέλη της πλατφόρμας των 1101.