του Θάνου Καμήλαλη

Αναμενόμενα, η συζήτηση θα περιστραφεί γύρω από τα «μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους». Σύμφωνα με τις αποφάσεις του Eurogroup, οι δανειστές αποφάσισαν τα εξής:

  • την κατάργηση από το 2018 του step-up επιτοκίου που σχετίζεται με τα δάνεια του δεύτερου ελληνικού προγράμματος.
  • τη χρήση από τον ESM των κερδών των κεντρικών τραπεζών (SMPs, ANFAs) από τα ελληνικά ομόλογα του 2014 και τη σταδιακή επιστροφή τους στην Ελλάδα. Τα εν λόγω κεφάλαια θα μεταφέρονται στην Ελλάδα ισόποσα, σε εξαμηνιαία βάση (Δεκέμβριο και Ιούνιο), αρχής γενομένης από το 2018 μέχρι τον Ιούνιο του 2022 μέσω ξεχωριστού λογαριασμού του ESM και θα χρησιμοποιηθούν για τη μείωση των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών ή για τη χρηματοδότηση άλλων συμφωνηθέντων επενδύσεων.
  • την παράταση της περιόδου χάριτος για τα δάνεια του EFSF κατά 10 χρόνια και την επιμήκυνση της μέσης διάρκειας λήξης κατά 10 χρόνια.

Πρόκειται για τα περίφημα «μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος» που είχε αποφασιστεί να καθοριστούν στο τέλος του τρίτου μνημονίου, από το 2016 και το 2017 (τότε που η ελληνική κυβέρνηση χρησιμοποιούσε το επιχείρημα του χρέους για να περνάει τα μνημονιακά προαπαιτούμενα χωρίς αντιδράσεις και ο Αλέξης Τσίπρας υποσχόταν νέα «too good to be true» και γραβάτες). Αναλύσεις επί αναλύσεων θα γραφτούν το επόμενο διάστημα σχετικά με τα μέτρα για το χρέος, με την κυβέρνηση και τους υποστηρικτές της να πανηγυρίζουν και την αντιπολίτευση να τονίζει (εν μέρει σωστά) ότι η απόφαση αυτή είναι παρόμοια με τις δεσμεύσεις του Eurogroup τον Νοέμβριο του 2012.

Το βασικό ερώτημα εδώ όμως είναι: «Τι σημασία έχουν όλα αυτά;»

Ουσιαστικά, καμία απολύτως. Οι αποφάσεις για το ελληνικό χρέος δεν αφορούν τους πολίτες, αλλά τις αγορές και ο μόνος στόχος των συζητήσεων για το χρέος ήταν να βρεθεί μία φόρμουλα προκειμένου αυτό να θεωρείται «βιώσιμο» από όλες τις πλευρές, ώστε η Ελλάδα να σταματήσει να στηρίζεται σε δάνεια «διάσωσης», και να δανείζεται κανονικά από τις αγορές. Είναι προφανές ότι ένα, κανονικό τέταρτο μνημόνιο, με τέταρτη δανειακή σύμβαση, θα ήταν σενάριο καταστροφικό για όλους (και το πιθανότερο είναι ότι δεν θα μπορούσε να εγκριθεί από τις συντηρητικές χώρες της Ευρωζώνης που καλλιέργησαν το αφήγημα της «βοήθειας στους τεμπέληδες Έλληνες»). Οι δανειστές επιθυμούν διακαώς να τελειώσει το «ελληνικό δράμα» και φυσικά η ελληνική κυβέρνηση να πανηγυρίσει την «έξοδο από τα μνημόνια». Αυτό φαίνεται και από τους πανηγυρισμούς των ευρωπαίων αξιωματούχων, που ο ένας μετά τον άλλον μιλούσαν για «ιστορική μέρα για την Ευρώπη« «το τέλος της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους» κλπ.

Είναι επίσης προφανές ότι, δεδομένου του χρόνιου χάσματος απόψεων μεταξύ ΔΝΤ και Ευρωζώνης (βλ. Γερμανίας) για τη ρύθμιση του ελληνικού χρέους, θα έπρεπε να βρεθεί ένας συμβιβασμός μεταξύ τους, προκειμένου να είναι όλες οι πλευρές ευχαριστημένες. Ο συμβιβασμός βρέθηκε, με τον πιο αναίμακτο για όλους τρόπο. Ενδεικτικά σημεία είναι ότι το περίφημο «γαλλικό κλειδί», η σύνδεση δηλαδή της αποπληρωμής του χρέους με το ύψος της ανάπτυξης της οικονομίας, εγκαταλείφθηκε, το ΔΝΤ που ζητούσε εδώ και χρόνια «κούρεμα» του χρέους συμβιβάστηκε με την «επιμήκυνση» και η Ελλάδα φαίνεται να έχει «ρυθμίσει» το χρέος της μέχρι το 2032, ώστε να μπορεί να έχει την «εμπιστοσύνη» των αγορών και να μην χρειαστεί ένα τέταρτο μνημονιακό δάνειο.

Το ελληνικό χρέος ήταν, πέραν κάθε αμφιβολίας, μη βιώσιμο κι αυτο το γνώριζαν όλοι. Πάνω απ'όλα, το γνώριζαν οι αγορές, που δεν θα μπορούσαν να δανείσουν σε μια ξεκάθαρα υπερχρεωμένη χώρα, που θα ήταν αντιμέτωπη με μια νέα χρεοκοπία κάπου μέσα στη δεκαετία του 2020. Σε μια χώρα ξεκάθαρα υπερχρεωμένη, αλλά με ρυθμισμένο το χρέος της για δεκαετίες, μπορούν.

Εκτός από οικονομική καταστροφή, η περίοδος της κρίσης στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από σκανδαλώδη υποκρισία και από την τάση των δανειστών να προσπαθούν να παραμερίσουν τις διαφορές, κλωτσώντας το… τενεκεδάκι του ελληνικού προβλήματος λίγο πιο πέρα. Η υποκρισία επίσης, παρατηρείται και στους μνημονιακούς ευφημισμούς, την αλλαγή των εννοιών δηλαδή προκειμένου να φανεί ότι η κατάσταση στην Ελλάδα αλλάζει. Η τρόικα έγινε «θεσμοί» μετά το 2015, τα μέτρα έγιναν «μεταρρυθμίσεις» και ούτω καθεξής.  Με τον ίδιο τρόπο, η απαίτηση για «πιστοληπτική γραμμή» έγινε «μαξιλάρι ασφαλείας». Αντί δηλαδή να υπάρχει ένα ανοιχτό ταμείο των δανειστών, από το οποίο η Ελλάδα θα μπορούσε να δανειστεί σε περίπτωση που δεν θα μπορούσε να το κάνει από τις αγορές, επιλέχθηκε η πιο διαχειρίσιμη πολιτικά λύση του «μαξιλαριού» 20 δισ., που απλώς θα βρίσκεται στους ειδικούς λογαριασμούς του ΥΠΟΙΚ για μια «ώρα ανάγκης».

Η διαφορά είναι τέτοιου μεγέθους, όσο και ότι το Υπερταμείο Ιδιωτικοποιήσεων δεν έχει έδρα του Λουξεμβούργο, όπως ζητήθηκε το 2015, αλλά ελέγχεται καθολικά από τους δανειστές στην Ελλάδα. Μηδαμινής σημασίας στην πράξη δηλαδή, αλλά σημαντικό ως προς το επικοινωνιακό κομμάτι. Και συν τοις άλλοις, τα δισεκατομμύρια αυτά για το «μαξιλάρι» δεν δίνονται «χαριστικά» στην Ελλάδα. Είναι μέρος του δανείου του τρίτου μνημονίου, που απλώς δεν είχε εκταμιευθεί ολόκληρο μέχρι σήμερα. Συνοδεύτηκαν από τα μέτρα λιτότητας που έφερε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ και θα πληρωθούν από τη χώρα κανονικά και αδιαμαρτύρητα, όπως το σύνολο του ελληνικού χρέους.

Γιατί δεν έχουν σημασία (πλέον) τα «μέτρα για το χρέος»

Συνοπτικά, η απάντηση είναι διότι οι δεσμεύσεις της χώρας για την περίοδο 2018-2060 παραμένουν ίδιες. Πιο συνοπτικά ακόμα, όπου δεσμεύσεις, βάλτε πρωτογενή πλεονάσματα. Οποιαδήποτε ελάφρυνση του χρέους θα είχε αξία, μόνο αν συνοδευόταν από χαλάρωση της λιτότητας. Αυτό είναι ξεκάθαρο ότι δεν συμβαίνει. Όπως αναφέρεται ρητά στο κείμενο (και) του χθεσινού Eurogroup, η Ελλάδα επαναλαμβάνει τη δέσμευση της να πετυχαίνει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ, μέχρι το 2022. Έπειτα, οι δεσμεύσεις για τα πλεονάσματα πέφτουν στο 2,2% του ΑΕΠ, κατά μέσο όρο, μέχρι το 2060. Εδώ μάλιστα, υπάρχει μια μικρή διαφορά προς το χειρότερο. Στα περσινά κείμενα του Eurogroup γινόταν λόγους για «πλεονάσματα περίπου στο 2%». Πλέον, έχουμε αναφορά για «2,2%» και μάλιστα «κατά μέσο όρο», που σημαίνει ότι πιθανότατα κάποιες χρονιές θα είναι παραπάνω και κάποιες λιγότερο, ανάλογα με το ετήσιο ύψος των αποπληρωμών.

Ο Γιάνης Βαρουφάκης, την περίοδο της διαπραγμάτευσης του 2015 έλεγε σωστά ότι «αν δώσεις τα πλεονάσματα, δίνεις και το χρέος». Η διατήρηση των πλεονασμάτων όπως είχε συμφωνηθεί από πέρσι και μάλιστα η συγκεκριμενοποίησή τους για δεκαετίες είναι ο λόγος που η ελληνική κυβέρνηση δεν πέτυχε σχεδόν τίποτα σχετικά με το χρέος και μάλιστα, απολύτως τίποτα για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, μέχρι το 2022. Τα πρωτογενή πλεονάσματα, με απλά λόγια, είναι το ετήσιο ποσό που δαπανά η Ελλάδα για την εξυπηρέτηση του χρέους της. Με έναν παραλληλισμό στην καθημερινότητα, είναι οι δόσεις ενός τραπεζικού δανείου που βαραίνει έναν πολίτη. Αφού το ύψος των ετήσιων δόσεων παραμένει ίδιο, πρακτικά δεν αλλάζει τίποτα στην εξυπηρέτηση του δανείου. Αυτό είχε καθοριστεί από πέρσι, όταν οι δανειστές αποφάσισαν να περάσουν στην Ελλάδα μία παντοτινή θηλιά, που απλώς θα σφίγγει και θα χαλαρώνει κατά το δοκούν τις επόμενες δεκαετίες. Μάλιστα, θα είναι ιδιαίτερα, πρωτοφανώς σφιχτή τα επόμενα τέσσερα, «μεταμνημονιακά», χρόνια.

Μεταμνημόνιο διαρκείας

Κι όλα αυτά έχουν να κάνουν μόνο με όσα «κέρδισε» η Ελλάδα. Κυβέρνηση και δανειστές πανηγυρίζουν από χθες το «τέλος των μνημονίων» που σημαίνει παράλληλα την αρχή ενός καινούριου, ιδιαίτερου, υβριδικού, μνημονιακού καθεστώτος.

Πρώτα, αξίζει ένα… φιλοσοφικό ερώτημα: Τι είναι το μνημόνιο; Ο ΣΥΡΙΖΑ προ του 2015 έκανε σωστά τον διαχωρισμό του μνημονίου και της δανειακής σύμβασης (υποστηρίζοντας βέβαια ότι η δανειακή σύμβαση θα συνεχιστεί, αλλά θα «σκίσει τα μνημόνια»). «Μνημόνιο», με την πρακτική του σημασία, είναι ένα σύνολο δεσμεύσεων, δημοσιονομικών στόχων και μέτρων λιτότητας που επιβάλλεται στην κυβέρνηση, με «έπαθλο» χρηματοδότηση σε δόσεις από τη δανειακή σύμβαση, που πραγματοποιούνται αν και όταν η εκάστοτε κυβέρνηση επιβάλλει με επιτυχία τα προαπαιτούμενα και επιτυγχάνει τους στόχους που έχουν τεθεί. Οι τέσσερις πυλώνες – επιμέρους στάδια του επομένως είναι: στόχοι, μέτρα, αξιολόγηση από τους δανειστές και δόσεις.

Στο νέο καθεστώς οι… τρεισήμιση από τέσσερις πυλώνες παραμένουν σε ισχύ. Όπως τονίζεται και στην ανακοίνωση του Eurogroup, η ελληνική κυβέρνηση έχει μπροστά της:

  • Μνημονιακούς στόχους λιτότητας: Πλεονάσματα 3,5% μέχρι το 2022 και 2,2% μέχρι το 2060. Πέρσι μάλιστα, η δέσμευση του 3,5% ήταν μέχρι το 2021 με «παράθυρο» για την επόμενη χρονιά.
  • Συγκεκριμένα και άλλα, ακόμα ασαφή, μέτρα: Μείωση συντάξεων το 2019 και μείωση αφορολογήτου το 2020, ιδιωτικοποιήσεις, αναθεώρηση ΕΝΦΙΑ μέχρι το 2020, 120.000 πλειστηριασμοί. Και φυσικά διατήρηση όλων των μνημονιακών μέτρων που επιβλήθηκαν τα τελευταία οχτώ χρόνια στη χώρα.
  • Αξιολογήσεις: Στη «μεταμνημονιακή» περίοδο οι αξιολογήσεις, που πλέον θα λέγονται μάλλον έλεγχοι», θα είναι ανα τρίμηνο τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Ως είθισται, οι δανειστές θα ελέγχουν την εκπλήρωση από την Ελλάδα των δεσμεύσεών της (που δεν θα λέγονται «προαπαιτούμενα» αλλά κάπως αλλιώς)
  • Μικρές δόσεις: Οι δανειστές αποφάσισαν την επιστροφή ενός μέρους των κερδών των ελληνικών ομολόγων που κρατάει από το 2012 η ΕΚΤ, στα πλαίσια του δευτέρου μνημονίου. Πρόκειται για ένα ποσό 4,8 δισ. που θα καταβάλλεται τμηματικά, ανά εξάμηνο, στην Ελλάδα, μέχρι το 2022, υπό την προϋπόθεση φυσικά ότι η χώρα θα εκπληρώνει τις δεσμεύσεις της. 

Ενώ παράλληλα, έχουν ήδη θεσμοθετηθεί οι εγγυήσεις για πιθανό σενάριο «ατυχήματος», οι εξής:

  • Ο αυτοματοποιημένος «κόφτης» δαπανών, που ψηφιστηκε το 2016 και προβλέπει οριζόντιες περικοπές μισθών και συντάξεων, σε περίπτωση «ατυχήματος», αν δηλαδή η Ελλάδα σε κάποιο σημείο δεν πιάσει τους μεταμνημονιακούς στόχους.
  • Το ενέχυρο (ή «εγγύηση»), ύψους 25 δισ. της δημόσιας περιουσίας που πλέον δεν είναι ακριβώς δημόσια, καθώς έχει μεταβιβαστεί στο Υπερταμείο και ελέγχεται πλήρως και λεπτομερώς από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας. 

Η (μισή και υπό προϋποθέσεις) επιστροφή των SMP – ANFA

Αξίζει μια παρένθεση εδώ: Και πάλι, η επιστροφή στην Ελλάδα των κερδών από τα ομόλογα SMP και ANFA δεν γίνεται χαριστικά. Πρόκειται για μία δέσμευση των δανειστών από τον Νοέμβριο του 2012, που δεν εκπληρώθηκε ποτέ μέχρι σήμερα, καθώς το 2015 αποφάσισαν μονομερώς, ως τιμωρία τότε, να μην το κάνουν. Επίσης, δεν πρόκειται για το σύνολο των κερδών. Όπως έχει παραδεχθεί ο ιδιος ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, τα κέρδη των δανειστών από τα ομόλογα SMP είναι σχεδόν διπλάσια, μόνο την περίοδο 2012 – 2016 και χωρίς να προσμετρηθούν τα κέρδη από τα ANFA. Απαντώντας πριν από μήνες σε ερώτηση του ευρωβουλευτή της ΛΑΕ, Νίκου Χουντή, ο Ντράγκι τονίσε:

Σύμφωνα με τη δέσμευση της ΕΚΤ για διαφάνεια, μπορώ να σας παράσχω τις πληροφορίες που ζητήσατε σχετικά με τα καθαρά έσοδα από τόκους επί ελληνικών τίτλων που αποκτήθηκαν από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες (ΕθνΚΤ) του Ευρωσυστήματος στο πλαίσιο του προγράμματος SMP, τα οποία ανήλθαν σε 7,8 δισ. ευρώ την περίοδο 2012-16.

[…]

Όσον αφορά το ερώτημά σας σχετικά με τα καθαρά έσοδα από τόκους επί ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου στο πλαίσιο της συμφωνίας για τα καθαρά χρηματοοικονομικά στοιχεία (Agreement on Net Financial Assets – ANFA), αυτό είναι ένα ζήτημα το οποίο εμπίπτει στο πεδίο των εθνικών αρμοδιοτήτων και όχι στο πεδίο αρμοδιοτήτων της ΕΚΤ. Για περισσότερες πληροφορίες επί του θέματος μπορείτε να απευθυνθείτε στις επιμέρους ΕθνΚΤ.

Η πρώτη φορά που οι δανειστές δεσμεύθηκαν να επιστρέψουν τα κέρδη αυτά, στο σύνολό τους μάλιστα, ήταν τον Νοέμβριο του 2012. Στην τότε αποφαση του Eurogroup αναφέρεται συγκεκριμένα στη «δέσμευση από τα κράτη-μέλη ότι θα περάσουν στον ειδικό λογαριασμό το ποσό που αντιστοιχεί στα έσοδα που προκύπτουν από το χαρτοφυλάκιο SMP της ΕΚΤ από το οικονομικό έτος 2013. Τα κράτη που βρίσκονται υπό πρόγραμμα διάσωσης δεν χρειάζεται να συμμετέχουν στη συγκεκριμένη δράση για την περίοδο όπου θα βρίσκονται σε πρόγραμμα.» 

Πλέον, μόνο ένα μέρος των χρημάτων επιστρέφει στη χώρα, εν είδει δόσεων, ως κίνητρο που θα διασφαλίζει «ισχυρή και συνεχή εφαρμογή από την Ελλάδα των μεταρρυθμίσεων που έχουν συμφωνηθεί στο πλαίσιο του προγράμματος». Παράλληλα, η ΕΚΤ συνεχίζει να κερδοσκοπεί από τα ελληνικά ομόλογα που πήρε, δείχνοντας «αλληλεγγύη» στα πλαίσια του δεύτερου μνημονίου, ομόλογα μάλιστα που εξαιρέθηκαν, όλως τυχαίως, από το «κούρεμα» του PSI. 

Όλα τριγύρω αλλάζουνε…

Λαμβάνοντας υπόψιν όλα τα παραπάνω, δεν είναι υπερβολή να γίνεται λόγος για ένα «τέταρτο μνημόνιο», διαρκείας, πολύ αυστηρό ειδικά για την περίοδο 2018-2022, με μόνη διαφορά, ανούσια στην πράξη, ότι η Ελλάδα δεν θα δανείζεται από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, αλλά από τις αγορές. Η επιβολή αυτού του μεταμνημονιακού καθεστώτος δεν είναι κάτι καινούριο. Αποφασίστηκε από το 2017, με την επιβολή των πλεονασμάτων και των προληπτικών μέτρων στην Ελλάδα και επικυρώθηκε τυπικά χθες. Εκτός των επιμέρους δεσμεύσεων που συνθέτουν το νέο «μεταμνημόνιο», κεντρικά σημεία που αποδέχεται ξανά η ελληνική κυβέρνηση είναι ότι:

  • Θα διατηρήσει και θα συνεχίσει τις «μεταρρυθμίσεις» και τις «συνετές οικονομικές πολιτικές»
  • Η Ελλάδα αναγνωρίζει και προτίθεται να αποπληρώσει το σύνολο του χρέους της. Ένα χρέος που σήμερα βρίσκεται κοντά στο 180% του ΑΕΠ, όταν στο ξεκίνημα της οικονομικής κρίσης, ήταν στο 120%. Σύμφωνα με την ανάλυση βιωσιμότητας των δανειστών για το χρέος, στη καλύτερη των περιπτώσεων, το ύψος του θα μειωθεί στα προ του 2010 επίπεδα κάπου κοντά στο 2040. Ένα χρέος που διογκώθηκε λόγω των μνημονιακών δανείων που υπογράφηκαν υπό πρωτοφανείς εκβιασμούς και συνοδεύτηκαν από οικονομική καταστροφή: Συρρίκνωση κατά 25% του ΑΕΠ, εκατοντάδες χιλιάδες χαμένες θέσεις εργασίας, διαδοχικές περικοπές στις συντάξεις και πολλά ακόμα.
  • Η Ελλάδα, μετά την «έξοδο από τα μνημόνια», δεν πρόκειται να καταργήσει κανέναν από τους εκατοντάδες εφαρμοστικούς νόμους των τριών μνημονών. Το αντίθετο μάλιστα

Κυβέρνηση και δανειστές πανηγυρίζουν ήδη για το «τέλος της ελληνικής και ευρωπαϊκής κρίσης», με χυδαίες μάλιστα εκφράσεις όπως το ότι «οι θυσίες των Ελλήνων πιάνουν τόπο». Υπό μια κάποια έννοια, δεν έχουν άδικο. Η Ελλάδα μπαίνει πλέον στον… αυτόματο πιλότο, με προκαθορισμένη πορεία και παγιωμένη λιτότητα μέχρι το 2060 και ως εκ τούτου η «κρίση» τελειώνει, αφού κανείς δεν θα χρειάζεται να ασχοληθεί μαζί της, αν όλα κυλούν σύμφωνα με το «σχέδιο». 

Στην τελική, καλά κάνουν και πανηγυρίζουν οι δανειστές. Μετά από οκτώ χρόνια, η λιτότητα θριάμβευσε και επιβάλλεται μάλιστα με τη σύμφωνη γνώμη μιας κυβέρνησης που κάποτε υποσχέθηκε να εναντιωθεί όσο καμία άλλη σε όλο αυτόν τον παραλογισμό, την κοινωνική αδικία και καταστροφή. Οι πολιτικές της Ευρωζώνης κατόρθωσαν να μετατρέψουν μια χώρα σε προτεκτοράτο, σε μια αποικία χρέους που θα «ζει» για να αποπληρώνει ένα δυσβάσταχτο χρέος. Κι όλα αυτά, με μηδαμινή αντίσταση από το 2015 κι έπειτα. Δεν είναι μικρό πράγμα η καθολική, πανευρωπαϊκή αποδοχή του μονοδρόμου της λιτότητας.

Η τωρινή κυβέρνηση υποστηρίζει μετ' επιτάσεως ότι το τρίτο μνημόνιο ήταν πιο «ήπιο» από τα δύο προηγούμενα. Σε αυτό έχει δίκιο. Ωστόσο, θα μείνει στην ιστορία ως αυτή που, εν είδει «γραβάτας», επέβαλλε μία «μνημονιακή» θηλιά δεκαετιών σε έναν ολόκληρο λαό. Δεν είναι μικρό πράγμα επίσης…