του Μηνά Κωνσταντίνου
Ο Αλέξης Τσίπρας ανέλαβε την περασμένη Παρασκευή και έπειτα από ένα τριήμερο εθνικό πένθος την πολιτική ευθύνη για την τραγωδία, την ώρα που η κυβέρνηση κάνει ήδη λόγο για την πιθανότητα εμπρησμών με στόχο την αποσταθεροποίηση της χώρας. Άλλες πληροφορίες δείχνουν ως σπίθα της πυρκαγιάς την εγκληματική αμέλεια πολιτών, και άλλες τη χειριστή κατάσταση του εθνικού δικτύου ηλεκτροδότησης. Ευθύνη πρωτίστως των δικαστικών αρχών να αποφανθούν για το τι συνέβη.
Σε κάθε περίπτωση όμως, ούτε η πολιτική ευθύνη του Τσίπρα, ούτε ο ανασχηματισμός που υπόσχεται δεν απαντούν στις λοιπές ευθύνες, που είναι πολλές και διάχυτες.
Μερικά εικοσιτετράωρα μετά τον πύρινο όλεθρο, τα ερωτήματα αρχίζουν να πυκνώνουν. Πότε διαπιστώθηκε πως ο κίνδυνος ήταν μεγαλύτερος από τον «συνηθισμένο»; Τι μέτρα είχαν ληφθεί πριν εμφανιστεί ο κίνδυνος; Πότε ελήφθη η απόφαση πως πρόκειται για κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και τι μηχανισμός κινητοποιήθηκε; Πώς ενημερώθηκαν οι πολίτες που κινδύνευαν από τη φωτιά που κατέβαινε και ήδη αντιμετωπιζόταν από -τουλάχιστον- την αστυνομία; Πόσο επαρκείς ήταν οι δυνάμεις που κινητοποιήθηκαν; Πώς μπορούσαν να διαφύγουν όσοι κατάλαβαν πως κινδυνεύουν;
Τι λειτούργησε;
Αρχικά, καθώς η συγκυρία αλλά και ο επικοινωνιακός σχεδιασμός της κυβέρνησης τα έφεραν έτσι και πολλά «καρέ» της κυβερνητικής προσπάθειας για την αντιμετώπιση της κατάστασης έγιναν δημόσια και σε ζωντανή τηλεοπτική σύνδεση, τα ερωτήματα για την ενημέρωση δεν εξαντλούνται σε αυτή που αφορά τους πολίτες που βρέθηκαν μέσα στη δίνη της πυρκαγιάς. Η ενημέρωση της ελληνικής κοινωνίας, που κατ' επέκταση έπαιξε επίσης ρόλο και για κάποιους κατοίκους του Ματιού που ενημερώνονταν από την τηλεόραση, αποτελεί ένα εξίσου εκκωφαντικό ερώτημα.
Ποια εικόνα είχαν οι αρχές ώρες μετά την τραγωδία, όταν ο πρωθυπουργός ενημερωνόταν on camera, κρατώντας μάλιστα και σημειώσεις τέσσερις ώρες μετά την καταστροφή, και ποια εικόνα έδιναν στο κοινό; Τι γνώριζε η Πυροσβεστική για την έκταση της ζημιάς και των απωλειών; Τι γνώριζε η Αστυνομία; Η Πολιτική Προστασία; Ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη και ο υπουργός Εσωτερικών;
Οι μαρτυρίες των επιζώντων βοούν πως δεν είχαν καμία ενημέρωση από την πολιτεία και πως όσα έμαθαν για τον κίνδυνο τα έμαθαν από τα μέσα ενημέρωσης και εκείνα της κοινωνικής δικτύωσης. Άλλοι ενημερώθηκαν από τους πρώτους αλλόφρονες κατοίκους που έτρεχαν για να γλιτώσουν από τη φωτιά που τους είχε συναντήσει λίγο μετά το πέρασμά της από τον Νέα Βουτζά στο Μάτι. Ούτε κρατικοί λειτουργοί να ενημερώσουν τους πολίτες, ούτε σειρήνες ή καμπάνες, ούτε κάποια ευρωπαϊκή υπηρεσία ενημέρωσης πολιτών μέσω κινητού τηλεφώνου λειτούργησε. Ούτε καν το σύστημα τηλεφωνικών καταλόγων, που κατά τ’ άλλα σκίζει στις προεκλογικές περιόδους για την επικοινωνία των υποψηφίων δημοτικών συμβούλων και βουλευτών.
Τα προφανή βήματα για την αντιμετώπιση μιας απειλής, ρίχνουν βαριά τη σκιά τους επάνω στην Πολιτική Προστασία και όλους τους προϊσταμένους της. Εντοπισμός της καταστροφής, λήψη της απόφασης για την αντιμετώπιση και επιλογή σχεδίου, συντονισμός των κρατικών υπηρεσιών, ενημέρωση του κοινού που βρίσκεται σε κίνδυνο, κινητοποίηση στην περιοχή και μεταφορά όσων κινδυνεύουν.
Τι από τα παραπάνω λειτούργησε τελικά, σε μία ημέρα που όλοι γνώριζαν πως είχε σήμανση υψηλής επικινδυνότητας για έκτακτα φαινόμενα πυρκαγιάς; Τι λειτούργησε τα πρώτα λεπτά, τις πρώτες ώρες της εκδήλωσή της; Τι λειτούργησε τις στιγμές και τις ώρες μετά από το πέρασμα της πύρινης λαίλαπας; Τι έπρεπε να πράξουν οι δήμαρχοι, η περιφέρεια Αττικής, οι κρατικές υπηρεσίες; Τι διαφορετικό προσέδωσε στην αντιμετώπιση η έκτακτη επιστροφή του Αλέξη Τσίπρα από τη Βοσνία, και τι θα είχε λειτουργήσει χωρίς αυτή την επικοινωνιακή κινητοποίηση σε ύψηλότατο επίπεδο;
Τι υπήρχε για να λειτουργήσει;
Μία από τις πρώτες αντιδράσεις της κυβέρνησης που έτυχε σημαντικής προβολής, ήταν η ενεργοποίηση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Πολιτικής Προστασίας ζητώντας βοήθεια, τόσο σε εναέρια όσο και σε επίγεια μέσα. Σύμφωνα με την Γ.Γ. Πολιτικής Προστασίας, το αίτημα είχε ως αποτέλεσμα τη συνδρομή δύο ιταλικών και δύο ισπανικών Canadair CL-415, ενός ρουμανικού CJ27 πυροσβεστικού αεροπλάνου, καθώς και 64 ατόμων και δύο οχημάτων από την Κύπρο.
Το άθροισμα της παραπάνω «ευρωπαϊκής βοήθειας» με το πλήθος εθελοντών πυροσβεστών που συνέδραμαν των πυροσβεστικών υπηρεσιών και με τον σημαντικό αριθμό οχημάτων των δήμων που επίσης συστρατεύτηκαν, δίνουν μια τουλάχιστον ευκρινή εικόνα για τις ανάγκες της κατάστασης, δεδομένης και της διασποράς δυνάμεων και στα υπόλοιπα μέτωπα της χώρας.
Εικόνα που παράλληλα είναι ικανή να αποτυπώσει και τις ελλείψεις που αντιμετωπίζει η πυροσβεστική θωράκιση της χώρας, με δεδομένη μια επί μακρόν περιοριστική πολιτική που ακόμα φέρνει η εφαρμογή της πολιτικής λιτότητας. Εύλογα μπορεί κανείς να συνάγει πως εάν τα πέντε αεροπλάνα, τα οχήματα και οι δεκάδες, ίσως και εκατοντάδες εθελοντές πυροσβέστες αποτελούσαν κανονικό τμήμα των πυροσβεστικών υπηρεσιών του κράτους, θα βρίσκονταν ήδη επί το έργον από την πρώτη στιγμή της ανάγκης. Για να μην μιλήσουμε για το τι αντίκτυπο θα είχε μια πιο ισχυρή πυροσβεστική υπηρεσία στην πρόληψη και την προετοιμασία των πολιτών για αντίστοιχες περιπτώσεις.
Την ώρα που ετησίως και εν μέσω πολυετούς κρίσης εκταμιεύονται αμύθητα ποσά σε στρατιωτικό και πολεμικό υλικό «για την εκπλήρωση των δεσμεύσεών» μας στο ΝΑΤΟ, όντας πρωταθλητές στην Ευρώπη σε χρηματοδότηση της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, η ηλικία του στόλου της Πυροσβεστικής ξεπερνά σε πολλές περιπτώσεις τα 30 με 40 έτη, ενώ ο αριθμός του παραμένει περιορισμένος. Οι δε στρατιωτικές δυνάμεις που ανθίζουν χάρη στα τεράστια ποσά που δαπανώνται, παραμένουν όπως είπε ο υπουργός Καμμένος στο BBC «δεσμευμένες στα σχέδια του ΝΑΤΟ», δυσκίνητες και δέσμιες της γραφειοκρατίας.
Σύμφωνα με την Κομισιόν, ο κρατικός προϋπολογισμός επεφύλασσε για την Πυροσβεστική αύξηση του 3,6% από το 2010 έως και σήμερα, ενώ για τον αριθμό των πυροσβεστών υποστηρίζει πως παρέμεινε σταθερός. Την ίδια ώρα, η δημοσιογραφική έρευνα καταγράφει πως ακόμα και πριν τα μνημόνια, πίσω στο 2007 και τις φωτιές της Πάρνηθας και της Ηλείας, τα κενά της πυροσβεστικής ξεπερνούσαν τις 3.500 θέσεις πυροσβεστών. Γεγονός που εξηγεί πως κάηκαν τουλάχιστον ένα εκατομμύριο στρέμματα εκτάσεων έκτοτε, εξαιρώντας τη σημερινή καταστροφή. Σήμερα το πυροσβεστικό σώμα μετρά περί τις 4.000 κενές θέσεις (κατά την Ενωτική Αγωνιστική Κίνηση Πυροσβεστών) και τεράστια προβλήματα από τις περικοπές, ενώ παρά τις ελλείψεις, έχει αναλάβει επί μίσθωση και τη φύλαξη ιδιωτικών αεροδρομίων και αυτοκινητοδρόμων.
Ακόμα, λοιπόν, και σχέδιο να υπήρχε, πόσο αξιόπιστο μπορεί να ήταν όταν στηρίζεται σε απαρχαιωμένες και περιορισμένες στο μέτρο του τυπικού δυνάμεις;
Μία συνουσία -όχι και τόσο- μυστική
Στην αποπνικτική εικόνα που διαμορφώνουν μία σειρά από αποφάσεις και πολιτικές που από πολύ πριν το ξέσπασμα της ανάγκης είχαν ναρκοθετήσει σε μεγάλο βαθμό την ικανότητα σοβαρής αντιμετώπισης από τον κρατικό μηχανισμό, έρχεται να προστεθεί το πεδίο μιας περιοχής-μνημείο ιδιωτικής αυθαιρεσίας και κρατικής αναλγησίας.
Για να καταλάβει κανείς την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο χωροταξικός σχεδιασμός στο Μάτι δεν χρειάζεται να είναι πυρηνικός επιστήμονας.
Δεν χρειάζεται για να καταλάβει τα στοιχεία του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας που περιγράφουν τουλάχιστον τα μισά δηλωθέντα αυθαίρετα χωρίς καν οικοδομική άδεια, δίχως να καταγράφει κτίσματα που έχουν ανεγερθεί αυθαίρετα σε δάση, δασικές περιοχές, ρέματα, αιγιαλούς και μικροπαραβάσεις.
Δεν χρειάζεται να ακούσει την πρώην Γενική Επιθεωρήτρια Περιβάλλοντος Μαργαρίτα Καραβασίλη, να μιλάει για μία κατά 80% δασική περιοχή και για τις εξοντωτικές πιέσεις που ασκήθηκαν κατά το παρελθόν για την εγκαθίδρυση της ανομίας και των εξαιρέσεων σε μια προστατευόμενη κατά τ’ άλλα δασική περιοχή. Δεν χρειάζεται να αναλύσει το πόρισμα του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, του τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος, που χαρακτηρίζει «παγίδα» τον πολεοδομικό σχεδιασμό του οικισμού, υπογραμμίζοντας τις μικρού πλάτους οδούς, τα πολυάριθμα αδιέξοδα, τα ιδιαίτερα επιμήκη οικοδομικά τετράγωνα, την ανύπαρκτη δυνατότητα πλευρικής διαφυγής και την παλαιότητα και τρωτότητα των κτισμάτων.
Αρκεί μόνον η παραδοχή αρκετών από τους πληγέντες: «Τα ξέραμε, τα είχαμε συζητήσει μεταξύ μας επανειλημμένως, εάν πιάσει μια φωτιά στο Μάτι θα πεθάνουμε σαν τα ποντίκια». Ο ρεαλισμός μιας συνειδητοποίησης που δεν καταφέρνουν οι όψιμοι συμπαραστάτες τους, που με τη σειρά του επιστρέφει τις ευθύνες σε ένα κράτος-ταμεία. Διότι οι πληγέντες συμπληρώνουν πως το κράτος φρόντιζε πάντα να τους αντιμετωπίζει ως νομοταγείς πολίτες, όταν οι ίδιοι φρόντιζαν να καταβάλουν το αντίτιμο που τους όριζε για τις αυθαιρεσίες τους.
Μια απλή αναζήτηση στο διαδίκτυο μπορεί να υπενθυμίσει μία σειρά από νόμους που κάθε τόσο, σαν προεκλογικοί απομηχανής θεοί εμφανίζονταν να υποσχεθούν τακτοποίηση ως ανταπόδοση μιας σωστής ψήφου. Με μια αναζήτηση που θα υπενθυμίσει πόσο παλιό είναι αυτό το μοιραίο παιχνίδι, σε μια παρτίδα που από το 1968 και τις πρώτες νομιμοποιήσεις αυθαιρέτων μέχρι και σήμερα συμμετείχαν παίκτες από όλο το φάσμα της ελληνικής κοινωνίας. Πολίτες, τεχνίτες, μηχανικοί, εργολάβοι, έμπορες, εισαγωγείς, ΟΤΕ, ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, πολιτευτές, πολιτικοί, εκκλησία, στρατός, δήμαρχοι, βουλευτές, υπουργοί, ακόμα και πρωθυπουργοί.
Μία κατάσταση εκτεταμένης και επικίνδυνης για τις ανθρώπινες ζωές ανομίας, που συναντά κανείς σε αρκετά μέρη της χώρες, την οποία με τη σειρά της χρησιμοποιεί διαχρονικά η πολιτική ηγεσία για να κρατά δέσμιους τους πολίτες. Στραβά μάτια σε νυχτερινές θεμελιώσεις οικοδομών, ρουσφετολογικές ηλεκτροδοτήσεις, παροχές νερού και τηλεφώνου, φωτογραφικές διατάξεις για μεγάλα συμφέροντα, χρυσοφόρες για τα κρατικά ταμεία νομιμοποιήσεις και τακτοποιήσεις αυθαιρέτων.
Ίσως εξαιτίας αυτής της εφιαλτικής διάχυσης ευθύνης είναι και που οι κάτοικοι στο Μάτι αγανακτούν σήμερα, τονίζοντας πως το χρέος τους απέναντι στο κράτος το έκαναν. Στην περίπτωσή τους, όπως και σε δεκάδες αντίστοιχες περιοχές σε πολλά άλλα σημεία της χώρα, η «τακτοποίηση» αυθαιρέτου ποτέ δεν δεσμεύτηκε σε τίποτε άλλο παρά σε φόρους. Καμία πολίτική διορθώσεων, καμία πολιτική παρεμβάσεων, κανένα ενδιαφέρον για τους κινδύνους. Οι κατεδαφίσεις αυθαιρέτων ήταν πάντα ένα σπάνιο φαινόμενο, και συνήθως ελαφρύτερο όταν η ανάγκη τους βρισκόταν αντιμέτωπη με το βάρος του κέρδους.
Τραγική ειρωνεία (ακόμα μία) της τύχης, το οικόπεδο που περιέφραζε την παραλία και έγινε ο τάφος για 26 ανθρώπους που κατά δήλωσή του «δεν μπόρεσαν να βρουν το πορτάκι για την θάλασσα που τους είχα υποδείξει», είναι ιδιοκτησίας του ενός συνεπώνυμου και συγγενή του πρώην νομάρχη ανατολικής Αττικής, Δημήτρη Φράγκου, που το 1999 παραπέμφθηκε σε δίκη για παράνομες συνδέσεις αυθαίρετων κτισμάτων με τα δίκτυα της ΔΕΗ, του ΟΤΕ και της ΕΥΔΑΠ. Η πορεία της δίωξης ακολούθησε τη γνωστή διαδρομή της συγκάλυψης, ενώ ο εισαγγελέας που την άσκησε είναι ο ίδιος εισαγγελέας που παραιτήθηκε κατά την έρευνα της δικογραφίας του σκανδάλου της Μονής Βατοπεδίου, καταγγέλλοντας «πιέσεις».
Η ώρα της κρίσης
Το επιχείρημα των εμπρησμών, της πρωτοφανούς και ανυπέρβλητης για τις ανθρώπινες δυνάμεις κακοκαιρίας, των «αυταπατών» της πυροσβεστικής για την αντιπυρική αξία της λεωφόρου Μαραθώνος και των ευθυνών των κατοίκων και των «προηγούμενων» ως περίγραμμα των αιτιών για τις κοντά 100 ζωές που χάθηκαν τόσο άδικα, όσο κι αν ανακουφίζει κυβερνητικούς κύκλους και υποστηρικτές τους, στην πραγματικότητα εκθέτει πρώτα απ’ όλα τους ίδιους.
Στις ημέρες της κυβέρνησης Τσίπρα έχουν σημειωθεί τουλάχιστον μια φονική πλημμύρα στη Μάνδρα και μία επικίνδυνη διαρροή καυσίμων στις ακτές της Σαλαμίνας και της Αττικής, ενώ και το καλοκαίρι του 2017 αντιμετώπισε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης σε ελληνικά δάση σε αρκετά σημεία της χώρας. Τι θέλει να πει δηλαδή το παραπάνω επιχείρημα; Στις πόσες φυσικές και αφύσικες καταστροφές αποκτά μια κυβέρνηση σχέδιο σαφούς και πλήρους αντιμετώπισης κάθε πιθανού και απίθανου σεναρίου κατάστασης εκτάκτου ανάγκης;
Για τη δε ευθιξία κυβερνητικών και κρατικών λειτουργών δεν υπάρχουν και πολλά να ειπωθούν. Το φτωχό μου μυαλό λέει πως δεν νοείται αρχηγός της Πυροσβεστικής να ομολογεί δημόσια πως το σχέδιό του στηριζόταν σε μια αυταπάτη και να παραμένει στη θέση του. Ούτε πολιτικός προϊστάμενος των υπηρεσιών που επιχείρησαν να εξομολογείται πως έχει παραιτηθεί και να συνεχίζει στο υπουργείο του, τονίζοντας παράλληλα πως δεν μπορεί να βρει λάθος που να συνέβη στη βάρδιά του. Ούτε φυσικά και προϊστάμενος της πολιτικής προστασίας της χώρας να θεωρεί προληπτικό μέτρο της υπηρεσίας του το να δηλώνει λίγες ημέρες πριν την καταστροφή στη δημόσια τηλεόραση πως «είναι σημαντικό να έχει σκεφθεί από πριν τι θα κάνει ο πολίτης με βάση την περιοχή στην οποία διαμένει».
Τέλος ας κρατήσουμε και κάτι θετικό, σαν κόρη οφθαλμού. Για πρώτη ίσως φορά εδώ και πολλά χρόνια, μια μεγάλη ανάγκη συμπολιτών μας βρίσκει ανοιχτή την αγκαλιά τόσο μεγάλου μέρους της κοινωνίας που επιδεικνύει παροιμιώδη ενσυναίσθηση.
Φυσικά και δεν θα πρέπει να ξεχαστεί πως στις «εξετάσεις» που περνάει με άριστα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, η Εκκλησία και μεγάλο μέρος του επιχειρηματικού κόσμου δεν εμφανίστηκε καν, ενώ όπου το έκανε συνοδεύτηκε από ανήθικες τυμπανοκρουσίες. Όπως δεν θα πρέπει επίσης να εκκληφθεί ως οδύνη και αλληλεγγύη στα θύματα η κομματική και μιντιακή αντιπολίτευση που γίνεται επάνω στις σορούς, με το βλέμμα στην υπονόμευση του δημοσίου χαρακτήρα υπηρεσιών όπως η πυροσβεστική και η ΔΕΗ.
Η καταστροφή στο Μάτι μας φέρνει αντιμέτωπους με τον νοητό καθρέφτη που ανοήτως κάθε φορά αποφεύγουμε όπως ο διάολος το λιβάνι. Η κρατική αναλγησία, η αλαζονεία της εξουσίας, η πλημμελής παροχή υπηρεσιών στους πολίτες, τα δραματικά αποτελέσματα της προαιώνιας διαπλοκής του κρατικού μηχανισμού και των εκπροσώπων του, ιδιώτες ενάντια στο κοινό συμφέρον. Και φυσικά, η πλήρης αποσάθρωση του κοινωνικού κράτους από τη νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική, που στα χρόνια μας αποτελεί παγκόσμιο trend, κορυφώνεται στη χώρα μας, ενώ μέσα από αυτή την κυβέρνηση αυξάνει και την όρεξη ιδιωτών-σωτήρων.
Μία εβδομάδα μετά την τραγωδία και ενώ ακόμη ερευνάται η έκτασή της, τα ερωτήματα που προκύπτουν πολλά, όπως και οι ευθύνες. Και παρά την αξιοσημείωτη και αυθόρμητη αλληλεγγύη, εξιλέωση για τον θάνατο τόσων ανθρώπων δεν θα βρούμε πάρα μόνο εάν φροντίσουμε ώστε ο χαμός τους και ο ζωντανός εφιάλτης των επιζώντων να μην είναι μάταια. Να πιάσουν τόπο. Να μην καλυφθούν από τις συνήθεις αποπροσανατολιστικές ιαχές που εξολοθρεύουν κάθε ουσιαστική συζήτηση.
Να πάψουμε δηλαδή ως πολίτες, όπως μας έβλεπε γυμνούς ο Βάρναλης, να είμαστε δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι αντάμα. Και για πρώτη μας φορά, το θάμα να το κάνουμε εμείς.