Σε συνέντευξη που παραχώρησε στο capital.gr, ο Θ. Φέσσας τόνισε ότι οι μεταρρυθμίσεις που έχουν ψηφιστεί δεν πρέπει να ακυρωθούν στον βωμό των προεκλογικών σκοπιμοτήτων, εκφράζοντας την ανησυχία του για την πλειοδοσία παροχολογίας που ενδέχεται να προκαλέσει η έναρξη της προεκλογικής καμπάνιας.
«Το μέτρο είναι διαρθρωτικό, όχι δημοσιονομικό, και πρέπει να εφαρμοστεί. Δεν αντέχει η ελληνική οικονομία ασφαλιστική δαπάνη στο 16% του ΑΕΠ. Δεν γίνεται. Καλύτερα να καλυφθεί η απώλεια για όσους θα υποστούν τις περικοπές, με μια έκτακτη ενίσχυση για όσους έχουν ανάγκη».
Προβάδισμα στην «επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση»
Αναφερόμενος στην επέκταση των κλαδικών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, υποστήριξε ότι «οι πανηγυρικές ανακοινώσεις» της υπουργού Έφη Αχτσιόγλου, δεν καλύπτει τις επιχειρήσεις, που ξέρουν πόσο «αντέχουν» να πληρώσουν τους εργαζόμενους. «Εμείς λέμε ότι η επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση πρέπει να υπερισχύει των κλαδικών. Μέσα στην ίδια την επιχείρηση, εργαζόμενοι και εργοδότες ξέρουν πολύ καλύτερα πόσο αντέχει η επιχείρηση να πληρώσει τους εργαζόμενους».
Μένουμε στη «σκληρή αγκαλιά» της ΕΕ
Ερωτηθείς για το αν η Ελλάδα έχει ξεφύγει από τον κίνδυνο χρεοκοπίας, απάντησε πως αυτό ισχύει σε μεγάλο βαθμό και ο κόσμος συνειδητοποίησε ότι η Ευρώπη και η ΕΕ είναι η «αγκαλιά» της χώρας, όσο σκληρή και αν είναι.
«Νομίζω ότι έχουμε ξεφύγει σε πολύ μεγάλο βαθμό. Σαφώς αν ξαναγυρίσουμε στις παλαιές νοοτροπίες, γιατί είναι περισσότερο θέμα νοοτροπίας και λιγότερο συνθηκών. Έχουμε εξασφαλίσει μια χρηματοδότηση του δημόσιου χρέους για τα επόμενα 10 χρόνια, πολύ επώδυνη, με πολύ μεγάλα πλεονάσματα και πάει λέγοντας, αλλά δεν… Από τη στιγμή που ξεφύγαμε από εκείνο το εφιαλτικό καλοκαίρι του 2015, νομίζω ότι όλοι συνειδητοποιήσαμε ότι ο δρόμος είναι η Ευρώπη και η ΕΕ όσο σκληρή κι αν ήταν η αγκαλιά της. Μας πρόλαβε να μην φαλιρίσουμε και βρεθούμε σε άγνωστα κυριολεκτικά και αχαρτογράφητα νερά».
Αναφερόμενος στο ενδεχόμενο περικοπής συντάξεων και τις αμφιλεγόμενες δηλώσεις Ευρωπαίων αξιωματούχων σχετικά με το ζήτημα, ο Θ. Φέσσας δήλωσε ότι εφόσον η κυβέρνηση θεωρεί ότι η ανακατανομή είναι η κύρια προτεραιότητα, επισημαίνοντας πως πρέπει να πέσει το ύψος της ασφαλιστικής δαπάνης στο 4% από το 16%.
«Επειδή ακριβώς είναι διαρθρωτικό το μέτρο, αργά ή γρήγορα θα γίνει. Είναι καλύτερα να επουλωθεί ή να καλυφθεί αυτό το έλλειμμα στο εισόδημα των ανθρώπων που θα υποστούν τις περικοπές με μια έκτακτη εισφορά, η οποία πιθανότατα να μπορέσει, εφόσον το επιτρέψουν τα οικονομικά, να σταθμιστεί. Αλλά το θέμα είναι διαρθρωτικό. Θεωρώ ότι το πιο έξυπνο και ίσως το πιο σωστό θα ήταν αυτά να μην ανασταλούν, γιατί είναι διαρθρωτικά προβλήματα και όχι δημοσιονομικά. Και να δοθούν έκτακτες ενισχύσεις σε αυτούς που πραγματικά τις έχουν ανάγκη. Και θέλω να πιστεύω και να ελπίζω ότι αυτό θα γίνει.
Μιλάω σαν να ήμουν από την πλευρά της κυβέρνησης. Γιατί το δικό μας σχέδιο είναι πώς θα κάνουμε πιο παραγωγική την οικονομία, πως αυξάνουμε τον πλούτο και όχι πως τον ανακατανέμουμε. Αλλά εν πάση περιπτώσει. Εφόσον η κυβέρνηση θεωρεί ότι η ανακατανομή είναι η κύρια προτεραιότητα, νομίζω αν το σκεφτεί ωριμότερα, θα έκανε κάτι τέτοιο και όχι να διατηρήσει μια κατάσταση, που εκ των πραγμάτων δεν είναι διατηρήσιμη. Δεν μπορεί δηλαδή το ύψος της ασφαλιστικής δαπάνης να παραμείνει στο 16% του ΑΕΠ. Δεν γίνεται. Πρέπει να πέσει 4 μονάδες οπωσδήποτε».
Κατά της επέκτασης των κλαδικών ΣΣΕ
Ερωτηθείς για την επεκτασιμότητα των πρώτων κλαδικών συμβάσεων, αποδοκίμασε με έμμεσο τρόπο την απόφαση, αναφέροντας ότι δημιουργείται πίεση για αυξήσεις μισθών, ενώ δεν είναι σίγουρο πως οι εργοδότες μπορούν να ανταπεξέλθουν.
«Δημιουργείται μία πίεση στην μεριά των επιχειρήσεων να αποφύγουν να κάνουν αυξήσεις μισθών, όταν δεν έχουν τη δυνατότητα να ανταποκριθούν σε αυτές τις αυξήσεις μισθών. Αλλά νομίζω μέχρι στιγμής δεν έχουμε δει άκριτη επεκτασιμότητα. Είμαστε ακόμα στα πρώτα βήματα. Το ότι γίνεται πανηγυρικά αυτή η επεκτασιμότητα, έχει και κάποιους λόγους, ας το πούμε έτσι επικοινωνιακούς. Το ζήτημα είναι να μπορέσουμε να πάμε στο επόμενο βήμα και να δούμε κατά πόσον αυτό έχει και ουσία στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Γιατί όλα αυτά τα χρόνια δυστυχώς, εκείνο που έγινε στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, βάρυνε μόνο το κόστος εργασίας. Δεν έγιναν διαρθρωτικές αλλαγές οι οποίες θα έκαναν την οικονομία πιο παραγωγική και πιο ανταγωνιστική».