του Θάνου Καμήλαλη
Από τη μέρα που η κυβέρνηση Σαμαρά ανακοίνωσε τη διανομή του «κοινωνικού μερίσματος» το 2014, το μοντέλο των μνημονιακών «παροχών» είναι πλέον γνωστό: Κάθε χρόνο, ο πρωθυπουργός ανακοινώνει πανηγυρικά τη διανομή του υπερπλεονάσματος, μέσω εφάπαξ ενίσχυσης σε «όσους έχουν πληγεί περισσότερο από την κρίση». Η κάθε κυβέρνηση έτσι, επιστρέφει πίσω ένα μικρό μέρος από όσα έχει περικόψει λόγω των μέτρων λιτότητας που εφαρμόζει.
Η μόνη διαφορά στα όσα, σίγουρα θετικά μέτρα, εξήγγειλε ο Πρωθυπουργός στην ομιλία του στο «Βελλίδειο», είναι ότι, ένεκα προεκλογικής περιόδου, βιάστηκε να βάλει στο «καλάθι» όλα τα υπερπλεονάσματα από το 2018 μέχρι το 2022. Το διάστημα δηλαδή, για το οποίο η κυβέρνησή του έχει δεσμευτεί πολλάκις και αναντίρρητα, ότι θα υλοποιεί τον στόχο των πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 3,5%. Η αγωνία της κυβέρνησης να εξαγγείλει θετικά μέτρα έφτασε σε τέτοιο σημείο, που ο Αλέξης Τσίπρας ανακοίνωσε μέχρι και μείωση του ΦΠΑ το… 2021. Οι πολυδιαφημισμένες εξαγγελίες Τσίπρα λοιπόν, είναι ουσιασικά τέσσερα ετήσια χριστουγεννιάτικα διαγγέλματα σε ένα. Για τον φιλοκυβερνητικό Τύπο, είναι αιτία πανηγυρισμού και «επιστροφής στην κανονικότητα». Για τους απέναντι, είναι «παροχολογία» και «ανέξοδες υποσχέσεις». Οι αριθμοί λένε ότι είναι σταθεροποίηση και παγίωση της λιτότητας, με αλλαγή μέτρων αλλά όχι της πολιτικής.
Ήδη λοιπόν, με τον «ορίζοντα τετραετίας», που σημαίνει «τα εξαγγέλουμε από σήμερα και βλέπουμε» ξεκινάνε τα «ψιλά γράμματα» του διαφημιστικού σποτ. Το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής, που παρουσίασε η κυβέρνηση τον περασμένο Ιούνιο, προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 3,56% του ΑΕΠ το 2018, 3,96% του ΑΕΠ το 2019, 4,15% του ΑΕΠ το 2020,4,53% του ΑΕΠ το 2021 και 5,19% του ΑΕΠ το 2022. Να τονίσουμε εδώ ότι πρόκειται απλά για προβλέψεις, αν και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ έχει δείξει αξιοθαύμαστη ικανότητα να να υπερβαίνει τους στόχους που επιβάλλουν οι δανειστές.
Ουσιαστικά, καθώς το μνημονιακό πλαίσιου της; επόμενης τετραετίας δεν αμφισβητείται, το σχέδιο Τσίπρα είναι γεμάτο «αν» και «θα». Αν εκπληρώνονται οι δημοσιονομικοί στόχοι και αν η κυβέρνηση πετυχαίνει το υπερπλεόνασμα που στοχεύει, σύμφωνα με το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα 2019-2022, αν η τρόικα δίνει την συγκατάθεσή της και αν δεν υπάρξουν απρόοπτα με τη χρηματοδότηση της Ελλάδας από τις αγορές,, θα εφαρμόζονται κανονικά τα «μέτρα ανακούφισης» που εξήγγειλε χθες ο Αλέξης Τσίπρας. Αν όχι, είτε οι μειώσεις θα αναστέλλονται, είτε με κάποιον δημιουργικό τρόπο, θα ισοσταθμίζονται.
Εξαρχής, από όταν τέθηκε το πλαίσιο του 3,5% και προνομοθετήθηκαν τα μέτρα της περικοπής των συντάξεων το 2019 και του αφορολογήτου το 2020, το πλάνο της κυβέρνησης ήταν για να «χρυσώσει το χάπι» ήταν τα περίφημα αντίμετρα. Αυτό που έκανε ο Αλέξης Τσίπρας στη ΔΕΘ, ήταν να συγκεκριμενοποιήσει τα αντίμετρα, από τώρα μέχρι και το 2022. Δεν είναι τυχαίο ότι η πλειοψηφία των μέτρων, που δεν είναι εφάπαξ, θα εφαρμοστεί απο το καλοκαίρι του 2019 (π.χ. ΕΝΦΙΑ) και μετά, με τις φοροελαφρύνσεις ουσιαστικά να εφαρμόζονται στα εκκαθαριστικά του 2020 (που θα αφορούν τη χρήση 2019) και όλες τις μειώσεις να εφαρμόζονται σταδιακά, με ορίζοντα την επόμενη τετραετία. Τα περιθώρια του μνημονιακού πλαισίου, που έχει θεσμοθετηθεί από το 2017 για τις επόμενες δεκαετίες, είναι συγκεκριμένα και «οι στόχοι πρέπει να τηρούνται».
Κι αφού τα αντίμετρα θα εφαρμοστούν, με τα μέτρα τι θα γίνει; Στη σαββατιάτικη ομιλία του, ο Αλέξης Τσίπρας εμφανίστηκε λακωνικός και ασαφής στο θέμα των συντάξεων, αντίθετα με την αισιοδοξία που είχαν εκφράσει κυβερνητικά στελέχη και δημοσιογραφικές πληροφορίες περί ανακοίνωσης για ακύρωση του μέτρου.
Ανέφερε συγκεκριμένα ότι:
«Αυτή τη θέση [για μη εφαρμογή του μέτρου], αφού την επαληθεύσουμε από τα στατιστικά στοιχεία το επόμενο διάστημα, θα την εξηγήσουμε στους ευρωπαίους εταίρους μας στην Κομισιόν, οπού θα παρουσιάσουμε, όπως όλες οι χώρες της ευρωζώνης, περί τα μέσα Οκτωβρίου, τον προϋπολογισμό του 2019. Ήδη διαφαίνεται ότι οι εταίροι μας αποδέχονται και είναι ευτυχείς για τη νέα δημοσιονομική πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί, αλλά εμείς ταυτόχρονα θα τους εξηγήσουμε ότι το μέτρο αυτό, πέρα από αχρείαστο δημοσιονομικά είναι και μη διαρθρωτικό αλλά και αντιαναπτυξιακό».
Υπάρχει μια σειρά από προβλήματα εδώ. Καταρχήν, μετά από 8 χρόνια μνημονιακού παραλογισμού, η επίκληση στην… κατανόηση των εταίρων, μακροπρόθεσμα είναι τουλάχιστον υπεραισιοδοξία, καλύτερα μάλλον ευχή. Ακόμα κι αν αυτό συμβεί το 2019, η συζήτηση θα επανέρχεται ξανά και ξανά. Το σημαντικότερο όμως εδώ είναι ότι στις κυβερνητικές προλβέψεις, από τις οποίες βγήκαν τα «μέτρα ελαφρυνσης», προβλέπεται η μείωση και των συντάξεων και του αφορολογήτου. Στο Μεσοπρόθεσμο μάλιστα, οι «παρεμβάσεις», δηλαδή περικοπές στις συντάξεις φτάνουν τα 3 δισ. ενώ από τη μείωση του αφορολογήτου η κυβέρνηση φιλοδοξεί να αποκομίσει 1,9 δισ.
Θα μπορούσε εδώ να υποστηρίξει κανείς ότι αυτό το μέτρο είναι προνομοθετημένο, η κυβέρνηση ήταν υποχρεωμένη να το συμπεριλάβει στο Μεσοπρόθεσμο. Αυτό ισχύει. Αυτό όμως που ισχύει επίσης, είναι ότι με βάση και αυτές τις περικοπές βγήκε το υπερπλεόνασμα τετραετίας, 3,5 δισ. περίπου, που «μοίρασε» από τώρα ο Αλέξης Τσίπρας. Στους σχεδιασμούς της κυβέρνησης, που έχουν παρουσιαστεί στους δανειστές, υπάρχει ξεκάθαρη σύνδεση μέτρων και αντιμέτρων. Δήλαδη, ή θα εφαρμοστούν τα αντίμετρα ή θα ακυρωθούν τα μέτρα. Το να συμβούν και τα δύο και αυτή η επιτυχία να διαρκέσει την επόμενη τετραετία μοιάζει ουτοπικό. Η κυβέρνηση υποστηρίζει ξανά και ξανά ότι «η μη περικοπή συντάξεων δεν θα εκτροχιάσει τη χώρα από τους στόχους». Οι στόχοι της όμως, για να μπορεί να δίνει παροχές, δεν είναι στο 3,5% αλλά στο 4%, στο 4,5%, στο 5,19%.
Για μία κυβέρνηση λίγους μήνες πριν τις κάλπες, η μάχη για τις συντάξεις είναι ο υπέρ πάντων αγών. Βάσει των αριθμών και καθώς «τα συμφωνημένα δεν αμφισβητούνται» ο μόνος ρεαλιστικός στόχος είναι είτε η ολιγόμηνη αναστολή του μέτρου, ίσα ίσα για να γίνουν εκλογές, είτε η σταδιακή εφαρμογή του, για να περάσει όσο το δυνατόν πιο «ανώδυνα» στην κοινωνία. Η περικοπή του αφορολογήτου επίσης, δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί. Άλλωστε, αφού μιλάμε ήδη για το 2020 το 2021 και το 2022, η συζήτηση θα πρέπει να γίνεται σφαιρικά. Αυτό, την σφαιρική και συνολική ανάλυση της επόμενης τετραετίας, είναι κάτι που η κυβέρνηση θέλει να αποφύγει πάση θυσία. Ενδεικτικά, πριν από λίγο στη συνέντευξη Τύπου, ο Αλέξης Τσίπρας που χθες ανακοίνωσε μέτρα 4ετίας, απάντησε σε ερώτηση για το αφορολόγητο ότι «κάθε πράγμα στο καιρό του»…
Αν υποθέσουμε ότι η (επόμενη) κυβέρνηση Τσίπρα καταφέρει να κάνει όσα υποσχέθηκε το Σάββατο ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ, χωρίς να συνοδεύσει τις παροχές με (ίσα η μεγαλύτερα) μέτρα λιτότητας, θα πρόκειται για πρωτοφανή επιτυχία. Αν επαληθευτεί όμως το λογικό, βάσει των σημερινών δεδομένων σενάριο, θα πρόκειται απλά για αναδιανομή της φτώχειας. Κάποιος που θα πληρώνει λιγότερο ΕΝΦΙΑ θα δει μειωμένη τη σύνταξή του. Κάποια που θα πληρώνει μικρότερες εισφορές ή θα δει τον μισθό της να αυξάνεται ξαφνικά θα ανέβει πάνω από το αφορολόγητο κλπ.
Πολιτικά πάντως, από χθες η κυβέρνηση εξαπολύει επικοινωνιακή αντεπίθεση, που θα ενταθεί το επόμενο διάστημα, με στόχο να εμπεδώσουν οι ψηφοφόροι τη μετάβαση στη «μεταμνημονιακή περίοδο». Ο ελιγμός Τσίπρα, με το «πλάνο τετραετίας» και την προνομοθέτηση μέτρων είναι καίριος και έξυπνος. Η προνομοθέτηση μέτρων θα του δώσει πόντους αξιοπιστίας στο εκλογικό του ακροατήριο. Οι δεσμεύσεις αυτές επίσης, του εξασφαλίζουν πολιτικό ρόλο την επόμενη μέρα των εκλογών, αν το αποτέλεσμα σημάνει ήττα του ΣΥΡΙΖΑ. Μια ήττα που ήδη διαφαίνεται ότι θα είναι «διαχειρίσιμη» και μάλιστα του δίνει ήδη τα αντιπολιτευτικά επιχειρήματα απέναντι στον Κυριάκο Μητσοτάκη: Είτε «υλοποιείτε το δικό μας πρόγραμμα», είτε «ακυρώνετε τα φιλολαϊκά μας μέτρα». Αν στα παραπάνω διλήμματα μιας πιθανής κυβέρνησης ΝΔ προστεθούν και οι συντάξεις και το αφορολόγητο και η επικύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα είναι για τα καλά ναρκοθετημένη.
Αν, από την άλλη, με όπλο αυτές τις δεσμεύσεις (και τον πολιτικό «Μεσαίωνα της Νέας Δημοκρατίας», με τον αρχηγό – λαχείο) οι επόμενες εκλογές φέρουν νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, θα πρόκειται για πολιτικό θρίαμβο, ακόμα κι αν και πάλι οι υποσχέσεις μείνουν τελικά στα λόγια (ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Τσίπρας στο κάτω κάτω… έχουν ζήσει και χειρότερα).
Στο μεταξύ, ο Αλέξης Τσίπρας μπορεί, με την χειρότερη – καλύτερη αντιπολίτευση που θα μπορούσε να φανταστεί, τον πλήρη ενστερνισμό και την υποδειγματική διαχείριση των μνημονιακών και μεταμνημονιακών δεσμεύσεων και την ένδεια πολιτικών επιχειρημάτων και κοινωνικής πρόθεσης για κάτι διαφορετικό εκτός του «μονοδρόμου», να εμφανίζεται περήφανος και δικαιωμένος για τις επιλογές του. «Τρία χρόνια πριν αλλά και σχεδόν κάθε μέρα όλα αυτά τα χρόνια, λίγοι ήταν αυτοί που πίστεψαν ότι θα τα καταφέρουμε. Δεν ήρθα εδώ για να σας μοιράσω παροχές. Ήρθα για να μοιράσω και να μοιραστώ μαζί σας όραμα. Το όραμά μας για την Ελλάδα της νέας εποχής που ανατέλλει πια για τον τόπο μας», είπε μεταξύ άλλων.
Μόνο που τα «ψιλά γράμματα» του σποτ, στο τέλος λένε ότι η «νέα εποχή» μάλλον θα είναι ίδια με την προηγουμενη, απλά ελαφρώς παραλλαγμένη.