Η πρώτη όψη είναι να προσπαθεί μια γυναίκα να συνεννοηθεί για τη δουλειά της, και να ακούει χοντράδες για το κορμί της. Αυτό είναι αθλιότητα, την οποία ως άντρας δεν έχω υποστεί. Ούτε συγκρίνονται οι πιέσεις που δέχομαι εγώ για το δικό μου σώμα, με τις πιέσεις που δέχονται οι γυναίκες για να συμμορφωθούν με τα κυρίαρχα πρότυπα ομορφιάς. (Στο America’s Next Top Model η Tyra Banks έχει ζητήσει σε διαφορετικές υποψήφιες π.χ. να ανοίξουν ή να κλείσουν το κενό ανάμεσα στα δόντια τους).
Είναι γνωστό ότι η κοινωνία μας είναι εξαιρετικά επιεικής απέναντι στην εμφάνιση των ανδρών, σε αντίθεση με των γυναικών. Αρκεί να σκεφτεί κανείς πόσο ασυνήθιστο είναι να δούμε μια γυναίκα να κυκλοφορεί με άντρα πολύ μικρότερό της, για να καταλάβουμε πόσο εξοικειωμένοι είμαστε με αυτή την ανισότητα.
Η συζήτηση για τις πλαστικές εγχειρήσεις σε αυτό το πλαίσιο είναι σημαντική, αν σκεφτεί κανείς ότι από 1992 μέχρι το 2004 οι εγχειρήσεις στο στήθος αυξήθηκαν κατά 700% στις ΗΠΑ και η αιδοιοπλαστική αντιμετωπίζεται ως κάτι φυσιολογικό και συνηθισμένο, παρά τις προειδοποιήσεις των ειδικών χειρουργών. Το γεγονός ότι ζητούν από γυναίκες να προσαρμοστούν βιαίως σε συγκεκριμένα πρότυπα, με ωμές προσβολές, είναι η πιο προφανής πηγή ενόχλησης, που αντιλαμβάνομαι ότι χτυπάει πιο ευαίσθητες χορδές αν είσαι γυναίκα, οπότε υφίστασαι καθημερινά αυτή την πίεση για το πώς θα έπρεπε να είναι το κορμί σου.
Η περιπτωσιολογία για άντρες που παρενοχλούνται δεν αλλάζει αυτή την εικόνα και δεν αποτελεί λόγο για να υποβαθμίσει κανείς την έμφυλη διάσταση του προβλήματος, δηλαδή το γεγονός ότι οι γυναίκες είναι τα βασικά θύματα αυτής της κουλτούρας. Αυτό δεν ισχύει μόνο γενικά για τις γυναίκες. Ισχύει και για τα ίδια τα μοντέλα, για τη σεξουαλική κακομεταχείρισή τους. Aσχολούμαστε περισσότερο με τη νευρική ανορεξία και λιγότερο με τις σεξουαλικές επιθέσεις που δέχονται, αλλά σίγουρα δεν είναι μικρότερο πρόβλημα να βιάζονται 14χρονια κορίτσια.
Η αντικειμενοποίηση καθεαυτή έλεγα ότι έχει δύο όψεις, που συζητήθηκαν εκτενώς πριν από μερικές δεκαετίες. Στο βιβλίο Θηλυκές φαλλοκράτισσες. Οι γυναίκες και η ανερχόμενη κουλτούρα του ξέκωλου, η Ariel Levy περιγράφει μια κομβική στιγμή που δίχασε το αμερικανικό φεμινιστικό κίνημα, με αντικείμενο την πορνογραφία. Μετά την ακμή του φεμινιστικού κινήματος τη δεκαετία του ’60, υπήρξε ένα σχίσμα σε σχέση με το ζήτημα που συζητούμε εδώ: υπήρχε ένα φεμινιστικό ρεύμα που θεωρούσε πως η αντικειμενοποίηση του σώματος συνιστά σεξουαλική απελευθέρωση και θα πρέπει να την απολαμβάνουν και οι γυναίκες, εξ ου και κάποιες γύριζαν πορνογραφικές ταινίες, και γυναίκες που αηδιάζοντας με την αντικειμενοποίηση του γυναικείου σώματος στην πορνογραφία ένωναν τη φωνή τους εναντίον των πορνογραφικών ταινιών, ακόμη και συμμαχώντας με ρεπουμπλικάνους, π.χ. στο δημοτικό συμβούλιο της Ιντιανάπολης, που παρεμπιπτόντως ήταν κατά των εκτρώσεων.
Έλεγαν λοιπόν ότι η πορνογραφία είναι η θεωρία, ο βιασμός η πράξη, και η Susan Brownmiller έγραφε ότι «η πρωτοβουλία ενάντια στην πορνογραφία ήταν ο επιθανάτιος ρόγχος του ριζοσπαστικού φεμινισμού». Αυτά που συζητάμε είναι απόηχος αυτής της διαμάχης.
Από μια άποψη η αντικειμενοποίηση είναι παράγοντας σεξουαλικής ελευθερίας, υπό τον όρο βεβαίως ότι απηχεί την ελεύθερη επιλογή μιας γυναίκας, στο πεδίο που αυτή το θέλει. Διότι προφανώς μπορεί να το επιθυμεί ως μέρος της σεξουαλικής της ζωής, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα έχει όρεξη να αντιμετωπίζεται έτσι π.χ. στον δημόσιο διάλογο. Συνιστά απελευθέρωση γιατί βασίζεται στο ότι ο πόθος δεν προϋποθέτει αναγκαστικά τη συνολική αποδοχή μιας προσωπικότητας ούτε μια ρομαντική σχέση. Μπορεί να είναι και απλή σαρκική έλξη, και για τους άντρες και για τις γυναίκες. Αυτό που διατράνωνε μια φίλη ελληνοαμερικανίδα, λέγοντας «θα του ρίξω ένα μουνί και θα φύγω», υπό τον όρο ότι κανείς δεν εξαπατάται ως προς τον πραγματικό σκοπό της συνεύρεσης. Διότι το αντίθετο της αντικειμενοποίησης δεν θα είναι σε κάποιες περιπτώσεις ο σεβασμός της προσωπικότητας, αλλά κάποιος πουριτανισμός. Ο «ιδεόπλαστος έρωτας», ο έρωτας του Τριστάνου και της Ιζόλδης, το σπαθί που χωρίζει τα κορμιά των ερωτευμένων, δεν αποτελεί δείγμα σεβασμού προς τη γυναίκα, αλλά προσκόλλησης σε μια άλλη εποχή της σωματικότητας του έρωτα.
Αυτό που ενοχλεί στο GNTP είναι για μένα το μείγμα της αντικειμενοποίησης με τον σαδισμό. Ο βασικός μηχανισμός που αναπαράγεται σε όλα τα σχετικά παιχνίδια (είτε αφορούν το τραγούδι είτε κάποιο τυχαίο ταλέντο), και συνδυάζεται θανατηφόρα εδώ με τις προσβολές για τα σώματα που δεν συμμορφώνονται με τα πρότυπα της εποχής, είναι η εμπέδωση της διάκρισης ανάμεσα στα μέλη της επιτροπής, που είναι κατά τεκμήριο επιτυχημένοι στον τομέα τους, και την επαγγελματική αγωνία των κρινόμενων. Δεν θα καταλαβαίνουμε γιατί τόσες κοπέλες υφίστανται «οικειοθελώς» έναν τέτοιο εξευτελισμό, αν παραβλέπουμε την ανισότητα. Αυτή η ανισότητα τις φέρνει σε αυτή τη θέση, και όχι η ελεύθερη θέλησή τους.
Η σαδιστική συμπεριφορά θεωρείται ευπρόσδεκτη σε αυτό το πλαίσιο γιατί όλοι είναι προετοιμασμένοι να υποστούν τη γαϊδουριά ενός τυχάρπαστου που βρέθηκε σε θέση κριτή, γιατί «η επιτυχία θέλει θυσίες». Ο σαδισμός είναι οργανικό κομμάτι της εκπομπής, τόσο ώστε στην αμερικανική εκδοχή του παιχνιδιού έχει ζητηθεί από πρόσφατα χωρισμένη υποψήφια να κάνει φωτογράφιση γάμου, έτσι, γιατί θα είχε πλάκα. Στην ελληνική είδαμε μια κοπέλα να την πιέζουν να μπει στο νερό ενώ είναι φανερό ότι υποφέρει, τρέμει από τον φόβο της.
Το στοιχείο αυτό των «απαραίτητων θυσιών» είναι κεντρικό στη σύλληψη του America’s Next Top Model, που παίζει συστηματικά το χαρτί του κοριτσιού που προέρχεται από μια λαϊκή οικογένεια, την ανακαλύπτουν τυχαία και κάνει μεγάλη καριέρα. Δεν θα άλλαζε τίποτα στη στάση μου αν πράγματι κάποιες κοπέλες έκαναν έτσι μεγάλη καριέρα, αλλά η ειρωνεία είναι πως φαίνεται ότι δεν κάνουν, και ο τίτλος της εκπομπής μένει αδικαίωτος. Σημασία έχει όμως ότι στον πυρήνα της η εκπομπή παίζει με τη φαντασίωση της επιτυχίας, γι’ αυτό και προτιμά τα λαϊκά κορίτσια.
Κανείς δεν λέει ότι το να πρέπει να ανέχεσαι τη γαϊδουριά κάποιου είναι κάτι που συμβαίνει όντως στους επαγγελματικούς χώρους, αλλά δεν συμβαίνει από μόνο του, συμβαίνει γιατί υπάρχουν ανισότητες και γαϊδούρια. Ιδίως εκεί που δεν υπάρχει πραγματικά κάποια γνώση για να μεταδοθεί, ώστε να δικαιολογείται το πατερναλιστικό ύφος των κριτών, το τουπέ και οι προσβολές χρησιμεύουν ώστε να εδραιώνουν την απόσταση που τους χωρίζει από τον κακομοίρη που καταφθάνει εκεί χωρίς αποσκευές και βλέπει να παίζεται η καριέρα του σε μια ζαριά, αν θα γίνει διασημότητα ή περίγελως. Έτσι, στο αντίστοιχο αμερικανικό πρόγραμμα τα μοντέλα μπορεί να λοιδωρούνται για το καλό τους, αλλά και να φωτογραφίζονται με ταραντούλες και να διδάσκονται ότι δεν πρέπει να γκρινιάζουν για μια απλή υποθερμία, να γελοιοποιούνται όταν δεν θέλουν να φωτογραφηθούν γυμνές, διότι το σλόγκαν της εκπομπής είναι «να γίνεις αυτό που μπορείς, αντί να γκρινιάζεις».
Αυτό το τελετουργικό των προσβολών αρέσει σε όλους. Αρέσει στους κριτές, γιατί όπως και να το κάνουμε είναι ωραίο να έχεις την εξουσία να παραχωρείς μια καριέρα ή να βυθίζεις στη γελοιοποίηση κάποιον, έτσι για το γούστο σου. Αρέσει στους κρινόμενους, διότι ξέρουν ότι αυτό είναι η αναγκαία συνθήκη για την καριέρα, έτσι αποδεικνύεις ότι έχεις το πείσμα που χρειάζεται. Έτσι είναι λογικό να σε εξευτελίζει αυτός που κρατάει το μέλλον σου στα χέρια του. Όσο για το κοινό, πώς να μη χαρείς καθώς βλέπεις να παθαίνει κάποιος δημοσίως αυτό που παθαίνεις κι εσύ κάθε μέρα; Γιατί να μη γελάσεις όταν βλέπεις κάποιον να εξευτελίζεται;
Υπάρχει μία διάσημη σκηνή στην οποία η Tyra Banks εξοργίζεται με μια υποψήφια για το ότι δεν κλαίει όταν τη διώχνουν. Τη φωνάζει, της ζητάει να ξανάρθει και την προσβάλει μέχρι να λυγίσει, υποτίθεται διότι δεν διεκδίκησε αρκετά δυναμικά το μέλλον της. Είναι από τις πιο διάσημες στιγμές της εκπομπής και αυτό οφείλεται πιστεύω στο ότι δεν επιτρέπεται να αντισταθεί μια κοπέλα στη λογική της ευγνωμοσύνης ή συντριβής απέναντι στους κριτές, που είναι το βασικό υλικό της εκπομπής. Έτσι, τα χυδαία σχόλια για τα κορμιά των κοριτσιών που συμμετέχουν γίνονται ακόμη πιο εξοργιστικά αν συνδυαστούν με το πλαίσιο που τα επιτρέπει.
Για κάθε κορίτσι που συμμετέχει και λοιδορείται για το κορμί του, υπάρχει κάποιο αγόρι, με ή χωρίς γυαλιά και μάγουλα, που την ποθεί και τη σκέφτεται. Ίσως αυτό που πρέπει πρώτα απ’ όλα να ζητήσουμε είναι να μείνει έστω ένα κομμάτι της ζωής μας ανέγγιχτο από τον κόσμο των κάθε λογής κριτών και εμπόρων και να εμποδίσουμε τη λογική που θεωρεί αυτή τη λεκτική βαναυσότητα φυσιολογικό κομμάτι κάθε σταδιοδρομίας.