γράφει η συντακτική ομάδα
Σε πλήρη συντονισμό τα συστημικά ΜΜΕ, και εδώ εννοούμε ότι αυτό δεν συνέβη μόνο από το αναμενόμενο ΜΑΚΕΛΕΙΟ της δημοσιογραφίας, αλλά από σχεδόν όλους, το περιστατικό παρουσιάστηκε αποσιωπώντας ουσιαστικά την ύπαρξη Καλάσνικοφ. Τα πρώτα «ρεπορτάζ» έγραφαν για «νεκρό ομογενή που ύψωσε την ελληνική σημαία» και έπρεπε να περιμένει κανείς την τρίτη ή τέταρτη παράγραφο του κειμένου για να διαβάσει ότι υπήρχε κι ένα τέτοιο όπλο. Το ίδιο κοινό που αναφωνούσε ότι αναρωτιέται γιατί να μη σκοτώσουν τον Ζακ που πίστευαν τότε ότι κρατούσε μαχαίρι και ότι «αφού μπήκε σε ξένη ιδιοκτησία ανέλαβε ένα ρίσκο», στην προκειμένη περίπτωση ζητάει να περιμένει η αστυνομία «να του τελειώσουν οι σφαίρες». Μέχρι να εμφανιστεί το βίντεο που τεκμηριώνει το γεγονός ότι ο Κατσίφας ήταν οπλισμένος και πυροβολούσε, ό,τι και αν λεγόταν από ανεπίσημα χείλη, δεν υπήρχε καμία διάψευση της πληροφορίας ότι επρόκειτο για έναν άνθρωπο οπλισμένο με καλάσνικοφ, επικίνδυνο, που βγαίνει στους δρόμους πυροβολώντας.
Αν η υπόθεση ήταν η ίδια, αλλά με διαφορετικούς πρωταγωνιστές, (π.χ. Τούρκος στη Θράκη, Αλβανός στην Ελλάδα, ακόμα και Έλληνας στην Ελλάδα), τα ίδια πρόσωπα θα έκαναν λόγο για τρομοκράτη. Η σύνδεσή του Κατσίφα με την οργάνωση ΜΑΒΗ υπενθυμίζει ότι η δράση της οργάνωσης στο παρελθόν είχε ως στόχο την πρόκληση επεισοδίου με τη γειτονική χώρα. Το ζήτημα είναι ότι οι στόχοι μιας τέτοιας οργάνωσης όπως η ΜΑΒΗ αγκαλιάζονται ή έστω προωθούνται όχι μόνο από την ακροδεξιά αλλά από το σύνολο σχεδόν του συστημικού δημοσιογραφικού κόσμου και της αντιπολίτευσης.
Την ίδια ώρα που γίνεται αυτή η συζήτηση στο διαδίκτυο, το χειρότερο είναι ότι η αντιπολίτευση δεν κάνει καμία οικονομία στις εκφράσεις της. Στην αρχική δήλωση του τομεάρχη εξωτερικών Νέας Δημοκρατίας, Γιώργου Κουμουτσάκου, αναφέρεται πως ο Κατσίφας «πλήρωσε με τη ζωή του την έκφραση της πατριωτικής του ευαισθησίας»! Παρουσιάζει το περιστατικό μιλώντας για άνθρωπο που κατέβασε τη σημαία, αποσιωπώντας ότι α) ο πυροβολισμός δεν συνδέεται με τη σημαία, όπως δήλωσε η ελληνική αστυνομία και β) ο θάνατός του σχετίζεται με το ότι ήταν οπλισμένος, όχι με τις απόψεις του ή έστω τη δράση του. O τομεάρχης Άμυνας της ΝΔ, Βασίλης Κικίλιας, αναπαρήγαγε και ενίσχυσε την ψευδή είδηση: «Μια ελληνική ζωή έχει χαθεί από σφαίρες της αλβανικής αστυνομίας, επειδή ύψωσε την ελληνική σημαία στο νεκροταφείο των Πεσόντων του Αλβανικού Έπους στις Βουλιαράτες» έγραψε στο twitter.
Ζούμε σε μια εποχή που η αφωνία σε σχέση με τα οικονομικά ζητήματα δίνει προνομιακό πεδίο στις κάθε λογής εθνικιστικές υστερίες να κυριαρχήσουν στον δημόσιο διάλογο. Όλα τα ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια και η πλειοψηφία των μεγάλων ΜΜΕ δεν είχαν κανένα πρόβλημα να βιαστούν να μιλήσουν για ληστή με μαχαίρι στην περίπτωση του Ζακ, να βιαστούν να μιλήσουν για Πακιστανούς που κρατούσαν όμηρο και βασάνιζαν αστυνομικό στη Νίκαια, και στην τελευταία αυτή περίπτωση να μιλήσουν για Έλληνα ομογενή που τον πυροβόλησαν γιατί ανέβασε την ελληνική σημαία. Οι κολοσσιαίες λαθροχειρίες διαδέχονται η μία την άλλη.
Είναι πάντοτε θλιβερό όταν χάνεται ένας άνθρωπος, αλλά είναι ένα πολύ πιθανό ενδεχόμενο να χάσει κανείς τη ζωή του όταν πυροβολεί αστυνομικούς με καλάσνικοφ. Εδώ, ξεκινάει η κουβέντα για το πώς ενήργησε η αλβανική αστυνομία και το αν εξάντλησε τα όρια της ανοχής της, πριν τον σκοτώσει. Σε αυτό το κομμάτι της ιστορίας, υπάρχουν από τη μία οι φωτογραφίες με τρύπες από πυροβολισμούς σε περιπολικά και οι πληροφορίες για ανταλλαγή πυρών, από την άλλη η δικαιολογημένη δυσπιστία απέναντι στις «διεθνείς πρακτικές» που ακολουθεί η αστυνομία παγκοσμίως, ειδικά απέναντι στις μειονότητες.
Αλλά αυτή η συζήτηση προϋποθέτει ότι, απέναντι στην εθνικιστική προπαγάνδα, πρέπει να βγάλει κανείς από την εξίσωση τα ψέματα («τον σκότωσαν για τη σημαία») και να επιμείνει στα άνευ αμφιβολίας στοιχεία. Για όλα τα υπόλοιπα, χρειάζεται αυτοσυγκράτηση και κριτική σκέψη, ειδικά όταν το κυνηγητό και η ανταλλαγή πυρών διαδραματίζεται στο βουνό, σε σημείο όπου μοιάζει πολύ δύσκολο αυτόπτης μάρτυρας. Μέχρι στιγμής, οι πληροφορίες που διακινούνται κεντρικά και αφορούν τις συνθήκες της εκτέλεσης, βασίζονται, στην καλύτερη περίπτωση, σε έμμεσες μαρτυρίες, ή σε στοιχεία πιθανώς υπαρκτά (π.χ. το αίμα που υποστηρίζει ότι βρήκε ο φίλος του θύματος), αλλά με, πιθανές αλλά ανεπιβεβαίωτες, εικασίες για το τι αποδεικνύουν («τον έσυραν αιμόφυρτο»).
Η καλλιέργεια εθνικών μύθων μπορεί για κάποιους να θεωρεί θεμιτό να ηρωοποιήσει αυτή την πράξη, να την παρουσιάσει ως άξια μίμησης. Πολιτευτής, πρώην σύμβουλος πρώην πρωθυπουργού, που ζητάει να βομβαρδίσουμε την Αλβανία προφανώς θέλει να πλειοδοτήσει σε εθνικιστικό οίστρο. Το μόνο που κάνει όμως σίγουρα, γνωρίζοντας ότι ευτυχώς δεν θα βομβαρδίσουμε την Αλβανία επειδή το είπε, είναι ότι ετοιμάζει τον επόμενο 35χρονο που θα θεωρήσει καλή ιδέα να πυροβολεί την αλβανική αστυνομία στο όνομα της πατρίδας. Ή, για να μην πάμε μακριά, να επιτεθεί με μολότοφ σε αλβανικό ταξιδιωτικό πρακτορείο. Δεν θα εισακουστεί καμία έκκληση προκειμένου να μη συμβαίνει αυτό, γιατί δεν μπορεί να εμποδίσει κανείς τα πολεμόχαρα αισθήματα με αντίδοτο τα επιχειρήματα.
Οι φασίστες ψάχνουν ευκαιρίες να διαχέουν τον οχετό τους και τα ελληνικά ΜΜΕ είναι ξανά αρωγοί. Η ευθύνη τους είναι τεράστια. Η κανονικοποίηση των επιχειρημάτων και της ρητορικής της ακροδεξιάς σημαίνει πολιτική και δημοσιογραφική παρακμή, αρρώστιες επικίνδυνες. Μάλιστα, πολλά ΜΜΕ δεν περιορίζονται μόνο στην δημοσιογραφικά εγκληματική κάλυψη της υπόθεσης, αλλά προχωρούν και μερικά βήματα παραπάνω, τρέφοντας ακόμα περισσότερο τον εθνικισμό. Οι ειδήσεις για το όντως προκλητικό πανό εθνικιστών οπαδών της Παρτιζάν Τιράνων η την χυδαία ανάρτηση αλβανού δημοσιογράφου, παρουσιάζονται με τον μανδύα του «προκαλούν οι Αλβανοί».
Οι εθνικισμοί αλληλοτροφοδοτούνται πάντα, αλλά τα ΜΜΕ επιλέγουν ξανά να δουν μόνο τους απέναντι. Για κάθε τέτοιον «απέναντι», υπάρχει ένας «δικός μας». Φανταστείτε για παράδειγμα τα αλβανικά ΜΜΕ να παρουσιάζουν τις δηλώσεις Κρανιδιώτη, της Ραχήλ Μακρή ή του Κωνσταντίνου Μπογδάνου λέγοντας ότι «προκαλούν οι Έλληνες». Όταν όχι όλοι αλλά χιλιάδες Έλληνες αποκαλούσαν τους πολίτες της ΠΓΔΜ «γυφτοσκοπιανούς» σε συλλαλητήρια για τη Μακεδονία, τα ίδια Μέσα και κόμματα μιλούσαν απλά για «μεγαλειώδεις συγκεντρώσεις». Για να μην πάμε πιο πίσω, στο «δεν θα γίνει έλληνας ποτέ…»
Είναι ελάχιστος σεβασμός στην επικοινωνία μας με την πραγματικότητα, όταν ο νεκρός έχει πυροβολήσει εναντίον της αστυνομίας ή, ακόμα κι αν είμαστε δύσπιστοι, πυροβολούσε τουλάχιστον στον αέρα, αυτή η πληροφορία να μην παραχώνεται στο βάθος της τελευταίας παραγράφου του κειμένου ή ρεπορτάζ που φέρει τον τίτλο «Τον σκότωσαν για τη σημαία». Είναι ελάχιστος σεβασμός στη δημοσιογραφική δεοντολογία και τον ψύχραιμο διάλογο να βάζουμε κάθε είδηση στην πραγματική της διάσταση. Να διατυπώνουμε σωστά τα στοιχεία και τα ερωτήματα, να επισημαίνουμε τη σημασία αυτών που ξέρουμε και να στεκόμαστε κριτικά σε όσα δεν ξέρουμε, με την αυτοσυγκράτηση που αρμόζει στις ιδιαίτερες περιστάσεις του κάθε συμβάντος. Είναι ευθύνη, αλλά και στοιχειώδης σεβασμός στον πολίτη και αναγνώστη. Οτιδήποτε άλλο, μας φέρνει στη δημοσιογραφία του Μακελειού, δηλαδή στο μακελειό της δημοσιογραφίας.