από τη συντακτική ομάδα
Οι παρωπίδες αυτή τη στιγμή είναι η προσπάθεια της ελληνικής Αριστεράς να προσποιηθεί πως εφόσον τα συλλαλητήρια είναι υποκινούμενα, δεν πρόκειται για εθνικιστική στροφή των μαθητών, αλλά για κάτι άλλο. Αν μιλάμε για το αν όντως είναι υποκινούμενα, η απάντηση είναι σαφώς ναι. Έχουμε τα τεκμήρια της υποκίνησης, με μηνύματα και ανακοινώσεις. Και έχουμε το προφανές κίνητρο των υπόδικων νεοναζί να θέλουν να δείξουν ότι διαθέτουν δυναμική παρουσία στον δρόμο.
Εδώ όμως συμβαίνει κάτι που χρειάζεται προσοχή: όσο και αν οι νεοναζί επιθυμούν και ενθαρρύνουν αυτές τις κινητοποιήσεις, οι μαθητές που φωνάζουν, διαδηλώνουν και καταλαμβάνουν τα σχολεία τους, είναι μαθητές που φωνάζουν, διαδηλώνουν και καταλαμβάνουν τα σχολεία τους, όσο ακριβώς και τότε που το έκαναν για λόγους που ταίριαζαν καλύτερα με τις ευαισθησίες της Αριστεράς, όπως όταν διαδήλωναν ενάντια στην αστυνομική βία το 2008.
Και τότε και τώρα, οι μαθητές είναι έφηβοι. Έχουν ένα μείγμα νεανικής έξαψης και αρχικής πολιτικοποίησης, που μας φαίνεται τόσο πιο εντυπωσιακή, όσο περισσότερο τείνει να πλησιάζει στις δικές μας αναλύσεις και ανησυχίες. Προφανώς αυτή τη στιγμή κάποιοι γονείς καμαρώνουν που τα παιδιά τους καταγγέλλουν τη δημοκρατία και θέλουν να καταλάβουμε τη Μικρά Ασία. Υποθέτω ότι εμείς ενοχλούμαστε ακριβώς όσο και η άλλη πλευρά, όταν δεν καταδικάζαμε τα καψίματα του Δεκέμβρη.
Το επιχείρημα λοιπόν δεν μπορεί να είναι ότι ξαφνικά αυτές οι καταλήψεις είναι ψεύτικες, υποκινούμενες, και ξαφνικά οι μαθητές που ήταν πολύ ώριμοι το 2008 είναι ανώριμοι το 2018, και οι καταλήψεις αυτές πρέπει να σχολιαστούν μόνο ως αντικείμενο της απεχθούς προπαγάνδας των ακροδεξιών, που παρασύρουν τους μαθητές.
Αυτές οι καταλήψεις αποτελούν τη φυσική συνέχεια των επιχειρημάτων που με συνέπεια προωθεί στον δημόσιο διάλογο η κεντρική ενημέρωση και η αξιωματική αντιπολίτευση. Τα επιχειρήματα για τη Μακεδονία που είναι μία και είναι ελληνική, για τον Κατσίφα που «πλήρωσε με τίμημα τη ζωή του και τον πατριωτισμό του», είναι επιχειρήματα που έχουν παραχθεί και κοινοποιηθεί από τη συστημική ενημέρωση και έχουν εισαχθεί στον κεντρικό πολιτικό διάλογο, κυρίως μέσω της Νέας Δημοκρατίας. Επίσης, αποτελούν τη φυσική συνέχεια και της μη ενημέρωσης από τα συστημικά ΜΜΕ, γύρω από τη δίκη της Χρυσής Αυγής
Υπάρχει εδώ το μικροπολιτικό επιχείρημα ότι είναι καλύτερα να εκπροσωπείται ο ακροδεξιός λόγος από «μη ακροδεξιά» κόμματα, ώστε να συγκρατούνται οι δυνητικοί ψηφοφόροι από το να στραφούν σε πιο εξτρεμιστικές λύσεις. Η εμπειρία δείχνει ότι αυτή η στάση είναι από λανθασμένη έως κοινωνικά εγκληματική. Στο προσφυγικό για παράδειγμα, είδαμε το σύνολο των κρατών – μελών της Ε.Ε. να ενσωματώνουν στον λόγο και τις πολιτικές τους τα ακροδεξιά αιτήματα για κλειστά σύνορα, αντιμετωπίζοντας τους κατατρεγμένους ως απειλή. Όπως αποδεικνύεται σχεδόν σε κάθε εκλογική αναμέτρηση στην Ευρώπη, η υιοθέτηση αυτών των πολιτικών και της ξενοφοβικής ρητορικής δεν έχει σταματήσει τη ραγδαία άνοδο της ακροδεξιάς, μάλλον το αντίθετο. Σε πρόσφατη έρευνα του, το Transnational Institute καταγράφει την αύξηση των ακροδεξιών κομμάτων στην Ευρώπη σε συνδυασμό με τα μέτρα που έχει λάβει η Ε.Ε. για την αντιμετώπιση της μετανάστευσης, καταλήγοντας ότι «τα κεντρώα κόμματα ενσωματώνουν στο λόγο τους τα επιχειρήματα και τα αιτήματα των ακροδεξιών κομμάτων, προσπαθώντας να μειώσουν την επιρροή τους στους ψηφοφόρους». Ωστόσο, όπως συμπεραίνουν οι ερευνητές, «αυτό που συμβαίνει με αυτόν τον τρόπο είναι να προωθούνται ακόμα περισσότερο οι ακροδεξιές ιδέες και να διαχέονται οι ρατσιστικές απόψεις με ελάχιστη προσπάθεια από τα κόμματα που εξαρχής τις έθεσαν στο δημόσιο διάλογο».
Τα ίδια ακριβώς συνέβησαν στην Ελλάδα με το Μακεδονικό και τον θάνατο του Κατσίφα. Είδαμε τα κανάλια και της Νέα Δημοκρατία να αψηφούν την «εθνική γραμμή» για σύνθετη ονομασία, να κυκλοφορούν fake news (όπως η «αποκάλυψη του Wikileaks»), να κάνουν ερωτήσεις για το τραγούδι «Μακεδονία ξακουστή», να αποκαλούν «προδότες» τον Πρωθυπουργό και τον Υπουργό Εξωτερικών, να αποθεώνουν τις «μεγαλειώδεις συγκεντρώσεις για τη Μακεδονία», παραλείποντας τις βόλτες της Χρυσής Αυγής, τις επιθέσεις σε κοινωνικούς χώρους, σε μετανάστες, τους βανδαλισμούς και τις αναφορές ατόμων όπως ο Φράγκος Φραγκούλης σε «γυφτοσκοπιανούς». Τους παρακολουθήσαμε επίσης να λένε ψέματα ότι ο Κωνσταντίνος Κατσίφας σκοτώθηκε «επειδή σήκωσε την ελληνική σημαία», να παραλείπουν το καλάσνικοφ και τα εθνικιστικά συνθήματα που ακούστηκαν στην κηδεία του, να καταλαμβάνονται από αντιαλβανικό παροξυσμό και να διαστρεβλώνουν τις δηλώσεις του αλβανού πρωθυπουργού, Έντι Ράμα.
Γράφουμε ξανά και ξανά ότι όποιος εκφέρει δημόσιο λόγο σε τέτοια ευαίσθητα ζητήματα, έχει μια βαριά ευθύνη, καθώς επηρεάζει συνειδήσεις και δεχόμαστε σχόλια ότι υπερβάλλουμε σχετικά με τον κίνδυνο του φασισμού, ή, «έστω», του κοινωνικού εκφασισμού. Βλέπουμε όμως πλέον τους πρώτους καρπούς της κανονικοποίησης του ακροδεξιού λόγου. Όποιος πιστεύει ότι οι καταλήψεις αυτές γίνονται απλά και μόνο επειδή φασιστικές οργανώσεις μοιράζουν φυλλάδια στα σχολεία κάνει λάθος. Αυτό στο οποίο αξίζει να σταθούμε, είναι το ποιος και γιατί, μετατρέπει τον πολίτη και τα παιδιά του σε ευήκοα ώτα για τη νεοφασιστική ρητορική. Κι αυτό στο οποίο οφείλουμε να στεκόμαστε απέναντι, είναι ο δημόσιος λόγος που ενθαρρύνει και πυροδοτεί αυτές τις συμπεριφορές. Όχι επειδή οι μαθητές είναι ή δεν είναι αρκετά ώριμοι, αλλά διότι αυτός ο λόγος είναι τοξικός.
Ξέρουμε από περιπτώσεις όπως της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα και του Σαχζάτ Λουκμάν ότι το πέρασμα από τα λόγια στα έργα δεν θέλει και πολύ. Οφείλουμε λοιπόν να καταλαβαίνουμε πότε τα λόγια μας και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα ετοιμάζουν τα εγκλήματα του αύριο. Τα συλλαλητήρια της δεκαετίας του ’90 εξέθρεψαν τη Χρυσή Αυγή. Πριν να δούμε πού θα μας οδηγήσει ο νέος μακεδονικός αγώνας, ας ακούσουμε με τη μεγαλύτερη δυνατή προσοχή τα συνθἠματα που συγκινούν αυτούς τους μαθητές, χωρίς να προσποιούμαστε ότι απλώς παρασύρονται. Και στη συνέχεια, απέναντι στα τοξικά ΜΜΕ και τους πολιτικούς καιροσκόπους να αρθρώνουμε κάθε μέρα έναν διαφορετικό και θαρραλέο λόγο: Να υπενθυμίζουμε ότι το ρατσιστικό κι εθνικιστικό δηλητήριο ποτέ δεν διαχέεται χωρίς συνέπειες και ποτέ δεν δικαιολογείται στο όνομα ενός υποτίθεται αγαθού σκοπού. Όλα μας τα λάθη θα τα βρούμε μπροστά μας, και αυτό το ξέρουμε πια πολύ καλά. Ας προσπαθήσουμε με όλες μας τις δυνάμεις και όσο μας αναλογεί, να τα αποτρέψουμε.