Το πόρισμα των εμπειρογνωμόνων πόρισμα καταγράφει τις παθογένειες και τα αίτια των πυρκαγιών στην Ελλάδα και προτείνει νομοθετικές ρυθμίσεις για την ριζική αναδιοργάνωση του μηχανισμού Πολιτικής Προστασίας αλλά και ένα γενικότερο πλαίσιο προτάσεων για την πρόληψη και αποφυγή καταστροφικών πυρκαγιών.
Ο Ν. Βούτσης ανέφερε ότι το πόρισμα θα μελετηθεί από τους Προέδρους και τα μέλη των αρμόδιων κοινοβουλευτικών Επιτροπών και στη συνέχεια τα μέλη της Ανεξάρτητης Επιτροπής θα προσκληθούν σε ακροάσεις με τη συμμετοχή και άλλων αρμόδιων φορέων, έτσι ώστε να διαμορφωθεί κοινή αντίληψη για τη διαμόρφωση του νομοθετικού πλαισίου για την Πολιτική Προστασία.
Από την πλευρά του, ο Γκόλνταμερ στάθηκε στο ότι είναι επιτακτική ανάγκη η δημιουργία νέου σχεδιασμού για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών. «Η πυρκαγιά αυτή είχε σημαντικό κοινωνικό και πολιτικό αντίκτυπο και συνέβαλλε στο να γίνει αντιληπτό ότι η συνεχιζόμενη κρίση αποτελεσματικότητας και συντονισμού στην αντιμετώπιση των πυρκαγιών δασών και υπαίθρου στην Ελλάδα είναι ένα ανησυχητικό σύμπτωμα που κάνει την ανάγκη επανεξέτασης του σχεδιασμού και την αναδιοργάνωση της διαχείρισης των πυρκαγιών σήμερα περισσότερο επιτακτική από ποτέ».
Στο πόρισμα επισημαίνεται πως υπάρχει πρόβλημα συντονισμού, καθώς στην αντιμετώπιση των πυρκαγιών εμπλέκονται πολλοί φορείς και δημόσιες υπηρεσίες και δημιουργείται πρόβλημα οργάνωσης και τίθεται ζήτημα «ζυγίσματος» της ιεραρχίας. «Στην καταστολή των πυρκαγιών δασών και υπαίθρου στην Ελλάδα εμπλέκονται λιγότερο ή περισσότερο πολλοί φορείς και δημόσιες υπηρεσίες (Πυροσβεστικό Σώμα, Δασική Υπηρεσία, Τοπική Αυτοδιοίκηση, Αεροπορία, Στρατός, Αστυνομία, Εθελοντικές Οργανώσεις κλπ.) με αποτέλεσμα να δημιουργούνται προβλήματα οργάνωσης, συντονισμού, ιεραρχίας, αρμοδιότητας και συνεργασίας μεταξύ των εμπλεκόμενων φορέων κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων».
Η ύπαρξη και η μη επίλυση του προβλήματος των πυρκαγιών δασών και υπαίθρου στην Ελλάδα, μπορεί να αποδοθεί στις παρακάτω υποκείμενες αιτίες:
– Έλλειψη ενός ενιαίου Εθνικού Σχεδίου Προστασίας από τις δασικές πυρκαγιές το οποίο να ολοκληρώνει τις αρμοδιότητες και το ρόλο όλων των εμπλεκόμενων φορέων στα θέματα της διαχείρισης των πυρκαγιών.
– Διάσπαση του ολοκληρωμένου σχεδιασμού της διαχείρισης των πυρκαγιών δασών και υπαίθρου σε απομονωμένες και ασύνδετες δράσεις είτε πρόληψης είτε καταστολής, δημιουργώντας συντεχνιακά και υπηρεσιακά σιλό.
Έλλειψη σύγχρονων, επιστημονικά τεκμηριωμένων και ενημερωμένων αντιπυρικών σχεδίων.
– Έλλειψη κλίματος και πνεύματος συνεργασίας ανάμεσα στους εμπλεκόμενους φορείς και υπηρεσίες και ιδιαίτερα μεταξύ Πυροσβεστικού Σώματος και Δασικής Υπηρεσίας.
– Καταφανής πριμοδότηση της καταστολής σε σχέση με την πρόληψη τόσο σε επίπεδο στρατηγικής όσο και σε επίπεδο χρηματοδότησης.
– Μειωμένη αποτελεσματικότητα της πρόληψης λόγω α) της υποχρηματοδότησης των έργων που την αφορούν και β) της μη-κάθετης οργάνωσης της Δασικής Υπηρεσίας η οποία θα μπορούσε να υποστηρίξει το συντονισμό του έργου της πρόληψης των πυρκαγιών σε εθνικό επίπεδο.
– Πολιτικές παρεμβάσεις στο έργο της προστασίας των δασών από τις πυρκαγιές που δεν συνδυάζονται με επιστημονική τεκμηρίωση των αντίστοιχων επιλογών, όπως η μεταφορά της αρμοδιότητας της δασοπυρόσβεσης με το Ν.2612/1998.
– Έλλειψη επαγγελματικής και πιστοποιημένης εκπαίδευσης του προσωπικού των εμπλεκόμενων φορέων για την κάλυψη επιχειρησιακών ρόλων διοίκησης των επιχειρήσεων δασοπυρόσβεσης.
– Χαμηλό επίπεδο ανταλλαγής πληροφοριών ανάμεσα στους εμπλεκόμενους φορείς κατά τη διαχείριση των πυρκαγιών δασών και υπαίθρου και το έλλειμμα συντονισμού που προκαλεί η κατάσταση αυτή στη φάση της καταστολής.
– Κατακόρυφη αύξηση κατά τις τελευταίες δεκαετίες της συνέχειας και του φορτίου της δασικής καύσιμης ύλης σαν συνέπεια της εγκατάλειψης της υπαίθρου και της υποχρηματοδότησης της διαχείρισης των δασών.
– Έλλειψη σχεδιασμού και εφαρμογών ολοκληρωμένων πολιτικών διαχείρισης των δασών και της υπαίθρου, οι οποίες περιλαμβάνουν τη στοχευμένη μείωση της καύσιμης ύλης μέσω κατάλληλων εργαλείων (βόσκησης, γεωργία κ.α.) ή διαχειριστικών πρακτικών οι οποίες περιλαμβάνουν τη χρήση της βιομάζας ως ανανεώσιμης πηγής ενέργειας ή τη χρήση της προδιαγεγραμμένης καύσης για τη μείωση της ευφλεκτικότητας του τοπίου. Χωρίς τη διαχείριση της καύσιμης ύλης, η αποτελεσματική πρόληψη των πυρκαγιών οδηγεί σε περαιτέρω αύξηση της καύσιμης ύλης και χειρότερες πυρκαγιές.
– Υπερβολική εξάρτηση του συστήματος πυρόσβεσης πυρκαγιών δασών και υπαίθρου από τα εναέρια μέσα.
– Μεταφορά πρακτικών πυρόσβεσης αστικών πυρκαγιών σε πυρκαγιές δασών και υπαίθρου.
– Υιοθέτηση μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης που αντιλαμβάνεται το δασικό χώρο ως γεωτεμάχιο και όχι ως παραγωγικό πόρο.
– Έλλειψη ικανοποιητικής ευαισθητοποίησης και κινητοποίησης των πολιτών και η αναποτελεσματική αξιοποίηση των εθελοντών.
– Έλλειψη αντίληψης του κινδύνου πυρκαγιάς στη ζώνη μείξης δασών-οικισμών και κυρίως
Αποκλεισμός της επιστημονικής γνώσης, της καινοτομίας και της τεχνολογίας από την επιχειρησιακή πράξη της διαχείρισης των πυρκαγιών, κάτι που συνδέεται με την έλλειψη ενός εθνικού επιστημονικού, συντονιστικού φορέα για τον σχεδιασμό πολιτικής και στρατηγικής για την προστασία των δασών από τις πυρκαγιές ο οποίος να συνδέεται με την επιχειρησιακή πράξη.
Το προτεινόμενο νέο σύστημα
Προκειμένου να υλοποιηθεί ένα νέο και σύγχρονο σύστημα, το πρόβλημα των πυρκαγιών θα πρέπει να αντιμετωπιστεί από την Πολιτεία ενιαία, μέσα από ένα ολοκληρωμένο και συνεκτικό πλαίσιο διαχείρισης των πυρκαγιών δασών και υπαίθρου, και όχι με μεμονωμένες και ασύνδετες υπηρεσίες και δράσεις πρόληψης ή καταστολής.
Ο συνολικός και ενιαίος σχεδιασμός θα πρέπει να αφορά την πρόληψη και καταστολή των πυρκαγιών, καθώς και την αποκατάσταση των καμένων εκτάσεων σε μία λυσιτελή διαδικασία με σκοπό την ενίσχυση της ανθεκτικότητας όλων των παραγόντων που πρέπει να προστατευτούν (κοινωνία, οικονομία, περιβάλλον).
Είναι ανάγκη να αξιοποιούνται οι νομοθετικές προβλέψεις, με την ενσωμάτωσή τους στον επιχειρησιακό σχεδιασμό στο πλαίσιο ενός ενιαίου εθνικού σχεδίου προστασίας και ασφάλειας από τις πυρκαγιές δασών και υπαίθρου.
Η αντιμετώπιση όλων των παραπάνω ζητημάτων θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ενός επιστημονικού, συμβουλευτικού και συντονιστικού οργανισμού για τη συστηματική οργάνωση της διαχείρισης των Πυρκαγιών Δασών και Υπαίθρου (ΟΔΙΠΥ) σε εθνικό επίπεδο.
Ο οργανισμός αυτός θα πρέπει να λειτουργεί επιτελικά και συνεργατικά με τους άλλους αρμόδιους φορείς έχοντας ρόλο συμβουλευτικό, συντονιστικό και επιτελικό σε θέματα διαχείρισης των δασικών πυρκαγιών στη χώρα και την αποστολή να σχεδιάζει, να παρακολουθεί και να δίνει ρυθμό στο επιχειρησιακό έργο της διαχείρισης των πυρκαγιών δασών και υπαίθρου.
Χωρίς ένα τέτοιο μηχανισμό δεν θα είναι δυνατό να επιτευχθεί, ούτε η συνεχής και ουσιαστική προσπάθεια για την πρόληψη, ούτε το απαραίτητο κλίμα και πνεύμα συνεργασίας ανάμεσα στους εμπλεκόμενους φορείς.
Διαβάστε το πόρισμα: