της Ιωάννας Κλεφτόγιαννη
Δεν είναι τόσο ότι το εμβληματικό γυάλινο γλυπτό, που θα στέλναμε ως δώρο ανταλλάξιμο με το τερατούργημα και μη έργο, έχει αποτελέσει κατά το παρελθόν -πολύ προτού ζήσουμε το show της κατάθεσης λουλουδιών από την ΠΟΕΔΗΝ και την αλληλοφαγωμάρα κυβερνητικών και νεοδημοκρατών- αντικείμενο τεράστιων αντιπαραθέσεων στη δημόσια σφαίρα, λαμβάνοντας η τοποθέτησή του, αρχικά στην Ομόνοια και κατόπιν στη σημερινή του θέση, διαστάσεις πολιτικού ζητήματος, και καταλήγοντας εντέλει να είναι ένα μέτρο -αρέσει, δεν αρέσει- για το τι και πώς μπορεί να είναι ένα έργο τέχνης μεγάλης κλίμακας στο δημόσιο χώρο. Καταλήγοντας, με άλλα λόγια, να είναι σάρκα εκ της σαρκός της ίδιας της πόλης μας, όχι απλά τοπόσημο, αλλά ενσάρκωση των περιπετειών και των πληγών της πρωτεύουσας. Αρέσει, δεν αρέσει ως δημιουργία.
Δεν είναι επομένως τόσο η χλεύη στην τέχνη, στο έργο και το πρόσωπο ενός γλύπτη, δεν είναι η ωμότητα, ο πολιτικός κυνισμός αυτής καθ’εαυτής της πράξης της προτεινόμενης ανταλλαγής, η άγνοια του τι μπορεί να σημαίνει τέχνη και δημόσιος χώρος ως όλον, η λογική του όλα τα σφάζω όλα τα μαχαιρώνω, η παντελής έλλειψη αισθητικής. Αυτό το βουρ! Σε ένα τσουβάλι βουκεφάλες και Δρομείς, από μια κεκτημένη ζαλισμένη ταχύτητα πολιτικής ευωχίας.
Είναι που η φαεινή -αγνώστου προέλευσης- πρόταση, που ήθελε να αποτελέσει, ως επιστέγασμα της συμφωνίας, μια συμβολική γενναιόδωρη πολιτική χειρονομία ανταλλαγής και αδελφοποίησης Ελλάδας και Β.Μακεδονίας, υποστηρίχθηκε και διατυπώθηκε από το πλέον απρόσμενο στόμα. Της υπουργού Πολιτισμού Μυρσίνης Ζορμπά. Κόντρα στην αισθητική της και στο μέτρο που συνήθως τη διακρίνει. Η κ. Ζορμπά φαίνεται πως ανέλαβε με προθυμία για λογαριασμό της κυβέρνησης την άχαρη δουλειά να διατυπώσει την πρόταση της ανταλλαγής των έργων απευθείας στον γλύπτη Κώστα Βαρώτσο. Σπάζω το κεφάλι μου. Γιατί; Της ζητήθηκε. Ωραία. Γιατί ενεπλάκη σε μια πρωτοβουλία πολιτικής σκοπιμότητας, που ένας άνθρωπος με στοιχειώδη γνώση του χώρου των τεχνών και του πολιτισμού θα την αντέκρουσε με επιχειρηματολογία, βρίσκοντάς την αποκρουστική, απαράδεκτη, άστοχη; Γιατί αντί να φέρει στα συγκαλά της την κυβέρνηση, που ζει στον οίστρο του «success story» της συμφωνίας, των επιβραβεύσεων της Μέρκελ και της επικείμενης βράβευσης των Τσίπρα και Ζάεφ με Νόμπελ Ειρήνης, προθυμοποίηθηκε να κάνει το μεσολαβητή;
Κάλεσε ως θεσμικό πρόσωπο τον γλύπτη στο γραφείο της με μία συγκεκριμένη πρόταση πάνω στο τραπέζι. Πώς μπόρεσε να του τη θέσει; ‘Ιχνος ενσυναίσθησης; Πώς ζητάς από καλλιτέχνη να σταλεί αντίδωρο στο σκοπιανό Βουκεφάλα το γνωστότερο, εμβληματικότερο έργο του; Και το χειρότερο: πώς μπορείς να βγαίνεις μετά και να διαψεύδεις τον γλύπτη, βγάζοντάς τον τρελό; Τόσο πολύ αλλοτριώνει η εξουσία;