του Μηνά Κωνσταντίνου
Στις αρχές της δεκαετίας, ειδήσεις για την προώθηση του ελέγχου του περιεχομένου του διαδικτύου με νομοθεσίες όπως η SOPA και η PIPA από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού συγκλόνισαν την ευρωπαϊκή μπλογκόσφαιρα. Λίγα χρόνια αργότερα, η ACTA, με τις υπογραφές πλήθους χωρών, των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιλαμβανομένων, ενεργοποιούσε τα αντανακλαστικά των Ευρωπαίων πολιτών, οδηγώντας στη ματαίωσή της.
Σήμερα, μετά από δύο ψηφοφορίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου το 2018, τον περσινό Σεπτέμβριο εγκρίθηκε ένα συμβιβαστικό κείμενο για την «Οδηγία για την Πνευματική Ιδιοκτησία», το οποίο έλαβε και την έγκριση της Κομισιόν στα τέλη του περασμένου Φεβρουαρίου. Την Τρίτη, 26 Μαρτίου, θα εισαχθεί στην ολομέλεια του ευρωκοινοβουλίου για να λάβει την ψήφο των ευρωβουλευτών. Εάν εγκριθεί, εντός των επόμενων 24 μηνών θα πρέπει να έχει υιοθετηθεί στις νομοθεσίες των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πριν δούμε αναλυτικά «τι το κακό έχει» μία ευρωπαϊκή οδηγία που θα βγάλει στους δρόμους τον κόσμο σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις το προσεχές Σάββατο, να πούμε κάτι που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο. Παρότι η εν λόγω οδηγία συνάντησε μέχρι σήμερα σθεναρές αντιδράσεις από πλήθος μικρών ευρωπαϊκών επιχειρήσεων τεχνολογίας, κολοσσών της ευρωπαϊκής βιομηχανίας της ψυχαγωγίας, ομάδων καλλιτεχνών, τεχνικών εμπειρογνωμώνων και εμπειρογνωμόνων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, από τον τρίλογο, τη συζήτηση μεταξύ Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Ευρωπαϊκής Επιτροπής και Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, προέκυψε η χειρότερη εκδοχή των προτάσεων αυτών.
Στην εκδοχή αυτή, όπως και στις προηγούμενες, δεσπόζουν δύο άρθρα που αποσυναρμολογούν το διαδίκτυο όπως το γνωρίζαμε, περιορίζοντας σημαντικά θεμελιώδη δικαιώματα όπως το κράτος δικαίου και η δικαιοσύνη, ενισχύουν τους ισχυρούς και δημιουργώντας νομικό χάος. Η αλλαγή της τελευταίας στιγμής στην αρίθμηση των άρθρων, μπορεί να μετέτρεψε το άρθρο 11 σε άρθρο 15 και το άρθρο 13 σε άρθρο 17, αλλά συνεχίζει να στοχεύει ευθέως στην ελευθερία και την ουδετερότητα του διαδικτύου.
Φίλτρα στην ελεύθερη έκφραση
Το άρθρο 17 λοιπόν καθιστά τους παρόχους περιεχομένου υπεύθυνους για το περιεχόμενο που ανεβάζει κάποιος χρήστης, παραδίδοντάς τους την ευθύνη να αστυνομεύουν τις αναρτήσεις περιεχομένου και να παρεμβαίνουν «όταν πρέπει».
Σύμφωνα με τα όσα προβλέπει το άρθρο 17, κάθε διαδικτυακή κοινότητα, πλατφόρμα ή υπηρεσία που υπάρχει για παραπάνω από τρία χρόνια ή έχει έσοδα περισσότερα από 10.000.000 ευρώ ανά έτος, υποχρεούται να διασφαλίζει πως κανένας χρήστης δεν θα δημοσιεύει τίποτα που να παραβιάζει τα πνευματικά δικαιώματα, έστω και στιγμιαία. Με απλά λόγια, η οδηγία προβλέπει πως εάν κάποιος χρησιμοποιεί το περιεχόμενο κάποιου άλλου χωρίς την άδειά του και κερδοσκοπεί σε βάρος του, δεν ελέγχεται εκείνος αλλά η ευθύνη πέφτει στην πλατφόρμα που τον φιλοξενεί. Σε περίπτωση δε που δεν φιλτράρει «αποτελεσματικά», η νομική ευθύνη βαραίνει την πλατφόρμα. Σαν να καθίσταται υπεύθυνη μία τηλεφωνική εταιρεία για ένα έγκλημα που σχεδιάζεται κατά τη διάρκεια ενός τηλεφωνήματος πελάτη της.
Για να καταλάβουμε -αρχικά- για τι όγκο πληροφοριών μιλάμε, αρκεί να λάβει κανείς υπόψη του πως κάθε λεπτό της ημέρας ανεβαίνουν κατά μέσο όρο περισσότερες από 300 ώρες βίντεο στο Youtube, πάνω από 200.000 φωτογραφίες στο Facebook και περί τις 350.000 αναρτήσεις στο Twitter. Εκτός του ότι ένας τέτοιος «επιτυχημένος» έλεγχος είναι πρακτικά αδύνατο να επιτευχθεί, το πλησιέστερο που μπορεί να ικανοποιήσει μία υπηρεσία την οδηγία αυτή, απαιτεί τη δαπάνη εκατομμυρίων για την ανάπτυξη αυτοματοποιημένων φίλτρων πνευματικών δικαιωμάτων. Το σημερινό φίλτρο Content ID που χρησιμοποιεί το Youtube, κόστισε στην «μαμά» του, Google, περί τα 100 εκατ. δολάρια, ποσό που προφανώς ελάχιστοι μπορούν και θα μπορούν να διαθέσουν στο μέλλον.
Εκατομμύρια βίντεο, φωτογραφίες, εικόνες, τραγούδια και κάθε είδους περιεχόμενο, καθημερινά θα υπόκειται στις «καλύτερες προσπάθειες» συγκεκριμένων εταιρειών, οι οποίες υποχρεώνονται να αποτρέψουν το ανέβασμα οποιουδήποτε υλικού που έχει αποτελέσει αντικείμενο «επαρκώς τεκμηριωμένης ειδοποίησης», από ανθρώπους ή εταιρείες που υποστηρίζουν πως έχουν δικαιώματα στο υλικό. Εάν δεν μπορούν να το εγγυηθούν, το περιεχόμενο δεν μπορεί να ανέβει στο διαδίκτυο.
Επιπροσθέτως, ακόμα και η πιο έξυπνη μηχανή φιλτραρίσματος, δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσει εάν ένα υλικό έργο αποτελεί κριτική για μία ταινία, ένα meme, μία διασκευή ή μια παρωδία είναι νόμιμη ή παραβιάζει τους κανόνες. Αντιδικίες που σήμερα φτάνουν εώς το δικαστήριο και πολλές φορές σε μακρές δίκες, οι εταιρείες θα πρέπει να τις λύνουν εκατομμύρια φορές την ημέρα, και μάλιστα αυτόματα. Από τη στιγμή που οι πλατφόρμες θα είναι υπεύθυνες για τον νόμο για την «προστασία» των δικαιωμάτων που θίγονται, είναι προφανές πως θα θεσπίσουν όσο πιο αυστηρά φίλτρα γίνεται ώστε να είναι καλυμμένες έναντι αξιώσεων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους χρήστες και τους δημιουργούς που θα προσπαθούν να περάσουν μέσα από αυτά.
Η χαρά του μεσάζοντα
Ένα βήμα παρακάτω, όπως εξηγεί ο ακτιβιστής Τζο ΜακΝαμί, ένας οποιοσδήποτε δημιουργός περιεχομένου θα βρίσκεται αντιμέτωπος με τρία «τείχη προστασίας» των πνευματικών δικαιωμάτων.
Από τη μία, οι -σχεδόν μονοπωλιακές- πλατφόρμες στις οποίες θα περιορίζεται και θα μοιράζεται ένα έργο, οι οποίες και θα έχουν το δικαίωμα να το μπλοκάρουν, να αφαιρέσουν υλικό με βάση ψευδείς ισχυρισμούς. Από την άλλη, οι επίσης ελάχιστες εταιρείες που είναι σε θέση να παρέχουν την απαραίτητη τεχνολογία για το φιλτράρισμα των μεταφορτώσεων, το οποίο ενέχει τους κινδύνους που περιγράφονται παραπάνω.
Ο τρίτος παράγοντας που θα εμπλέκεται πλέον μεταξύ του δημιουργού και του κοινού, είναι και ο μόνος τρόπος διεκδίκησης των όποιων δικαιωμάτων τους. Εταιρείες συλλογικής διαχείρισης που θα χορηγούν άδειες, θα προσδιορίζουν και θα αναφέρουν για λογαριασμό του δημιουργού, και φυσικά θα λαμβάνουν μέρος των εσόδων. Σε διαφορετική περίπτωση, ο καθένας είναι μόνος του απέναντι σε εταιρείες όπως η Google ή το Facebook, και θα είναι αναγκασμένος να διαπραγματεύεται με αυτές για τα έσοδα, να ενημερώνει τη βάση δεδομένων αποκλεισμού της, να προσπαθεί να αποτρέψει τη μεταφόρτωση περιεχομένου του, να καταπολεμήσει μία ψευδή δήλωση ιδιοκτησίας της εργασίας του, ή να ανατρέψει μία αδικαιολόγητη κατάργησή της.
Όπως προκύπτει, με τη θέσπιση του άρθρου 17 (πρώην άρθρο 13), ένας δημιουργός θα είναι υποχρεωμένος να αδειοδοτήσει σε μία εταιρεία συλλογικής διαχείρισης τα δικαιώματά του, με την εποχή που ο ίδιος μπορούσε να συνδεθεί απευθείας με το κοινό του με τους δικούς του όρους να αποτελεί παρελθόν. Ένας καλλιτέχνης θα είναι αναγκασμένος να εκχωρήσει τα δικαιώματά του σε έναν πολύ μικρό αριθμό αμερικανικών πλατφόρμων, οι οποίες και θα έχουν το πάνω χέρι στον καθορισμό των όρων της συμφωνίας, αφού σε διαφορετική περίπτωση, απειλούν με απαγόρευση της διαθεσιμότητας του περιεχομένου.
«Παραβιάζετε τη Χάρτα των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων»
Με τα λόγια 57 οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων από όλο τον κόσμο μέσω της κοινής ανοικτής επιστολής σε όλους τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, το άρθρο 17 εξαναγκάζει τις εταιρείες αυτές να παρακολουθούν ενεργά το περιεχόμενο των χρηστών τους, γεγονός που έρχεται σε αντίφαση με τη «μη γενική υποχρέωση ελέγχου» των κανόνων της οδηγίας για το ηλεκτρονικό εμπόριο. Όπως αναφέρουν, η απαίτηση εγκατάστασης συστήματος φιλτραρίσματος ηλεκτρονικών επικοινωνιών έχει απορριφθεί δύο φορές από το δικαστήριο, στις περιπτώσεις Scarlet Extended (C 70/10) και Netlog / Sabam (C 360/10).
Μάλιστα, οι ίδιες οργανώσεις συμπληρώνουν πως το εν λόγω άρθρο αντιβαίνει στους ισχύοντες κανόνες και τη νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ. Στην επιστολή αναφέρουν πως το εν λόγω άρθρο «περιλαμβάνει υποχρεώσεις για τις εταιρείες ίντερνετ που θα ήταν αδύνατον να τηρηθούν χωρίς την επιβολή υπερβολικών περιορισμών στα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών». Επίσης, υπενθυμίζουν πως η οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο (2000/31/ΕΚ) ρυθμίζει ήδη την ευθύνη για τις εταιρείες διαδικτύου που φιλοξενούν περιεχόμενο για λογαριασμό των χρηστών τους. Κατά την ισχύουσα οδηγία, υπάρχει υποχρέωση να αφαιρεθεί οποιοδήποτε περιεχόμενο παραβιάζει τους κανόνες περί πνευματικών δικαιωμάτων, μόλις αυτό γνωστοποιηθεί στον πάροχο.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως επικαλούμενοι την οδηγία για τη διατήρηση δεδομένων (Data Retention Directive – 2006/24/ΕΚ) που κηρύχθηκε άκυρη το 2014 από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προειδοποιούν πως μία διάταξη που θα απαιτεί την εγκατάσταση συστήματος φιλτραρίσματος «είναι σχεδόν βέβαιο πως θα απορριφθεί από το δικαστηριο, διότι θα παραβίαζε την απαίτηση να υπάρχει δίκαιη ισορροπία μεταξύ του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας αφενός, και της ελευθερίας να ασκούν τις δραστηριότητές τους και το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, όπως η λήψη ή διάδοση πληροφοριών, αφετέρου».
Με τις φωνές των πολέμιων του άρθρου 17 (αλλά και του 15 που ακολουθεί) έχουν ενώσει και τις δικές τους 70 από τα μεγαλύτερα ονόματα του διαδικτύου, μεταξύ των οποίων ο εκ των δημιουργών του παγκόσμιου ιστού (World Wide Web), Τιμ Μπέρνερς-Λι και ο ιδρυτής της Wikipedia, Τζίμι Γουέηλς. Με μια φωνή καταγγέλλουν πως πρόκειται για «ένα πρωτοφανές βήμα προς την κατεύθυνση της μετατροπής του Διαδικτύου, από μια ανοιχτή πλατφόρμα ανταλλαγής και καινοτομίας σε ένα εργαλείο για την αυτοματοποιημένη επιτήρηση και τον έλεγχο των χρηστών του».
Ακόμη, τις σοβαρές ανησυχίες του έχει εκφράσει ο Ειδικός Εισηγητής του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών για την Ελευθερία της Έκφρασης και της Πληροφόρησης, Ντέιβιντ Κάιε, που έχει επισημάνει τον φόβο πως «θα καθιερώσει ένα καθεστώς ενεργού ελέγχου και προληπτικής λογοκρισίας».
Η δημοκρατία στο χειρουργείο
Το άρθρο 15 (πρώην άρθρο 11) επιβάλλει να υπάρχει σχετική άδεια για την αναπαραγωγή μίας είδησης, με παραπάνω από μία λέξη ή μια πολύ σύντομη περιγραφή. Περιορίζει την ελεύθερη ροή της πληροφορίας και της ενημέρωσης, βασικά αγαθά μίας δημοκρατικής κοινωνίας.
Σύμφωνα με τα όσα προβλέπει το άρθρο 15, οι εκδότες Τύπου, τα μεγάλα δημοσιογραφικά Μέσα θα αποφασίζουν ποιος μπορεί να «συνδεθεί» με τις ειδησεις τους και θα χρεώνουν την άδεια για να το κάνουν. Όπως αναφέρεται στο κείμενο της οδηγίας, κάθε σύνδεση που περιέχει περισσότερες από «μεμονωμένες λέξεις ή πολύ σύντομα αποσπάσματα» μιας είδησης, θα πρέπει να αδειοδοτηθούν και μάλιστα χωρίς εξαιρέσεις για μη εμπορικούς χρήστες, μη κερδοσκοπικά projects, ή ακόμα και blogs με διαφημίσεις ή άλλες πηγές εισοδήματος, ανεξαρτήτως μεγέθους.
Υποτίθεται πως βαθύτερος στόχος του εν λόγω άρθρου, είναι να αναγκαστούν υπηρεσίες όπως η Google News να πληρώσουν στα ειδησιογραφικά Μέσα, καθώς η πλατφόρμα πουλάει ουσιαστικά τις ειδήσεις τους. Ωστόσο, τα παραδείγματα της Γερμανίας και της Ισπανίας που εφαρμόζουν ήδη παρόμοια νομοθεσία είναι αποκαλυπτικά. Στη Γερμανία, η Google προσέφερε στους εκδότες την επιλογή να της παραχωρήσουν δωρεάν το περιεχόμενό τους ή να μην εμφανίζονται καν στις λίστες της, με τους πρώτους να δίνουν τις άδειες εν λευκώ. Στη δε Ισπανία, όταν οι εκδότες απαίτησαν την πληρωμή των δικαιωμάτων τους, η Google απλώς έκλεισε την υπηρεσία του Google News στην ιβηρική χώρα.
Ουσιαστικά πρόκειται για τη δημιουργία ενός νέου δικαιώματος για τα κυρίαρχα ΜΜΕ, που όχι μόνο δεν βοηθάει τη δημοσιογραφία, αλλά απειλεί σοβαρά να βλάψει τους δημιουργούς περιεχομένου, τους μικρότερους εκδότες, τους απλούς πολίτες. Σε κοινή τους επιστολή διαμαρτυρίας, 169 Ευρωπαίοι ακαδημαϊκοί που εργάζονται στα πεδία της πνευματικής ιδιοκτησίας, του δικαίου του διαδικτύου, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στις δημοσιογραφικές μελέτες από τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια έχουν προειδοποιήσει πως πρόκειται για «κακή νομοθεσία».
«Αυτή η νομοθεσία έχει καλά νέα για τη βιομηχανία ειδήσεων και για τους δημιουργούς σε ορισμένους τομείς, αλλά αποτελεί εμπαιγμό των δικαιωμάτων των συντακτών δημοσιογράφων, προωθώντας την εξαγορά και τον εκφοβισμό τους, αναγκάζοντάς τους να απεμπολήσουν τα δικαιώματά τους, και δίνει στους εκδότες το ελεύθερο να κερδίζουν ακόμα περισσότερα, ενώ οι δημοσιογράφοι δεν κερδίζουν τίποτα. Είναι κακό για τη δημοσιογραφία και κακό για την Ευρώπη. Συμφωνώντας με αυτό, τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα είτε ήταν αφελή, είτε έχουν κυνικά προδώσει τις αξίες της δικαιοσύνης και της και της κοινωνικής δικαιοσύνης για την οποία η Ευρώπη υποτίθεται πως αγωνίζεται», ήταν τα λόγια του γενικού γραμματέα της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων (IFJ), Άντονι Μπέλαγκερ.
Το γεγονός πως στο άρθρο δεν εξαιρούνται ούτε οι περιπτώσεις που δεν αφορούν εμπορικές ή κερδοσκοπικές δραστηριότητες, διαγράφει ένα ζοφερό μέλλον για την επικοινωνία των ανθρώπων μέσω του διαδικτύου.
Αμερικανικό σημαιάκι
Την ώρα που η Ευρώπη θα θεσπίζει μία νομοθεσία που θα βάζει στραγγαλιστικά όρια στις εταιρείες και τις υπηρεσίες της, όπως παρατηρεί η Electronic Frontier Foundation (EFF), οι αμερικανικές τρίβουν τα χέρια τους. Όπως έχει ήδη γίνει αρκετά κατανοητό, το κόστος της κατασκευής και της συντήρησης αυτών των ηγεμονικών φίλτρων μπορούν να το επωμιστούν μόνο οι μεγαλύτεροι τεχνολογικοί κολοσσοί, που είναι αμερικανικοί. Για τις ευρωπαϊκές εταιρείες, ο μόνος τρόπος να αποφύγουν να αναπτύξουν τα επίμαχα φίλτρα, είναι να παραμείνουν τα έσοδά τους κάτω από τα δέκα εκατ. ευρώ ετησίως, ή να κλείσουν μέσα σε τρία χρόνια.
Οι αμερικανικές εταιρείες δεν έχουν κανέναν λόγο να εγκαταστήσουν αντίστοιχα φίλτρα. Αντιθέτως, θα έχουν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να αναπτυχθούν περαιτέρω, χωρίς να έχουν να αντιμετωπίσουν τον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό. Μάλιστα, αμερικανικές εταιρείες κατηγορούνται για κρυφό λόμπινγκ στις Βρυξέλλες, ειδικά για τα φίλτρα.
Και ΤΙΝΑ κάνουμε;
Εκτός ψηφιακού κόσμου, ένας δημιουργός μπορεί να παράξει και να παρουσιάσει ένα έργο και να είναι καλυμμένος για τα δικαιώματά του. Σε περίπτωση που κάποιος το χρησιμοποιήσει χωρίς άδεια ή αντίτιμο, υπάρχει η δυνατότητα νομικής διεκδίκησης αποζημίωσης. Ωστόσο, η όποια προστασία πνευματικών δικαιωμάτων περιέχει σημαντικά «παραθυράκια», όπως τα «επτά μέτρα» στη μουσική, που αναγνωρίζουν στον νέο δημιουργό την έμπνευση από ένα ήδη υπάρχον έργο. Στον ψηφιακό κόσμο από την άλλη, όπως φαίνεται, όχι μόνο δεν υπάρχει ο βαθμός ελευθερίας του φυσικού, αλλά στρώνεται ο δρόμος για κανονική προληπτική λογοκρισία, εμφυσώντας στους χρήστες και τους δημιουργούς περιεχομένου την αυτολογοκρισία, υπό τον φόβο παράβασης των κανόνων.
Η οδηγία που ψηφίζεται σε λίγες ημέρες δεν είναι μία οδηγία που επιχειρεί να λύσει καθορισμένα ζητήματα στη νομοθεσία της πνευματικής ιδιοκτησίας με τη χρήση των «καλών πρακτικών», αλλά εξυπηρετεί συγκεκριμένα ισχυρά συμφέροντα, με ανυπολόγιστο και πολυεπίπεδο κόστος.
Όσο και εάν το μότο της «ΤΙΝΑ» έχει εμποτισθεί στην ελληνική δημόσια σφαίρα τα τελευταία χρόνια, τα πράγματα μπορεί και να είναι πιο απλά. Παρότι τα ελληνικά ΜΜΕ -ακολουθώντας πιστά τα πρότυπα των μεγαλύτερων διεθνών ομολόγων τους- τηρούν μέχρι σήμερα σιγή ιχθύος, υπάρχει τρόπος για ευρωβουλευτές και κόμματα να αντιληφθούν το πολιτικό κόστος και να δεσμευτούν να καταψηφίσουν τα άρθρα που αποδομούν το διαδίκτυο και το ξαναφτιάχνουν στα μέτρα των ολιγοπωλίων.
Την προσεχή Τρίτη, οι ευρωβουλευτές καλούνται να λάβουν μία απόφαση που θα περιορίσει την ελεύθερη έκφραση και θα βλάψει τα δικαιώματα των πολλών για χρόνια. Με τις ευρωεκλογές να έπονται σε λιγότερους από δύο μήνες, οργανώσεις, ακτιβιστές και κινήματα φροντίζουν να τους δώσουν να καταλάβουν πως ο κόσμος τους βλέπει, καλώντας τους πολίτες από όλη την Ευρώπη να κάνουν το ίδιο με τους ευρωβουλευτές τους. Στην Ελλάδα, οι μόνοι ευρωβουλευτές που έχουν ξεκαθαρίσει πως θα καταψηφίσουν στην ψηφοφορία της ερχόμενης εβδομάδας, είναι η ανεξάρτητη Σοφία Σακοράφα και ο ευρωβουλευτής της Λαϊκής Ενότητας Νίκος Χουντής, ενώ κυβερνητικοί και αντιπολιτευόμενοι ευρωβουλευτές τηρούν σιγήν ιχθύος.
Πλατφόρμες όπως το #SaveYourInternet και το Plegde2019.eu δίνουν τη δυνατότητα στους πολίτες από την κάθε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να έρθουν σε επικοινωνία με τους ευρωβουλευτές τους και να τους ζητήσουν να καταψηφίσουν τα άρθρα 11 και 13. Περισσότεροι από 5 εκατομμύρια πολίτες έχουν υπογράψει το σχετικό διαδικτυακό ψήφισμα. Με τηλεφωνήματα στα γραφεία τους, βομβαρδίζοντας τους με email ή με αναρτήσεις στα κοινωνικά δίκτυα με αναφορά στο όνομά τους, οι τρεις αυτές επιλογές έχουν αποδείξει και στο παρελθόν πως είναι ικανές να μεταφέρουν ένα τέτοιο μήνυμα. Επίσης, το Σάββατο 23 Μαρτίου, σε δεκάδες πόλεις της Ευρώπης θα λάβουν χώρα κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας πολιτών.
«Το μόνο που χρειάζεται είναι να μιλήσεις» λένε τα καλέσματα. Μίλα.