του Θάνου Καμήλαλη
Τις προηγούμενες ημέρες αλλά και νωρίτερα, προσπαθήσαμε να ενημερώσουμε τους αναγνώστες μας σχετικά με τη συγκεκριμένη Οδηγία, με άρθρα, ένα εκτενές ρεπορτάζ, συνεντεύξεις και τις απαντήσεις που προσπάθησε να δώσει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Επιλέξαμε να το έχουμε ως πρώτο θέμα στην ειδησεογραφία μας, καθώς εκτός της σοβαρότητάς του, η ενημέρωση στην Ελλάδα γύρω από ένα ζήτημα που απασχολεί και κινητοποιεί ενεργά από εκατομμύρια απλών πολιτών μέχρι τον Έντουαρντ Σνόουντεν και τον «πατέρα» του Ίντερνετ, Σερ Τιμ Μπέρνερς Λι κι από την Wikipedia μέχρι τεχνολογικούς κολοσσούς όπως η Google, είναι πενιχρή. Την ίδια ώρα, το διαδικτυακό πανευρωπαϊκό ψήφισμα στο change.org ενάντια σε αυτά τα δύο άρθρα (κυρίως το 13) έχει ξεπεράσει τις 5,1 εκατ. υπογραφές, αριθμός που θεωρείται η πιο επιτυχημένη διαδικτυακή εκστρατεία στην Ευρώπη, ενώ διαδηλώσεις πραγματοποιούνται σε δεκάδες πόλεις της Ένωσης.
Στην θεωρία, τα επίμαχα άρθρα παρουσιάζονται να έχουν ευγενείς σκοπούς. Το «άρθρο 11» (που εισάγεται προς ψήφιση ως άρθρο 15) υποτίθεται ότι θα αναγκάσει τεχνολογικούς κολοσσούς όπως η Google που χρησιμοποιούν στις υπηρεσίες τους δημοσιογραφικό περιεχόμενο (βλ. Google News) να καταβάλλουν αμοιβή στους εκδότες. Το «άρθρο 13» (πλέον άρθρο 17) υποτίθεται ότι προστατεύει τα πνευματικά δικαιώματα, αναγκάζοντας τις πλατφόρμες στις οποίες οι χρήστες αναρτούν περιεχόμενο (Facebook, Υοutube, Instagram κλπ.) να μοιράζονται τη νομική ευθύνη για παραβιάσεις.
Η πραγματικότητα όμως είναι αρκετά διαφορετική. Το «άρθρο 11» αναφέρει συγκεκριμένα ότι οι εκδότες θα έχουν πλέον πνευματικά δικαιώματα για οποιαδήποτε αναφορά στις ειδήσεις τους εκτός αν πρόκειται για έναν υπερσύνδεσμο με «μερικές μόνο λέξεις» ή «σύντομο απόσπασμα». Το μοντέλο αυτό δοκιμάστηκε στην Γερμανία και στην Ισπανία το 2014-2015 και απέτυχε παταγωδώς. Στη Γερμανία η Google ζήτησε από τους εκδότες, που πίεζαν έντονα για τον νέο νόμο ή να της δώσουν τα δικαιώματα δωρεάν ή να μην εμφανίζονται στις λίστες της. Τελικά. Στην Ισπανία οι εκδότες ζήτησαν χρήματα, η Google έκλεισε το Google News στη χώρα και σύμφωνα με μία έρευνα της Ισπανικής Ομοσπονδίας Εκδοτών η απώλεια αυτή προκάλεσε μείωση των επισκετπών σε 84 ισπανικά διαδικτυακά ΜΜΕ. Παράλληλα, μικρότεροι κι εναλλακτικοί news aggregators, όπως τo Niagarank που κατέτασσε ειδήσεις βάσει των κοινοποιήσεων στα social media αναγκάστηκαν να κλείσουν, φοβούμενοι μηνύσεις και υψηλά κόστη ενώ τη ζημιά στην επισκεψιμότητα την πλήρωσαν κυρίως τα μικρότερα η αμιγώς διαδικτυακά ΜΜΕ, καθώς μην έχοντας πολλές επιλογές μπροστά τους, οι χρήστες επέλεγαν τα παραδοσιακά μέσα που γνώριζαν ήδη. Λίγα χρόνια νωρίτερα, το 2006 το Γαλλικό Πρακτορείο AFP και το 2007 οι βέλγικες εφημερίδες μήνυσαν την Google ζητώντας αποζημιώσεις για τα άρθρα τους που χρησιμοποιεί στις υπηρεσίες της. Το AFP τελικά έφτασε σε συμβιβασμό και οι Βέλγοι εκδότες δικαιώθηκαν δικαστικά, ωστόσο όταν η Google έβγαλε εντελώς τα άρθρα τους από τις υπηρεσίες της, παραπονέθηκαν για μείωση εσόδων και της ζήτησαν να συμπεριλάβει ξανά.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Μολονότι δεν είναι ακόμα ξεκάθαρο ούτε το πώς θα προσαρμόσει η Ελλάδα την οδηγία, ούτε το τι θα κάνουν οι μεγάλες μηχανές αναζήτησης μπροστά σε ένα καινούριο, σχεδόν πανευρωπαϊκό, πλαίσιο σημαίνουν ότι η ροή της πληροφορίας θα γίνει αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Για τους ισχυρούς, κάθε σενάριο είναι win – win. Αν μια «εναλλακτική» ροη προς το δημοσιογραφικό περιεχόμενο μειωθεί, ο κόσμος θα στραφεί περισσότερο στα παραδοσιακά ονόματα του χώρου (και ξέρουμε εξάλλου ότι η διαφημιστική πίτα στην Ελλάδα έχει ελάχιστα να κάνει με το περιεχόμενο και την προβολή του διαφημιζόμενου). Παράλληλα, οι τεχνολογικοί κολοσσοί θα εξαλείψουν τον μικρότερο και πιθανό νέο ανταγωνισμό. Από την άλλη, αν παραμείνει αυτή η ροή, θα μοιάζει ακόμα περισσότερο με ολιγοπώλιο, καθώς είναι σίγουρο ότι οι πρώτοι που θα καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων θα είναι οι ισχυροί των ΜΜΕ. Για τους υπόλοιπους, τον πλουραλισμό και τους αναγνώστες, θα είναι lose – lose, με 169 ακαδημαϊκούς να σημειώνουν ότι οι ανισότητες μεταξύ των ΜΜΕ θα αυξηθούν και τα fake news θα ενισχυθούν, ενώ επικριτές του άρθρου φοβούνται ότι η διαπραγμάτευση για τις ειδήσεις θα καταστεί σε χώρες της Ε.Ε. και πολιτική. Και σε περίπτωση που το σκεφτήκατε, όχι, δεν θα καταπολεμηθεί το copy – paste, που είναι και σήμερα παράνομο ή εξαρτάται από τους όρους χρήσης που θέτει κάθε μέσο.
Κι αν αυτό το τοπίο μοιάζει θολό και οι συνέπειές του φαντάζουν μακρινές ή ακόμα κι επουσιώδεις, το «άρθρο 13», που έχει συγκεντρώσει τις περισσότερες αντιδράσεις, είναι πολύ πιο ξεκάθαρο. Αυτό που ισχύει τώρα είναι ότι μπορεί ένας χρήστης που θεωρεί ότι παραβιάζονται τα πνευματικά του δικαιώματα να ειδοποιήσει π.χ το Youtube, που ήδη προσέχει αρκετά τις αναρτήσεις μέσω του φίλτρου Content ID. Αν η Οδηγία ψηφιστεί όμως, κάθε πλατφόρμα που επιτρέπει στους χρήστες της να ανεβάζουν περιεχόμενο θα έχει και τη νομική ευθύνη για παραβιάσεις πνευματικών δικαιωμάτων. Για να το αποφύγουν αυτό, οι πλατφόρμες οφείλουν να αποδεικνύουν ότι καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να αποφύγουν τέτοιες παραβιάσεις.
Πώς μπορούν να το κάνουν αυτό; Δεδομένου του τεράστιου όγκου δεδομένων που ανεβαίνει κάθε λεπτό και του ότι δεν γίνεται να εξασφαλίσουν όλες τις άδειες που υπάρχουν για πνευματικά δικαιώματα, μόνο με φίλτρα ελέγχου του περιεχομένου κατά την μεταφόρτωση (upload filters). Μία προηγούμενη έκδοση της οδηγίας αναφερόταν ρητά στα Φίλτρα, αλλά σε μια προσπάθεια να κατευναστούν οι τεράστιες αντιδράσεις, ο όρος αυτός δεν υπάρχει στο τελικό κείμενο.
Time is running out. The EU Parliament votes on #Article13 and the rest of the Copyright Directive on March 26. Find out why you should oppose Article 13 and how to stop it at https://t.co/Ta17UuBzw4. pic.twitter.com/GhkKpQobAZ
— Wikipedia (@Wikipedia) 22 Μαρτίου 2019
Αυτή η αλλαγή όμως δεν έχει καμία σχέση με την ουσία της διάταξης. Μπορούμε να παραθέσουμε τις αντιρρήσεις που έχουν εκφράσει 70 μεγάλες προσωπικότητες του διαδικτύου, μεταξύ των οποίων ο Μπέρνερς Λι, οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ο Ειδικός Εισηγητής του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών για την Ελευθερία της Έκφρασης και της Πληροφόρησης, φορείς που ασχολούνται με τα ανοιχτά δεδομένα όπως η Wikipedia και πολλοί ακόμα αλλά και εντός του Ευρωκοιβουλίου, οι Πράσινοι και η Ευρωπαϊκή Αριστερά. Είναι όμως μάλλον καλύτερο να παραθέσουμε συγκεκριμένα την άποψη της Ευρωπαϊκή Επιτροπής, που εκφράστηκε μέσω επίσημης ανακοίνωσης του Ευρωκοινοβουλίου στις αρχές του έτους:
Η οδηγία δημιουργεί αυτόματα φίλτρα για τις διαδικτυακές πλατφόρμες;
Όχι.
Η οδηγία θέτει έναν στόχο που πρέπει να επιτευχθεί — μια διαδικτυακή πλατφόρμα δεν πρέπει να κερδίζει χρήματα από υλικό τρίτου δημιουργού χωρίς ανταμοιβή.
Ως εκ τούτου, μια πλατφόρμα είναι νομικά υπεύθυνη εάν υπάρχει περιεχόμενο στον ιστότοπό της για το οποίο δεν έχουν αμειφθεί κατάλληλα οι δημιουργοί. Αυτό σημαίνει ότι τα άτομα των οποίων το έργο χρησιμοποιείται παράνομα μπορούν να ασκήσουν αγωγή κατά της πλατφόρμας.
Ωστόσο, η οδηγία δεν ορίζει ούτε απαριθμεί τα εργαλεία, τους ανθρώπινους πόρους και τις υποδομές που μπορεί να χρειαστούν προκειμένου να αποτραπεί η εμφάνιση υλικού για το οποίο δεν έχει καταβληθεί αμοιβή στον ιστότοπο. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει απαίτηση για φίλτρα αναφόρτωσης.
Ωστόσο, εάν οι μεγάλες πλατφόρμες δεν αναπτύξουν κάποια καινοτόμο λύση, μπορεί να καταλήξουν στην επιλογή των φίλτρων. Στην πραγματικότητα, τα φίλτρα αυτά χρησιμοποιούνται ήδη από τις μεγάλες επιχειρήσεις! Η κριτική ότι ορισμένες φορές τα φίλτρα αποκλείουν νόμιμο περιεχόμενο, μπορεί ενίοτε να είναι βάσιμη.
Αλλά θα πρέπει να απευθύνεται στις πλατφόρμες που σχεδιάζουν και εφαρμόζουν τα φίλτρα, και όχι στον νομοθέτη που καθορίζει έναν στόχο που πρέπει να επιτευχθεί, ότι δηλαδή μια εταιρεία πρέπει να καταβάλει αμοιβή για το υλικό από το οποίο αποκομίζει κέρδος.
Δηλαδή, αν οι τεχνολογικές εταιρείες δεν βρουν ως δια μαγείας μία λύση για να ελέγχουν το περιεχόμενο που ανεβαίνει στις υπηρεσίες τους χωρίς φίλτρα, τότε θα βάλουν φίλτρα, λύση στην οποία ήδη καταφεύγουν κι έχει αποδειχθεί ότι κάνουν και λάθη. Και όταν αυτό σύμβεί και ο κόσμος θα φωνάζει για τα λάθη των φίλτρων (που θα είναι περισσότερα αφού ο έλεγχος θα είναι περισσότερος και αυστηρότερος), τότε θα φτάινε οι εταιρείες που δεν μπόρεσαν να κάνουν το αδύνατο και όχι η Ε.Ε. που ψήφισε ουσιαστικά έναν μηχανισμό προληπτικής λογοκρισίας. Λάθη πάντως ήδη συμβαίνουν και προφανώς θα συμβαίνουν όταν ο έλεγχος του περιεχομένου αυτοματοποιείται. Σκεφτείτε για ένα απλό παράδειγμα, τις σελίδες στο facebook και τις δημοσιεύσεις με αντιφασιστικό περιεχόμενο που αφαιρούνται, μετά από μαζικές αναφορές φασιστών.
Θα ήταν τουλάχιστον αφελές να πιστέψουμε ότι η Ε.Ε. αποφάσισε ξαφνικά να στραφεί σοβαρά εναντίον των γιγάντων του διαδικτύου. Η Κομισιόν υποστηρίζει επίσης ότι μια σειρά περιπτώσεων όπως η χρήση υλικού για παρωδία, κριτική, review, παραπομπή κ.α προστατεύεται, αλλά αυτό είναι αντικειμενικά ψευδές, καθώς κανένας αλγόριθμος και κανένα φίλτρο δεν θα μπορεί να ξεχωρίσει τις διαφορές, χωρίς πολλά λάθη. Επίσης οι ίδιες μεγάλες εταιρείες που μοιάζουν να θίγονται είναι αυτές που διαθέτουν ήδη (βλ. το Content ID του Youtube) και θα μπορούν να αναπτύξουν και να πουλούν τα φίλτρα σε ανταγωνιστές τους, ενώ παράλληλα, θα μειώσουν τον ανταγωνισμό καθώς οι μικρότεροι παίχτες θα δυσκολεύονται οικονομικά με τς νέες απαιτήσεις.
Επομένως οι κολοσσοί, μπορεί να ζημιωθούν έστω λίγο οικονομικά, αλλά θα παγιώσουν τις θέσεις τους στην κορυφή των διαδικτυακών υπηρεσιών. Γιατί όσον αφορά τους μικρούς παίκτες και τις start ups που θα επιθυμήσουν να μπουν στην τεράστια ψηφιακή αγορά της Ε.Ε. η οδηγία προσφέρει μόνο μια περίοδο χάριτος 3 ετών (αν δεν έχουν φτάσει στο μεταξύ σε πολύ υψηλά επίπεδα). Από εκεί κι έπειτα, θα πρέπει να συμμορφωθούν και να ακολουθούν τους ίδιους κανόνες με την Google και το Facebook. Πριν λίγες μέρες, 130 ευρωπαϊκές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην ψηφιακή αγορά έστειλαν ανοικτή επιστολή στο Ευρωκοινούλιο τονίζοντας μεταξύ άλλων το δυσανάλογο βάρος που θα αναλάβουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις του χώρου και το πώς το άρθρο 13 θα έχει ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα από το «να πληρώσουν οι αμερικανικοί κολοσσοί). Για ολιγοπώλιο και την de facto μεγαλύτερη κι αυστηρότερη χρήση φίλτρων έχει καταγγείλει το άρθρο 13 και ο Ομοσπονδιακός Επίτροπος Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων της Γερμανίας,
Υποτίθεται ότι η Ε.Ε (και πολιτικές ομάδες όπως το Λαϊκό Κόμμα και οι Φιλελεύθεροι το φωνάζουν σε κάθε ευκαιρία) είναι υπέρ της καινοτομίας και της επιχειρηματικότητας. Αλλά μάλλον μπροστά στις πιέσεις του λόμπι των μεγάλων εταιρειών του καλλιτεχνικού χώρου, που φαίνεται (με τα περιορισμένα στοιχεία που είναι διαθέσιμα και δημοσίευσε το Corporate Europe) να έχουν πιέσει πολύ περισσότερο από τις τεχνολογικές εταιρείες για την συγκεκριμένη Oδηγία. Ίσως γιατί ενώ οι υποστηρικτές του άρθρου 13 κατηγορούν όσους αντιτίθενται ως «πιόνια της Google», η Google και άλλοι γίγαντες όπως η Apple είναι απασχολημένες με το να αυξάνουν το μερίδιο τους ή να απορροφούν μερικούς από τους μεγαλύτερους παίκτες στη μουσική βιομηχανία.
Πηγή: Corporate Europe
Γιατί πάνω απ'όλα, η «προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων» αφορά πολύ λιγότερο τους δημιουργούς απ'ό,τι τις μεγάλες δισκογραφικές, τα μεγάλα στούντιο και εταιρείες που έχουν ως μοναδική εργασία την συλλογή και την διεκδίκηση πνευματικών δικαιωμάτων, από τα οποία κερδοσκοπούν (σαν να λέμε, χωρίς τα σκάνδαλα, τις διεθνείς ΑΕΠΙ). Από την άλλη πλευρά, το διαδίκτυο έχει δημιουργήσει ένα εύφορο πεδίο ίσων ευκαιριών για χιλιάδες νέους δημιουργούς, τεχνικούς, γραφίστες κ.α και το τελευταίο που θα έπρεπε να θέλει η Ε.Ε., είναι να θέτει επιπλέον εμπόδια σε μια από τις καινούριες και ταχύτερα αναπτυσσόμενες αγορές της.
Οι προτεινόμενες αλλαγές της Ε.Ε. δεν θα φέρουν το τέλος του Ίντερνετ, αλλά απειλούν να επιφέρουν ένα σημαντικό πλήγμα. Παράλληλα, είναι μέρος μίας ευρύτερης μάχης (μαζί π.χ με την συνεχή διαμάχη στις ΗΠΑ για την ουδετερότητα του Διαδικτύου- net neutrality) που στόχο έχει να πλήξει τις ελευθερίες και τις δυνατότητες που έχει προσφέρει και να το «κανονικοποιήσουν» φέρνοντας το στα πρότυπα παραδοσιακών μέσω επικοινωνίας κι εντείνοντας τις ανισότητές του. Η μάχη αυτή, μολονότι φαντάζει μακρινή και πολύπλοκη, είναι συνεχής και κρίσιμη.
Οι ευρωβουλευτές πρέπει να αναγνωρίσουν την σοβαρότητα του ζητήματος και οι υπόλοιποι να μην θεωρούμε τίποτα δεδομένο.